COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 23 Απριλίου «έφυγε» ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής

Σαν σήμερα, 23 Απριλίου 1998 πέθανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ιδρυτής του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας
Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής (8 Μαρτίου 1907 – 23 Απριλίου 1998) ήταν Έλληνας πολιτικός ο οποίος διετέλεσε τέσσερις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας και δύο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη τότε Πρώτη Σερρών το 1907. Ήταν πρωτότοκος γιος δημοδιδασκάλου, του Γεώργιου Καραμανλή, ο οποίος πολέμησε στο Μακεδονικό Αγώνα[1] και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και το εμπόριο καπνού. Μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δολόγλου. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές που κατά σειρά γέννησης ήταν η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (9 Δεκεμβρίου 1916-28 Δεκεμβρίου 2015), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929).
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Πρώτης Σερρών, στη συνέχεια στο ημιγυμνάσιο της Νέας Ζίχνης, κωμόπολης της περιφέρειας, και ύστερα (1920) στο Γυμνάσιο Σερρών. Το 1923 μετακόμισε στην Αθήνα. Αρχικά φοίτησε στο Λύκειο Μεγαρέως για να αποφοιτήσει από το 8ο Γυμνάσιο Αθηνών (στην Κυψέλη). Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1925-1929) απ’ όπου έλαβε το πτυχίο της νομικής στις 13 Δεκεμβρίου του 1929. Αφού υπηρέτησε στρατιωτική θητεία 4 μηνών ως μέλος πολύτεκνης οικογένειας, άσκησε δικηγορία στις Σέρρες από το 1930 έως το 1935. Με έντονη ροπή στον δημόσιο βίο και ενδεικτικά μίας ισχυρής προσωπικότητας, έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη σε ηλικία 28 ετών πληρεξούσιος Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση του 1935, από την οποία απέσχε το Κόμμα Φιλελευθέρων. Η εδραίωσή του στην τοπική πολιτική επιβεβαιώθηκε όταν επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές για τη Γ΄ αναθεωρητική Βουλή του Ιανουαρίου του 1936, οπότε συμμετείχαν και οι βενιζελικοί και ίσχυσε σύστημα απλής αναλογικής.
Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 διέκοψε την πολιτική του σταδιοδρομία. Επανήλθε στις Σέρρες, όπου άσκησε τη δικηγορία έως το 1941. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα χωρίς να αναμιχτεί ενεργά στην πολιτική. Τη περίοδο 1942-1943 συμμετείχε σε μία άτυπη ομάδα πολιτικού προβληματισμού με την ονομασία “Σοσιαλιστική Ένωση”, την οποία αποτελούσαν αξιόλογοι μετέπειτα πολιτικοί και τραπεζίτες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Ξενοφών Ζολώτας.[2] Η αξιολόγησή του για την αποτελεσματικότητα της ομάδας ήταν αρνητική. Θεωρούσε ότι ο προβληματισμός της δεν ήταν πολιτικά αλλά μάλλον ακαδημαϊκά προσανατολισμένος.
Το καλοκαίρι του 1944 ο Καραμανλής προσπάθησε να εμπλακεί πιο ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις, διαφεύγοντας με πλωτό μέσο στη Μέση Ανατολή, όπου είχε σχηματιστεί νέα εξόριστη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά το Συνέδριο του Λιβάνου. Η μετάβασή του εντούτοις καθυστέρησε πολύ, ώστε όταν τελικά ο Καραμανλής βρέθηκε στο Κάιρο τον Οκτώβριο, η Αθήνα είχε μόλις απελευθερωθεί από τους Γερμανούς και ο ίδιος υποχρεωτικά θα επέστρεφε στο τέλος του ίδιου μήνα.
Υπουργικές θητείες 1946-1952
Στις εκλογές του 1946 επανεξελέγη βουλευτής Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στη Δ΄ αναθεωρητική Βουλή. Το καλοκαίρι ήταν κρίσιμο για τη ζωή του, καθώς μεταβαίνοντας στις ΗΠΑ έγινε δυνατή, μετά από χειρουργική επέμβαση, η απαλλαγή του από το πρόβλημα της επιδεινούμενης ωτοσκλήρυνσης, που τον βασάνιζε έως τότε. Παράλληλα, συμμετείχε σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Στη συνέχεια συμμετείχε ως υπουργός Εργασίας για ένα τρίμηνο στις κυβερνήσεις Τσαλδάρη και Μαξίμου (Νοέμβριος 1946 – Φεβρουάριος 1947), Μεταφορών (Μάιος – Νοέμβριος 1948) και Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών-Φιλελευθέρων υπό τους Σοφούλη και, στη συνέχεια, Διομήδη (Νοέμβριος 1948 – Ιανουάριος 1950). Ως Υπουργός Εργασίας ήρθε αντιμέτωπος με σύνθετα εργατικά ζητήματα, ενώ φρόντισε για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών.[3] Παράλληλα, προώθησε την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των συντάξεων (25%) και ευνόησε την καθιέρωση ενιαίου φορέα.[4] Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκατέστησε εντός έξι μηνών πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον Πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις.[3] Παράλληλα, ήρθε σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρεία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτροδότησης (πάνω από τετρακόσιες), οι οποίες προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες,[5] ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Η σύγκρουση του Καραμανλή με την Πάουερ, τον ώθησε στο ξήλωμα των ραγών που εξυπηρετούσε το δίκτυο του παλαιού τραμ Αθήνας και του Τραμ Θεσσαλονίκης, που μέχρι το 1960, έσβησαν από το συγκοινωνιακό χάρτη. Για τη στάση του αυτή, κατηγορήθηκε ότι εξυπηρέτησε συμφέροντα του ανερχόμενου αυτοκινητιστικού λόμπυ και των λεωφορειούχων. Ειδικότερα μάλιστα στη Θεσσαλονίκη προκρίθηκε σκανδαλωδώς η μονοπωλιακή διαχείρηση των συγκοινωνιών από τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, χωρίς να δρομολογηθούν τα τρόλεϊ στη θέση των τραμ, όπως έγινε στην Αθήνα. Ο Καραμανλής προώθησε νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενίσχυσε το πολιτικό προφίλ του λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, αλλά η νομοθεσία περί αναθεώρησης εγκαταλείφθηκε από τα μεγάλα κόμματα και κόστισε στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς τους Τσαλδάρη και Σοφούλη.[6] Μεγάλη δημοσιότητα απέκτησε λόγω της δράσης του στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου μετακινήθηκε το 1948. Στο τελευταίο αυτό υπουργείο, στο οποίο η παρουσία του ήταν σχετικά μακροχρόνια, επικέντρωσε την προσπάθειά του στη διαχείριση του προγράμματος που αφορούσε την εγκατάσταση στα αστικά κέντρα και στη συνέχεια την επανεγκατάστασή τους στις επαρχίες των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου.[7] Συγκεκριμένα, δημιούργησε το Πρόγραμμα «Πρόνοια-Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου. Επιπλέον, χορήγησε στους πολίτες 60.000 όπλα μέσω Κέντρων Ασφαλείας για την ασφάλεια των παλιννοστούντων και την αποσυμφόρηση του στρατιωτικού έργου,[8] παρά τις επιφυλάξεις του Σοφοκλή Βενιζέλου για τυχόν χρήση τους σε κομμουνιστική εξέγερση.[9] Εντός ενός έτους επαναπατρίστηκαν 486.000 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 236.000 ανέμεναν επαναπατρισμό.
Καθώς διακρίθηκε για τη διοικητική του ικανότητα, το επόμενο βήμα του, μετά την επανεκλογή του ως βουλευτή Σερρών στις εκλογές του Μαρτίου του 1950, όπου το Λαϊκό Κόμμα ηττήθηκε, ήταν η ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για βραχύ διάστημα (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1950) σε νέα βραχύβια κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών-Φιλελευθέρων. Αποχώρησε από το Λαϊκό Κόμμα τον Νοέμβριο του 1950. Κατόπιν διάφορων εσωκομματικών κινήσεων, προσχώρησε τελικά στο κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού», που ίδρυσε ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος τον Αύγουστο του 1951, με τον οποίο και επανεξελέγη βουλευτής Σερρών τον Σεπτέμβριο του 1951 και τον Νοέμβριο του 1952, οπότε ο Συναγερμός επικράτησε στις εκλογές με συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στο διάστημα αυτό ο Καραμανλής ήταν πλέον αρκετά διακεκριμένος, αλλά όχι ακόμα πρώτης σειράς κοινοβουλευτικός. Το σύντομο πέρασμά του από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας συνιστούσε διάκριση, αλλά πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ο στρατός ήταν θεσμικά αυτόνομος υπό τον αρχιστράτηγο Παπάγο και ο πολιτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων ανύπαρκτος. Στη συνέχεια ο Καραμανλής είχε πρωταγωνιστήσει στην αναζήτηση εναλλακτικού κομματικού σχήματος στον συντηρητικό πολιτικό χώρο, συμμετείχε μάλιστα στην ηγετική ομάδα του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος, μαζί με τους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αλλά όπως και ο ίδιος ο Καραμανλής παραδεχόταν, το εγχείρημα δεν είχε απήχηση στο εκλογικό σώμα και οι συμμετέχοντες επιβίωσαν πολιτικά μόνο αφότου ο στρατάρχης Παπάγος αναμίχτηκε προσωπικά στην πολιτική ως επικεφαλής νέας πολιτικής κίνησης.
Ο Μακεδόνας πολιτικός δεν ανήκε στον στενό κύκλο συνεργατών του Παπάγου, ούτε στην ηγετική ομάδα του Συναγερμού, στην οποία δέσποζε αρχικά ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης και κατόπιν ο Στεφανόπουλος και ο Κανελλόπουλος.
Πρωθυπουργία 1955-1963
Ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέκτησε πανελλήνια εμβέλεια ως υπουργός Δημοσίων Έργων (Νοέμβριος 1952-Οκτώβριος 1955) και Συγκοινωνιών (Δεκέμβριος 1954-Οκτώβριος 1955), στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού υπό τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952), προωθώντας με ενεργητικότητα ένα ευρύτατο πρόγραμμα δημοσίων έργων, με ασυνήθιστη ταχύτητα και τραχύτητα για την ελληνική κρατική μηχανή και τα ελληνικά πολιτικά ήθη.
Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, ο βασιλιάς Παύλος Α΄, την επομένη του θανάτου του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου μετά από πολύμηνη ασθένεια, ανέθεσε την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης από το κόμμα της πλειοψηφίας στον Καραμανλή. Ο διορισμός του προκάλεσε γενική έκπληξη στην κοινή γνώμη, η οποία ανέμενε ότι η διαδοχή θα κριθεί μεταξύ των δύο αντιπροέδρων της κυβέρνησης, του Στέφανου Στεφανόπουλου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ο Καραμανλής, αν και διακεκριμένος υπουργός, δεν διέθετε ακόμα ηγετική εικόνα και δεν θεωρούταν υποψήφιος για τη διαδοχή, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ορισμένες ενδείξεις στον Τύπο των Αθηνών, ιδίως το τελευταίο εικοσαήμερο προ του θανάτου του Παπάγου.
Υπήρχαν τρεις βασικοί λόγοι που οδήγησαν τον βασιλιά στην επιλογή του Καραμανλή. Οι δύο αντιπρόεδροι ήταν μεταξύ τους ανταγωνιστικοί και η επιλογή του ενός ή του άλλου θα μπορούσε να δοκιμάσει τη συνοχή του Συναγερμού. Στο επικρατούν αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, το στέμμα εκτιμούσε ότι η συνοχή του Συναγερμού αποτελούσε το μόνο αξιόπιστο πολιτικό ανάχωμα έναντι της αριστεράς, σε αντίθεση με το κέντρο που ήταν πολυδιασπασμένο, με τμήματά του να πραγματοποιούν ή να επιδιώκουν συνεργασίες με την αριστερά. Επίσης, οι δύο αντιπρόεδροι δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Ο Στεφανόπουλος βαρυνόταν ως υπουργός Εξωτερικών με τον ανεπιτυχή χειρισμό του Κυπριακού, που είχε οξυνθεί μετά και το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955, ο δε Κανελλόπουλος, όπως άλλωστε και ο Στεφανόπουλος, δεν διέθετε την εικόνα ισχυρού πολιτικού που θα ήταν σε θέση να ελέγξει την κατάσταση και να δώσει συγκεκριμένη κατεύθυνση στο κυβερνητικό έργο. Ο βασιλιάς πίστευε ακόμα ότι όποια άλλη επιλογή θα ήταν κατ’ ανάγκη προσωρινή, ενώ ο Καραμανλής, νέος σε ηλικία 48 ετών, θα μπορούσε να δώσει την εικόνα ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, το οποίο αναλωνόταν συχνά σε ατέρμονες διαμάχες μεταξύ γνωρίμων με προφανείς επιπτώσεις στην κυβερνητική σταθερότητα. Η επιδίωξη της κυβερνητικής σταθερότητας είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στον πολιτικό προβληματισμό της εποχής και διαπερνούσε τη σκέψη των πολιτικών παραγόντων, κοινοβουλευτικών και μη. Η οικονομική ανάπτυξη, τόσο καθεαυτή όσο και ως μέσο για την κοινωνική σταθεροποίηση και την ανακοπή της ανόδου της αριστεράς, αποκτούσε κεντρική σημασία, και προϋπόθεσή της ήταν η κυβερνητική σταθερότητα.
Τέλος, ο χειρισμός του Κυπριακού ήταν ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας, που βάραινε στην επιλογή του βασιλιά. Ο στρατάρχης Παπάγος είχε επιδιώξει να θέσει το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα στο διμερές πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων, ελπίζοντας σε φιλική διευθέτηση του ζητήματος. Η ωμή απόρριψη του αιτήματός του από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, τον Σεπτέμβριο του 1953, ώθησε τον Παπάγο σε διεθνοποίηση του ζητήματος μέσω προσφυγής στον ΟΗΕ. Η προσφυγή δεν τελεσφόρησε, καθώς η Ελλάδα αντιμετώπισε την αρνητική στάση των ΗΠΑ, που έδιναν έμφαση στην ανάγκη διατήρησης της βρετανικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο και της ελληνοτουρκικής συνεργασίας ως προϋπόθεσης για την αποτελεσματική λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο τουρκικός παράγοντας αποκτούσε βαρύνουσα σημασία για τη δυτική στρατηγική και η τουρκική αντίθεση οξύνθηκε, επηρεάζοντας αρνητικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την ελληνική μειονότητα.
Η ελληνική κοινή γνώμη και τμήματα των πολιτικών δυνάμεων της μη κομμουνιστικής αντιπολίτευσης υιοθέτησαν σταδιακά κριτική στάση έναντι τόσο της αμερικανικής πολιτικής όσο και αυτού που θεωρούσαν ως αποτυχημένη πολιτική προώθησης της εθνικής διεκδίκησης από την κυβέρνηση του Συναγερμού. Αυτό που ετίθετο υπό αμφισβήτηση δεν ήταν ένας μεμονωμένος χειρισμός εξωτερικής πολιτικής, αλλά το θεμέλιο της μετεμφυλιακής πολιτικής διευθέτησης. Ο Καραμανλής, τον Σεπτέμβριο του 1955, επέκρινε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την πολιτική της κυβέρνησης Παπάγου ως μαξιμαλιστική. Βασική παραδοχή της θέσης του ήταν ότι η Αθήνα δεν μπορούσε να επιδιώξει άμεσα την αυτοδιάθεση, δηλαδή την ένωση, αλλά έπρεπε να αρκεστεί για ένα απροσδιόριστο διάστημα σε καθεστώς ευρείας αυτοκυβέρνησης της Κύπρου υπό βρετανική κυριαρχία. Η αμερικανική συναίνεση ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία των επιδιώξεων της Αθήνας και η Ουάσινγκτον είχε ταχθεί εξαρχής εναντίον της ελληνικής πολιτικής διεθνοποίησης του θέματος. Συνεπώς η ελληνική πολιτική έπρεπε να κατατείνει στην επίτευξη του περιορισμένου, αλλά εφικτού στόχου της αυτοκυβέρνησης με την αμερικανική συμπαράσταση, ώστε να αποφευχθεί μια μείζων εμπλοκή στο εξωτερικό πεδίο με διαλυτικές συνέπειες και στο εσωτερικό. «Καλούμεθα να επιλέξωμεν μεταξύ μιας αδιαλλάκτου πολιτικής με κίνδυνον να επαυξήσωμεν τας σημερινάς μας δυσχερείας και μιας ηπίου πολιτικής με αποτέλεσμα να υποστώμεν εθνικήν ταπείνωσιν και να απογοητεύσωμεν τον ελληνικόν λαόν. Από το αδιέξοδον αυτό δεν δυνάμεθα να εξέλθωμεν ει μη μόνον εάν προκαλέσωμεν μιαν άμεσον παρέμβασιν της Αμερικής, η οποία να ικανοποιή ουσιαστικώς και ηθικώς την Ελλάδα».[10] Οι αντιλήψεις του στέμματος συνέτειναν προς την εκδοχή των αντιλήψεων του Καραμανλή για την ανάγκη διευθέτησης του Κυπριακού εντός του συμμαχικού πλαισίου, όπως άλλωστε και οι αντιλήψεις του αμερικανικού παράγοντα, ισχυρού στο ελληνικό μετεμφυλιακό πλαίσιο. Οι Αμερικανοί σημείωναν με ικανοποίηση τη σχετική θέση του Καραμανλή τον Σεπτέμβριο του 1955 και λάμβαναν υπόψη την πιθανότητα ανόδου του στην πρωθυπουργία. Ανεξάρτητα δε από το γεγονός του χρόνου που επέλεξε ο βασιλιάς για τον διορισμό του Μακεδόνα πολιτικού, καθώς είναι πιθανό ότι οι Αμερικανοί δεν προεξοφλούσαν την προώθηση του Καραμανλή στην πρωθυπουργία ευθύς μετά τον θάνατο του Παπάγου, ο αμερικανικός παράγοντας υποδέχτηκε με ικανοποίηση τον διορισμό του Καραμανλή, καθώς εκτιμήθηκε ότι αποτελούσε τη μόνη διαθέσιμη λύση για την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας, την οποία κατά τις αντιλήψεις της Ουάσινγκτον δεν πρόσφερε το πολυδιασπασμένο κέντρο, και την πρόσδεση της Ελλάδος στον δυτικό συνασπισμό. Ο αμερικανικός παράγοντας λάμβανε επίσης υπόψη ότι ο Καραμανλής είχε επιδείξει διοικητική ικανότητα και πειθαρχημένη και αποτελεσματική εργασία, αναγκαία στοιχεία για την επιτυχή προώθηση ενός προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης που θα επιτύγχανε σε μακροπρόθεσμη βάση κοινωνική σταθερότητα και εξουδετέρωση της αριστεράς.[11] Εκλογές του 1956
Έτσι, ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός σχηματίζοντας κυβέρνηση και εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956, οπότε σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Σε αυτές τις εκλογές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,3%, Δημοκρ. Ένωση 48,15%). Η ΕΡΕ επωφελήθηκε και από την ψήφο του στρατού, που δόθηκε μαζικά υπέρ της, καθώς εξασφάλισε 10 έδρες. Το αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό για τον Καραμανλή, καθώς αυτός εξασφάλιζε τη συνέχιση της διακυβέρνησης, αλλά παράλληλα δεν ήταν πολιτικά επαρκές, καθώς η κυβέρνησή του θα αντιμετώπιζε την επόμενη διετία συνεχείς επικρίσεις αλλά και εγγενή αστάθεια, που προέκυπτε από το γεγονός ότι είχε μειοψηφήσει και ταυτόχρονα είχε υποστηριχτεί από τον στρατό. Ανεξάρτητα πάντως από τη λειτουργία του εκλογικού συστήματος υπέρ του, ο Καραμανλής είχε επιτύχει την προσωπική του καθιέρωση ως ηγέτη της δεξιάς. Είχε συγκεντρώσει την προτίμηση ψηφοφόρων ανήσυχων από τη συνεργασία του κέντρου με την κομμουνιστική αριστερά μόλις επτά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και είχε κληρονομήσει τη δεξιά από τον Ελληνικό Συναγερμό προς όφελος του κόμματός του χωρίς σημαντικές απώλειες. Η ΕΡΕ είχε πλειοψηφήσει στην ύπαιθρο και τα μικρά αστικά κέντρα και ήταν πολύ ισχυρή στη βόρεια Ελλάδα, στην οποία είχε διεισδύσει το 1951-1952 ο συναγερμός.
Εκλογές του 1958
Οι επόμενες εκλογές έγιναν πρόωρα τον Μάιο του 1958. Ήταν απόρροια των οξύτατων προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση, με σημαντικότερα το Κυπριακό και την εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ελλάδα, στην οποία αντιτίθετο ευρύ φάσμα της κοινής γνώμης, σε συνδυασμό με την προσπάθεια τμήματος της κεντρώας αντιπολίτευσης να αξιοποιήσει εσωκομματικές αντιδράσεις στην ηγεσία Καραμανλή. Σε πολιτικούς κύκλους της Αθήνας, αλλά και διπλωματικούς εκπροσώπους στην ελληνική πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και όχι της Ουάσινγκτον, αποκτούσε βαρύτητα η άποψη ότι το Κυπριακό θα μπορούσε να επιλυθεί φιλικά εντός του πλαισίου των συμφερόντων της Ατλαντικής συμμαχίας, αν σχηματιζόταν κυβέρνηση ευρύτερης βάσης στην Ελλάδα με τη συμμετοχή τμήματος τουλάχιστον της κεντρώας αντιπολίτευσης.
Εκτός αυτών, αυλικοί κύκλοι, αλλά πιθανότατα όχι οι ίδιοι οι βασιλείς, απέβλεπαν σε αποδυνάμωση του Μακεδόνα πολιτικού και στον εξαναγκασμό σε σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με μερίδα του κέντρου. Η κρίση ξέσπασε την 1η Μαρτίου του 1958, μετά την παραίτηση δύο υπουργών, του Γεώργιου Ράλλη και του Παναγή Παπαληγούρα, συνεργατών πριν αλλά και μετά του Καραμανλή, και την αποχώρηση άλλων 13 βουλευτών, που στέρησαν έτσι την ΕΡΕ από την κοινοβουλευτική της αυτοδυναμία. Ο Καραμανλής αντιμετώπισε την κρίση με αυτοπεποίθηση, ζητώντας από τον βασιλιά εκλογές. Αν και έγινε συζήτηση για την ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, η κοινοβουλευτική αριθμητική ευνοούσε τον Καραμανλή, καθώς δεν μπορούσε να προκύψει κυβερνητικό σχήμα χωρίς τη συναίνεσή του, ενώ και οι διαφωνούντες εμφανίστηκαν αβέβαιοι για την εκλογική τους απήχηση, αλλά και απροετοίμαστοι για την προβολή εναλλακτικής λύσης, αλλά και οι Αμερικανοί έγινε σαφές ότι δεν ευνοούσαν ασταθείς κυβερνήσεις συνασπισμού. Εξάλλου και ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου δεν μιλούσε για κυβέρνηση συνεργασίας, όπως ο συναρχηγός του Σοφοκλής Βενιζέλος, αλλά για τη διεξαγωγή εκλογών με εκλογικό σύστημα που, όπως πίστευε, θα ήταν ευνοϊκό για το κόμμα του και την ηγεσία του, αφού υποτίθεται ότι τα μικρά κεντρώα κόμματα θα εξαναγκάζονταν σε προσχώρηση στους Φιλελευθέρους ή, σε αντίθετη περίπτωση, θα εξαφανίζονταν.
Οι προσδοκίες του Παπανδρέου βασίζονταν στο εκλογικό σύστημα που είχε συμφωνήσει με τον Καραμανλή στο τέλος Φεβρουαρίου του 1958 και είχε αποτελέσει αιτία της διαφωνίας του Ράλλη με τον πρωθυπουργό. Προκειμένου να αποτραπεί νέα συνεργασία του κέντρου με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, θα καθιερωνόταν σύστημα ενισχυμένης αναλογικής. Στη δεύτερη κατανομή των εδρών θα συμμετείχαν μόνο κόμματα που θα είχαν συγκεντρώσει στην επικράτεια το 25% των ψήφων, ή συνασπισμοί δύο κομμάτων με 30%, ή περισσοτέρων με 40%. Οι διατάξεις αυτές θα απέτρεπεαν συνασπισμούς μικρότερων κομμάτων του κέντρου. Το αποτέλεσμα των εκλογών εξέπληξε τους εμπνευστές του συστήματος, τον Παπανδρέου περισσότερο από τον Καραμανλή. Ο τελευταίος εξασφάλισε νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 41,2% των ψήφων και 171 έδρες. Η επιβολή και στο κόμμα και στον χώρο της δεξιάς γενικά ήταν πλέον αναμφισβήτητη, καθώς το εκλογικό σχήμα των διαφωνούντων με την ηγεσία του περιορίστηκε στο 2,9% και 4 μόνο έδρες. Οι απώλειες της ΕΡΕ ήταν μικρότερες απ’ όσο υποδήλωνε η πτώση του ποσοστού της, καθώς αυτή τη φορά δεν είχε ψηφίσει ο στρατός, μετά από απαίτηση της αντιπολίτευσης. Η μεγάλη έκπληξη για το μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα προήλθε από την επίδοση της ΕΔΑ, η οποία με 24,4% των ψήφων και 79 έδρες αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, σε βάρος των Φιλελευθέρων (20,7%). Η ΕΔΑ επωφελήθηκε από τη γενική δυσαρέσκεια για την περιοριστική οικονομική πολιτική. Ενδεικτικό ήταν ότι εξασφάλισε υψηλά ποσοστά και στις αγροτικές περιφέρειες, σ’ έναν κοινωνικό χώρο όπου έως τότε κινούταν προνομιακά η δεξιά και δευτερευόντως το κέντρο. Επίσης είχε επικρατήσει κατά κράτος στις λεγόμενες λαϊκές συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων και είχε γενικά υψηλή επίδοση στο σύνολό τους. Είχε επωφεληθεί από το ευρύ αντιαμερικανικό ρεύμα που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία, αλλά και από την έκδηλη κρίση των Φιλελευθέρων, που αδυνατούσαν να κινηθούν σε συνθήκες μαζικής πολιτικής και παρέμεναν κόμμα προσκολλημένο στο παρελθόν και σε συμφωνίες κορυφής ως μέθοδο πολιτικής επικράτησης. Στο σημείο αυτό ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τον Καραμανλή, ο οποίος επωφελούταν από το γεγονός ότι ήταν ο κύριος φορέας του αντικομμουνισμού σε μία εποχή που ο ψυχρός πόλεμος και οι αναμνήσεις του εμφυλίου διαπερνούσαν σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας. Εμφανιζόταν να αποτελεί τη μόνη βιώσιμη πολιτική λύση για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και ήταν σε θέση υποκειμενικά να προσδώσει στην παράταξή του ασυνήθιστη για τα ελληνικά πολιτικά ήθη συνοχή και πειθαρχία.
Υπόθεση Μέρτεν
Τον Νοέμβριο του 1958 λαμβάνει διαστάσεις η Υπόθεση Μέρτεν, που αφορούσε τον Μαξ Μέρτεν, αξιωματικό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, ο οποίος κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ κατέθεσε και ψήφισε νομοσχέδιο, με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και κρατούνταν σε ελληνικές φυλακές. Οι ενέργειες της Κυβέρνηση Καραμανλή πραγματοποιήθηκαν υπό την υπόδειξη των Γερμανών καθώς το φθινόπωρο του 1958 έγινε η σύναψη δανείου της Ελλάδος από την Γερμανία ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων.[12] Περίοδος 1958-1961
«Αντικομμουνιστικός αγών»
Οι επιδόσεις της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 προκάλεσαν την ανησυχία της κυβέρνησης Καραμανλή και των εξωκοινοβουλευτικών κέντρων εξουσίας, όπως το Παλάτι, ο στρατός και υπηρεσίες των ΗΠΑ που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα. Τις εκλογές του Μαΐου ακολούθησε ένα κύμα κυβερνητικής καταστολής της αριστεράς, στο οποίο περιλαμβάνονταν εκτοπίσεις οπαδών και στελεχών της ΕΔΑ, η οποία τέθηκε σε πολιτική απομόνωση από την ΕΡΕ.[13] Λίγες μέρες μετά τις εκλογές ο Καραμανλής συναντήθηκε με ομοϊδεάτες φίλους του για να συζητήσει την αντιμετώπιση της ανόδου της αριστεράς. Λίγο αργότερα συγκροτἠθηκε μια «αφανής» Ειδική Επιτροπή εξ Υπουργών για να καθορίσει τα μέτρα αντιμετώπισης της «κομμουνιστικής δραστηριότητος» και «προπαγάνδας» και, με εντολή του Καραμανλή, μία Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή υπό την Υπηρεσία Ειδικών Μελετών της ΚΥΠ, όπου υπηρετούσε και ο μέλλων δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, για να βοηθήσει την Ειδική Επιτροπή ασχολούμενη με οργανωτικά θέματα.[14] Από τις αρχές του 1959 το συντονισμό της αντικομμουνιστικής κρατικής προπαγανδιστικής δραστηριότητας ανέλαβε η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ) που υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, το οποίο κρίθηκε αρμοδιότερο για αυτό το έργο. Για να μπορέσει η ΓΔΤΠ να ανταποκριθεί στην αποστολή της, για την οποία προσλάμβανε συνεργάτες που ειδικεύονταν στην αντικομμουνιστική δράση, όπως ο Ελευθέριος Σταυρίδης και ο Γεώργιος Γεωργαλάς, τριπλασιάστηκαν από 27 σε 77 εκ. δραχμές τα μυστικά κονδύλια που της χορηγούνταν.[15] Για καλύτερη συγκέντρωση των σχετικών αρμοδιοτήτων, ο σχεδιασμός και συντονισμός της πολιτικής της κυβέρνησης στον τομέα αυτό ανατέθηκε την άνοιξη του 1960 στη Διεύθυνση Πληροφοριών, που ανασυστάθηκε ως Υπηρεσία Πληροφοριών και επικεφαλής της οποίας ορίστηκε ένας απόστρατος αξιωματικός, πρώην στέλεχος του ΙΔΕΑ.[16] Η οργανωτική ανεπάρκεια της Υπηρεσίας Πληροφοριών και η επικάλυψη των αρμοδιοτήτων της με συναφείς υπηρεσίες οδήγησε στη σύσταση το καλοκαίρι του 1960 μίας πρωτοβάθμιας επιτροπής με εισηγητικό χαρακτήρα και μίας Δευτεροβάθμιας Συντονιστικής Επιτροπής, που ιδρύθηκε με διάταγμα που εξέδωσε ο Καραμανλής ως ΥΠΕΘΑ. Η Δευτεροβάθμια Επιτροπή συγκροτούνταν από ανώτατα στελέχη του στρατού, των σωμάτων ασφαλείας και των υπηρεσιών πληροφοριών, όλοι τους πρώην μέλη του ΙΔΕΑ, μέλη του οποίου που παρά την αναστολή δράσης του συνέχιζαν συνωμοτικά σχέδια. Έργο της Δευτεροβάθμιας ήταν ο συντονισμός των υπηρεσειών «πληροφοριών και διαφωτίσεως» και η εισήγηση στην κυβέρνηση μέτρων σχετικών με τον «αντικομμουνιστικό αγώνα».[17] Εξωτερική πολιτική
Το 1959 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνυπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στις 14 και 15 Φεβρουαρίου του 1961 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε το Λονδίνο, όπου είχε σημαντικές συνομιλίες με τον Βρετανό ομόλογό του Χάρολντ Μακμίλαν, καθώς η μεν Ελλάδα ετοιμαζόταν να υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ, το δε Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμαζόταν να υποβάλει αίτηση ένταξης σε αυτήν. Στις 22 Μαΐου συναντήθηκε στην Αθήνα με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, ο οποίος έδωσε τη διαβεβαίωση ότι θα συνεχιστεί η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Από τις 12 έως τις 16 Απριλίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφτηκε τον Καναδά, συζητώντας στην Οττάβα οικονομικά κυρίως θέματα με τον Καναδό πρωθυπουργό Τζον Ντιφενμπέικερ.[18] Στη συνέχεια επισκέφθηκε τις ΗΠΑ. Η χρονική και πολιτική συγκυρία της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσε ίσως να ήταν χειρότερη: έφτασε στην Ουάσινγκτον, προερχόμενος από τον Καναδά, την ημέρα που έγινε η εισβολή στην Κούβα χιλιάδων αντιπάλων του Φιντέλ Κάστρο, με ορμητήριο το Μαϊάμι και αμερικανική υποστήριξη. Παρ’ όλη την ενασχόλησή του όμως με την κρίση αυτή, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι όχι μόνο συναντήθηκε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 17 Απριλίου, αλλά και βρήκε τον χρόνο να έχει μαζί του δύο συνολικά μακρές συνομιλίες. Θερμό ήταν το κλίμα όχι μόνο στις πολιτικές συζητήσεις αλλά και στη δεξίωση στην ελληνική πρεσβεία. Πριν από τη λήξη της επίσκεψης, στις 20 Απριλίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέθεσε στεφάνι στο εθνικό κοιμητήριο του Άρλινγκτον. Στο κοινό ανακοινωθέν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού «δια την απόφασιν των Ηνωμένων Πολιτειών να εξακολουθήσουν υποστηρίζουσαι τας προσπαθείας της Ελλάδος όσον αφορά την εκτέλεσιν των προγραμμάτων της οικονομικής αναπτύξεως».[19] Το σχέδιο «Περικλής» και οι εκλογές του 1961
Μετά την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου τον Ιούνιο του 1961 η κυβέρνηση Καραμανλή κατευθύνθηκε προς τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Τον Αύγουστο μετά από δύο συσκέψεις κυβερνητικών και στρατιωτικών, μία εκ των οποίων υπό την προεδρία του Καραμανλή, ανατέθηκε στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή η εισήγηση «το ταχύτερον» στην κυβέρνηση «των ενδεικνυόμενων μέτρων αντιδράσεως» με σκοπό τη συρρίκνωση του εκλογικού ποσοστού της ΕΔΑ και την ενίσχυση της ΕΡΕ.[20] Ο Καραμανλής ζήτησε την ένταση του ρυθμού λειτουργίας της Δευτεροβάθμιας, που συνεδρίασε τον Αύγουστο με στόχο να περιοριστεί το ποσοστό της ΕΔΑ κάτω από το 20%.[21] Σε συνεδρίαση της Δευτεροβάθμιας στις 8 Σεπτεμβρίου ανακοινώθηκε ότι ο Καραμανλής είχε εγκρίνει «γενικώς το Σχέδιον» Περικλής του διοικητή της ΚΥΠ Νατσίνα.[22] Ο Καραμανλής παραιτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου και ορίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Δόβα.[23] Οι επόμενες εκλογές ορίστηκε να διεξαχθούν στις 29 Οκτωβρίου του 1961. Η διεξαγωγή τους επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προηγούμενες και την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ. Η επίδοση της τελευταίας δημιούργησε κλίμα ιδιαίτερης ανησυχίας και στην κυβέρνηση και στο στέμμα και στο σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Η ενοποίση των δυνάμεων του κεντρώου χώρου ως στρατηγική επιλογή για τον περιορισμό της εκλογικής δύναμης της κομμουνιστικής αριστεράς πραγματοποιήθηκε μόλις την παραμονή της προκήρυξης των εκλογών υπό την ηγεσία του Γεώργιου Παπανδρέου και τη συμμετοχή του Σοφοκλή Βενιζέλου.[εκκρεμεί παραπομπή] Η υπηρεσιακή κυβέρνηση άφησε τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή με την ίδια σύνθεση να συνεχίσει απρόσκοπτη το έργο της να επηρεάσει τα αποτελέσματα των εκλογών.[24] Η ΕΡΕ εξασφάλισε το 50,8% των ψήφων και 176 έδρες, έναντι 33,7% και 100 εδρών της συνεργασίας Ένωσης Κέντρου-Προοδευτικών και 14,6% και 28 εδρών του εκλογικού σχήματος ΠΑΜΕ που είχε συγκροτήσει η ΕΔΑ. Τα αποτελέσματα καταγγέλθηκαν από την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ ως προϊόν βίας και νοθείας[25] και αποτέλεσαν την αφετηρία του ανένδοτου αγώνα που κήρυξε η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου. Η δικαστική διερεύνηση δεν απέδειξε νοθεία των αποτελεσμάτων, αλλά κοινή πεποίθηση ήταν ότι στην προεκλογική περίοδο είχαν παρέμβει για να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα, σε έκταση ασυνήθιστη για τα ελληνικά πολιτικά ήθη, ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας.[12] Η παρέμβαση δεν αφορούσε μόνο την αριστερά, αλλά είχε επηρεάσει και την Ένωση Κέντρου, η οποία μετά από κάποια περίοδο επιφυλακτικής παρατήρησης των τεκταινομένων είχε καταγγείλει στον βασιλιά τις παρεμβάσεις και τελικά μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων τα αμφισβήτησε.[26] Σε σημειώματα της περιόδου 1966-1969 ο Καραμανλής αρνήθηκε ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του είχαν γνώση των σχεδίων για τη μείωση της εκλογικής δύναμης της ΕΔΑ στις εκλογές του 1961, που τα απέδωσε στα ανάκτορα και σε στελέχη του στρατού και ισχυρίστηκε ότι δεν αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της ΕΡΕ.[27] Στις 31 Αυγούστου του 1962, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδέχθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Λίντον Τζόνσον, ο οποίος υποσχέθηκε δάνειο με ευνοϊκούς όρους και χορήγηση αεροσκαφών F-104.[28] Η τελευταία φάση της πρώτης πρωθυπουργίας του Καραμανλή συνυφαίνεται με την οξεία πολιτική κρίση, που έχει ως αφετηρία της τις αμφισβητούμενες εκλογές του Οκτωβρίου του 1961. Ο Καραμανλής υποστήριξε ότι ούτε ο ίδιος είχε σχεδιάσει και επιχειρήσει παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού στις εκλογές ούτε, εν πάση περιπτώσει, η αλλοίωση του αποτελέσματος ήταν τέτοια ώστε να θέτει υπό αμφισβήτηση την επικράτησή του.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1963 ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, άρχισε περιοδεία στη Δυτική Ευρώπη με στόχο, κυρίως, τη σύσφιξη των σχέσεων με την ΕΟΚ και την προώθηση οικονομικών επιδιώξεων. Πρώτος σταθμός της περιοδείας η Ολλανδία. Ακολούθησε το Λουξεμβούργο και τέλος η Γαλλία, όπου έγινε δεκτός από τον Σαρλ ντε Γκωλ.[29] Η Ελλάδα πρώτο συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ (1962)
Στρατηγικός στόχος του ριζοσπαστικού ρεύματος του ελληνικού φιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του 1930, με βάση και τις παραδόσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν η συμπόρευση της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι λόγοι ήταν πολιτισμικοί, αλλά και οικονομικοί.[30] Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα, ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις – με τη συμμετοχή ιδίως των Ευάγγελου Αβέρωφ, Γιάγκου Πεσμαζόγλου και Ξενοφόντος Ζολώτα – υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962. Η Συμφωνία προέβλεπε :
• κατάργηση εισαγωγικών δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών
• κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών
• σταδιακή υιοθέτηση του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ
• αυτόματη κατάργηση των δασμών πάνω στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα
• εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική
• οικονομική χορηγία προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.[31] Η Συμφωνία εκτελέσθηκε πράγματι – όχι χωρίς δυσχέρειες – μέχρι την 21η Απριλίου 1967, οπότε και ανεστάλη. Θεωρείται πως αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, προς την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που συντελέσθηκε το 1979.
Οικονομικό έργο
Όταν ο Καραμανλής ανέλαβε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1955, η Ελλάδα ήταν μία φτωχή γεωργική χώρα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν περίπου 300 δολάρια. Η ελληνική πολιτική τάξη και η πλειοψηφία της ελίτ της οικονομικής σκέψης είχαν καταλήξει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ότι η εκβιομηχάνιση ήταν η μόνη οδός που θα οδηγούσε στην ευημερία και την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Τόσο εκείνη την εποχή όσο και εκ των υστέρων φαίνεται ότι η επιλογή αυτή δεν δικαιώθηκε, ούτε μπορούσε να δικαιωθεί. Στελέχη της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής και της αμερικανικής διοίκησης, όπως και οικονομολόγοι διεθνούς εμβέλειας, όπως ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, προειδοποιούσαν για το ανέφικτο της στρατηγικής αυτής, επισημαίνοντας το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, την έλλειψη κεφαλαίου, αλλά και επιχειρηματικού ταλέντου και δεξιοτήτων αναγκαίων για την ανάληψη επιχειρηματικών σχεδίων που απαιτούσαν πειθαρχία, υπομονή και ενδεχομένως παράδοση άσχετη με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και την κουλτούρα του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου.
Παρά ταύτα η επιλογή της εκβιομηχάνισης μπορεί να κατανοηθεί στο πλαίσιο των αντιλήψεων και παραστάσεων της εποχής. Η βιομηχανία ήταν συνώνυμη με μία ισχυρή οικονομία που μπορούσε να γενικεύσει την ευημερία, ταυτιζόταν με ανώτερο επίπεδο τεχνικής εξέλιξης, οι δυνατότητες του τομέα υπηρεσιών δεν είχαν ανιχνευτεί σε όλη τους την έκταση και η παραγωγική βάση ήταν συνώνυμη της μεταποίησης. Η επιλογή της εκβιομηχάνισης δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες με ευρύ γεωργικό τομέα, και αποτέλεσε μέρος και προτεραιότητα της αναπτυξιακής στρατηγικής. Τα παραδείγματα της Ισπανίας, της Γαλλίας, αλλά και της Ιταλίας, που διέθετε βιομηχανικό τομέα, αλλά απέβλεψε στην επέκτασή του, είναι πολύ χαρακτηριστικά και αναδεικνύουν το γεγονός ότι η σύλληψη της ελληνικής αναπτυξιακής στρατηγικής εντασσόταν σε γενικότερες διεθνείς τάσεις.
Από το 1951 έως το 1955 οι κυβερνήσεις του κέντρου και του Συναγερμού είχαν επιτύχει η πρώτη τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών, εν όψει της περικοπής της αμερικανικής βοήθειας, και η δεύτερη τη νομισματική σταθεροποίηση με την υποτίμηση της δραχμής. Η κυβέρνηση του Συναγερμού είχε επίσης προσπαθήσει να προσελκύσει κεφάλαια και επενδύσεις από το εξωτερικό, είτε εισάγοντας προστατευτική νομοθεσία για τους ξένους επενδυτές είτε αναζητώντας βοήθεια και χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα και τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας παρέμεναν έντονα. Η γεωργία αδυνατούσε να συντηρήσει τον πληθυσμό της υπαίθρου, καθώς ο κλήρος ήταν μικρός και κατατεμαχισμένος και τα παραδοσιακά γεωργικά προϊόντα, όπως ο καπνός και η σταφίδα, δεν έβρισκαν πάντα αγορές για να εξαχθούν. Οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούσαν μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών, ο τιμάριθμος παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, καθώς η επίπτωση της υποτίμησης του 1953 δεν είχε απορροφηθεί.
Η στρατηγική του Καραμανλή για την ανάπτυξη βασίστηκε στο δόγμα της νομισματικής σταθερότητας. Η ελληνική οικονομία έπρεπε να κινηθεί σε πλαίσιο σταθερότητας, χωρίς πληθωρισμό και ελλείμματα του δημόσιου τομέα, να αυξήσει την παραγωγικότητά της και να αναζητήσει κεφάλαια για μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Οι αμοιβές θα κινούνταν αυξητικά, αλλά ο ρυθμός της αύξησης των μισθών και των ημερομισθίων δεν θα υπερέβαινε αλλά θα υπολειπόταν κατά τι του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να δημιουργείται το αναγκαίο πλεόνασμα για επενδύσεις. Το κράτος θα έπαιζε παρεμβατικό ρόλο, έχοντας στη διάθεσή του ποικίλα μέσα. Έχοντας υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, θα ρύθμιζε με νομισματικά αλλά και πιστωτικά μέτρα τη ροή χρήματος και θα υποβοηθούσε τις επενδύσεις. Θα αναζητούσε ξένους επενδυτές, στους οποίους θα παρείχε ευνοϊκούς όρους, ενώ σε περιπτώσεις απροθυμίας θα αναλάμβανε το ίδιο τη σύσταση βασικών βιομηχανιών.
Έως το 1963 το ελληνικό οικονομικό τοπίο είχε μεταβληθεί και η Ελλάδα είχε εξελιχτεί σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα, η οποία εκτός από το πρόβλημα της φτώχειας, σύμφυτο με μία στάσιμη οικονομία, θα αντιμετώπιζε και το ζήτημα της διαχείρισης των προσδοκιών της ανάπτυξης, ταυτόχρονα με την ανάγκη να διατηρήσει και να εμβαθύνει την αναπτυξιακή διαδικασία. Με δύο συμβάσεις με ξένους επενδυτές, τη γαλλική Πεσινέ το 1960 και την αμερικανική ΕΣΣΟ-Πάππας το 1962, η Ελλάδα θα αποκτούσε βιομηχανία αλουμινίου και δεύτερο διυλιστήριο σε συνδυασμό με συγκρότημα πετροχημικών αντίστοιχα. Ήδη από το 1958 είχε αποκτήσει το πρώτο διυλιστήριό της με την παραχώρηση των εγκαταστάσεων Ασπροπύργου στο συγκρότημα Νιάρχου. Με επένδυση του κράτους συστήθηκαν βιομηχανίες ζάχαρης, λιπασμάτων, ενώ και στον τομέα των υπηρεσιών έγιναν βήματα επέκτασης, στις μεταφορές με την παραχώρηση των αεροπορικών συγκοινωνιών στο συγκρότημα Ωνάση, που ίδρυσε την Ολυμπιακή Αεροπορία, και τον τουρισμό με την ανάπτυξη του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και του δικτύου υπηρεσιών του. Η προσέλκυση του απόδημου ελληνικού ναυτιλιακού κεφαλαίου άρχισε να αποδίδει καρπούς και η ναυτιλιακή άνθιση δεν απέδωσε μόνο στους άδηλους πόρους ναυτιλιακό συνάλλαγμα, αλλά και επενδυτικό κεφάλαιο στη βιομηχανία, τις τράπεζες και τις υπηρεσίες γενικότερα. Τέλος, σειρά δημόσιων έργων επέκτεινε το οδικό δίκτυο και τα λιμάνια. Στη διάρκεια της οκταετίας η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 6-7% και το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από 305 σε 565 δολάρια.
Αν και το έργο αυτό δεν ήταν ευκαταφρόνητο, υπήρχαν και αρνητικές όψεις στο «ελληνικό οικονομικό θαύμα». Η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε, αν και οποιαδήποτε διαδικασία εκσυγχρονισμού θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Η διαδικασία αυτή όμως, συμπυκνωμένη χρονικά σε ιστορικά βραχύ διάστημα, ήταν τραυματική. Οικονομικά είχε τη θετική της όψη, με την ενίσχυση των άδηλων πόρων μέσω του μεταναστευτικού συναλλάγματος, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε αυξανόμενες πιέσεις στις ασθενικές υποδομές των πόλεων και έθεσε με ένταση αιτήματα αναδιανομής εισοδήματος και κοινωνικών υπηρεσιών και εκπαίδευσης. Μια ορισμένη ακαμψία της σκέψης των κυβερνήσεων Καραμανλή, που απέφευγε την αποκλιμάκωση των στρατιωτικών δαπανών, μένοντας προσκολλημένη στο δόγμα του από βορρά κινδύνου, σε μια εποχή που αυτός, ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, φαινόταν να ατονεί, σήμαινε ότι το κράτος δεν διέθετε όσους πόρους ήταν δυνατό να διαθέσει για να αμβλύνει τις κοινωνικές πιέσεις και ταυτόχρονα να τονώσει την εσωτερική ζήτηση κι έτσι την αναπτυξιακή ώθηση. Επικρίθηκε ακόμα η πολιτική κινήτρων προς το ξένο κεφάλαιο, καθώς και συμβάσεις που στον λόγο της αντιπολίτευσης της εποχής κρίθηκαν «αποικιακές». Αυτά πρέπει όμως να κριθούν στις πραγματικές τους διαστάσεις, με κριτήριο τη δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων.
Στο γενικό της πλαίσιο, η ελληνική αναπτυξιακή στρατηγική δεν διέφερε από τις διαθέσιμες δυνατότητες μίας οικονομίας φτωχής σε κεφάλαια που αναλάμβανε μία κοινωνικά πολύπλοκη διαδικασία εκσυγχρονισμού. Πολυεθνικές επιχειρήσεις με τεχνογνωσία και δυνατότητες επιλογών ήταν ασφαλώς σε θέση να εξασφαλίσουν ευνοϊκούς όρους στις συναλλαγές τους με χώρες που αναζητούν κεφάλαια. Επίσης, η περιοριστική εισοδηματική πολιτική είναι αναγκαίο εργαλείο σε μία χώρα που επιδιώκει να συσσωρεύσει κεφάλαιο, που δεν διαθέτει πλούτο προς διανομή. Το κράτος πρόνοιας της δυτικής και βόρειας Ευρώπης, με το οποίο ιστορικά ταυτίζεται η δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, προκύπτει ακριβώς ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας και υψηλής ανάπτυξης, προϋπόθεση που δεν υπάρχει στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950. Τέλος, η πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης, αν και χρήσιμη, δεν εξαντλούσε ούτε αποτελούσε τη βασική λύση του αναπτυξιακού ζητήματος, όπως παρατηρούσε ο Ξενοφών Ζολώτας, βασικός συνεργάτης του Καραμανλή ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό πάντως που μπορεί να θεμελιωθεί είναι ότι κατά την τελευταία διετία της οκταετίας ο Καραμανλής και το οικονομικό επιτελείο παράβλεψαν τις δυνατότητες λελογισμένης χρήσης αναδιανεμητικών εργαλείων και πολιτικών ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης μέσω αύξησης της ζήτησης.
Αυτό που αποκτούσε σημασία ήταν η στρατηγική κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας στη συνέχεια και η δυνατότητά της να αξιοποιήσει το αναπτυξιακό θεμέλιο που είχε τεθεί κατά τη δεκαετία 1953-1963, αν θα αποκτούσε την εκλέπτυνση και τον εξαγωγικό δυναμισμό, που θα σήμαιναν την εδραίωση της Ελλάδας στον αναπτυγμένο κόσμο.
Ο Καραμανλής εξακολουθούσε στο διάστημα αυτό να δίνει έμφαση στην ανάγκη συνέχισης της ανάπτυξης, η οποία επέβαλε την εξακολούθηση της πολιτικής της νομισματικής σταθερότητας, που απέκλειε ευρεία πολιτική αναδιανομής. Ταυτόχρονα εμφανιζόταν αντίθετος στο αίτημα πολιτικού ανοίγματος, καθώς η πολιτική και κοινωνική κινητοποίηση ισοδυναμούσε από την οπτική του με απαρχή πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης, που συνιστούσε χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής.
Η σύγκρουση του Καραμανλή με το παλάτι
Οι προστριβές μεταξύ Καραμανλή και Στέμματος άρχισαν να δημιουργούνται από το 1961. Μετά τις εκλογές του έτους εκείνου που κατηγορήθηκαν για «βία και νοθεία» και την έναρξη του «ανένδοτου αγώνα» της Ένωσης Κέντρου, οι επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά των ανακτόρων κορυφώθηκαν και οι βασιλείς εξέφραζαν παράπονα στον πρωθυπουργό, ότι δεν τους προστάτευε όσο έπρεπε από τις επιθέσεις αυτές, όπως και από τις επιθέσεις για τη μεγάλη προίκα που δόθηκε στην πριγκίπισσα Σοφία. Από την άλλη πλευρά, ο Κ. Καραμανλής υποστήριζε ότι το Στέμμα όφειλε για το καλό του ν’ αποφεύγει ενέργειες που το καθιστούσαν αντικείμενο αντιδικίας, είτε ενώπιον της Βουλής είτε ενώπιον των δικαστηρίων, με μηνύσεις που υποβάλλονταν κατά εφημερίδων κυρίως για «προσβολή της τιμής της βασιλικής οικογένειας».
Έτσι, η νευρικότητα του βασιλικού ζεύγους αυξήθηκε, αφού πέραν των επιθέσεων της αντιπολιτεύσεως, υπήρχαν και οι συχνές προστριβές με τον Καραμανλή. Σε μία επιστολή του προς τον βασιλιά Παύλο, με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 1962, ο Καραμανλής σημείωνε:
«Φαίνεται να επικρατή η πεπλανημένη αντίληψις ότι η μεγαλοπρέπεια ενισχύει τον θρόνον. Συμβαίνει το αντίθετον. Η απλότης και η λιτότης εδραιώνουν τον θεσμόν… Τα κείμενα των βασιλικών λόγων δεν είναι ακίνδυνον να γίνωνται εν αγνοία της Κυβερνήσεως. Η ικανοποίησις αναγκών του Στέμματος, όταν αύτη συνεπάγεται δαπάνας του Δημοσίου, θα πρέπει να αποφεύγεται, εφ’ όσον δεν είναι αυστηρώς αναγκαία. Η έλλειψις πολιτικού συμβούλου με κύρος, όστις να ενημερώνη τον βασιλέα και να κρατή εις διαρκή επαφήν την Κυβέρνησιν με το Στέμμα, είναι ουσιώδους σημασίας».[32] «Προ επτά ετών εξέλεξα υμάς ως πρωθυπουργόν της χώρας, η δε εκλογή μου ως και η εμπιστοσύνη μου εις το πρόσωπόν σας εδικαιώθησαν πλήρως. Δυστυχώς, συν τω χρόνω, ηγέρθη προϊούσα εκστρατεία δυσφημίσεως, χωρίς το Κράτος να ευρίσκη οιονδήποτε ικανοποιητικόν τρόπον δια να προστατεύση τον θρόνον από τας δυσφημίσεις. Ησθάνθην τούτο ιδιαιτέρως, αναγιγνώσκων την επιστολή υμών, ένθα φαίνεσθε να υιοθετήτε μερικά από τα επιχειρήματα της αντιπολιτεύσεως, αντί να εισηγήσθε τρόπους και μέσα ανασκευής των».[33] Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί η πρόθεση του Καραμανλή να αναθεωρήσει[34] προς το δημοκρατικότερο το Σύνταγμα του 1952, το οποίο είχε προωθηθεί μόνο από τις κυβερνήσεις του Κέντρου και ήταν ασφυκτικό για την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση και ιδιαιτέρως γενναιόδωρο προς το βασιλιά.[35] Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1963 κατέθεσε μία πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης που απέβλεπε στην ενίσχυση της θέσης της κυβέρνησης ως φορέα της εκτελεστικής εξουσίας και στην απλούστευση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, ώστε να προωθείται χωρίς κωλυσιεργία το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης, που θεωρούσε κρίσιμο για την αναπτυξιακή διαδικασία. Παράλληλα ο Καραμανλής είχε επιδιώξει να περιορίσει τον παρεμβατικό ρόλο του στέμματος στη δημόσια ζωή, επιδίωξη που τον έθεσε σε τροχιά σύγκρουσης με τον θρόνο. Στις 20 Απριλίου του 1963, η βασίλισσα Φρειδερίκη και η πριγκίπισσα Ειρήνη πήγαν ανεπίσημα στο Λονδίνο για να παραστούν στους γάμους της Αλεξάνδρας του Κεντ. Κατά την άφιξή τους στο ξενοδοχείο Κλάριτζ, τους περίμεναν εκατοντάδες Έλληνες και Κύπριοι διαδηλωτές, οι οποίοι με επικεφαλής την Αγγλίδα σύζυγο του Αντώνη Αμπατιέλου, στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και πολιτικού κρατουμένου, ζητούσαν την αποφυλάκιση των εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Η Φρειδερίκη αρνήθηκε να δεχτεί την Μπέτυ Αμπατιέλου, η οποία επιθυμούσε να της επιδώσει σχετικό υπόμνημα κι έτσι η κατάσταση οξύνθηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι διαδηλωτές αποδοκίμασαν έντονα τη βασίλισσα και την πριγκίπισσα. Όταν μάλιστα έρριξαν στο έδαφος τον μοναδικό Βρετανό αστυνομικό που τις συνόδευε, η Φρειδερίκη με τη θυγατέρα της κατέφυγαν τρέχοντας σε ένα αδιέξοδο δρομάκι και πανικόβλητες ζήτησαν προστασία σε κάποιο τυχαίο σπίτι, παρ’ όλο που δεν είχαν υποστεί επίθεση.
«Μόλις έλαβα γνώσιν του επεισοδίου», διηγείται ο Κ. Καραμανλής στο αρχείο του, «συνέστησα όπως το αντιπαρέλθωμεν αποφεύγοντες την δημιουργίαν θορύβου. Αντί τούτου, η βασίλισσα έφερεν η ιδία εις την δημοσιότητα δια του ελληνικού Τύπου, της εφημερίδος «Μεσημβρινή», το επεισόδιον και εζήτησεν από τον υπουργόν των Εξωτερικών όπως, αφ’ ενός μεν προβή εις σχετικήν ανακοίνωσιν, αφ’ ετέρου δε καλέση τον Άγγλον πρέσβυν και διαμαρτηρηθή δια τα λαβόντα χώραν εις βάρος της επεισόδια εν Λονδίνω. Πέραν αυτών, εξήτησεν και η ιδία από την αγγλικήν κυβέρνησιν ικανοποίησιν, ενεφανίσθη δε εις την τηλεόρασιν δια να αντικρούση την Αμπατιέλου. Τέλος, υπέδειξεν όπως οργανωθή λαϊκή υποδοχή κατά την επιστροφήν της, όπερ απέτρεψα, δια να εκδηλωθή η αγανάκτισις του λαού δια την προσβολήν που υπέστη. Συνεπεία όλων αυτών εδημιουργήθη τοιούτος θόρυβος περί το επεισόδιον, ώστε επί εβδομάδας ολοκλήρους να ασχολήται ο αγγλικός Τύπος και η αγγλική Βουλή μετο θέμα κατά τρόπον μειωτικόν δια την Ελλάδα».
Στις 26 Απριλίου του 1963, ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ έκανε έντονο διάβημα στον σύμβουλο της βρετανικής πρεσβείας Μ.Ρ. Μπαρνς, το οποίο και δημοσιοποίησε την επομένη με ανακοίνωσή του. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Χιουμ έστειλε μάλιστα και επιστολή προς τη Φρειδερίκη, εκφράζοντας την «ειλικρινή λύπη» του, προκαλώντας την οργή του βρετανικού Τύπου. Ο Ομπζέρβερ χαρακτήριζε «σκάνδαλο» την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ο Νιου Στέιτσμαν ζήτησε «να μη γίνουν δεκτοί οι βασιλείς της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία αν δεν αποκατασταθεί στη χώρα η δημοκρατία», ενώ η Ντέιλι Χέραλντ χαρακτήρισε «ηλίθια» την επιστολή Χιουμ. Στις 2 Μαΐου, σε συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων, βουλευτές του Εργατικού κόμματος επέκριναν τον λόρδο Χιουμ για την επιστολή του προς τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Ταυτόχρονα ο αρχηγός του κόμματος Χάρολντ Ουίλσον ζήτησε να γίνουν ανακρίσεις για το θέμα των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ενώ βουλευτές του κόμματός του πρότειναν να συζητήσει η αγγλική Βουλή το θέμα της παροχής αμνηστίας στους Έλληνες πολιτικούς κρατούμενους, ως προϋπόθεση πραγματοποίησης της ελληνικής βασιλικής επίσκεψης στη Βρετανία. Και οι δύο προτάσεις απορρίφθηκαν από την πλειοψηφία, αλλά ο δυσμενής διεθνής αντίκτυπος υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να εκδώσει την επομένη ανακοίνωση για να απολογηθεί στο θέμα των πολιτικών κρατουμένων, αναφέροντας μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Πολιτικοί κρατούμενοι δεν υπάρχουν εν Ελλάδι. Υπάρχουν κατάδικοι για φόνους και δι’ ένοπλον συμμετοχήν εις τον κομμουνιστικόν συμμοριακόν αγώνα… Οι κρατούμενοι ούτοι, ανερχόμενοι εις πλέον των 3.000 το 1955, έτος καθ’ ο ο σημερινός πρωθυπουργός ανέλαβε την εξουσίαν, εμειώθησαν λόγω διαφόρων μέτρων επιεικείας εις 973. Πέραν αυτών, υπάρχουν 127 κατάδικοι στρατοδικείων επί κατασκοπεία…».
Στις 10 Μαΐου κι ενώ ο Παύλος είχε μεταφερθεί στον «Ευαγγελισμό» για εγχείρηση σκωληκοειδίτιδος, σημειώθηκε οξύτατο επεισόδιο μεταξύ Φρειδερίκης και Καραμανλή. Η βασίλισσα επέμενε να αναβληθούν οι γιορτές για τη χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους μέχρις ότου αναρρώσει ο Παύλος. Ο Καραμανλής τής εξήγησε αυστηρά ότι αυτά ήταν θέματα της κυβέρνησης και όχι δικά της. Άλλη σύγκρουση σημειώθηκε πάλι μεταξύ τους όταν η Φρειδερίκη αξίωσε να δοθεί το κτίριο του Κυβερνείου της Θεσσαλονίκης στη βασιλική οικογένεια, με τη δικαιολογία ότι «οι βασιλείς δεν μπορούν να συναγελάζωνται με κοινούς θνητούς». Ο πρωθυπουργός τής απάντησε τότε πως «αυτά είναι ξεπερασμένες αντιλήψεις». Το Σάββατο 8 Ιουνίου του 1963, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής μετέβη στα ανάκτορα. Τον επόμενο μήνα οι βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη επρόκειτο να μεταβούν για επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, αλλά ο Κ. Καραμανλής είχε αντίθετη γνώμη. Έκρινε ότι η πολιτική συγκυρία επέβαλε την αναβολή της επίσκεψης καθώς εκτός των ανωρέρω γεγονότων είχε μεσολαβήσει και η πρόσφατη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη που είχε δημιουργήσει εξαιρετικά βαρύ κλίμα κατά της ελληνικής κυβέρνησης και του παλατιού. Έχοντας, λοιπόν, αυτά κατά νου, ο Κ. Καραμανλής πήγε στις 8 Ιουνίου στο παλάτι για να πείσει τον Παύλο ότι η αναβολή της επίσκεψης ήταν πολιτικά επιβεβλημένη, όπως διηγείται στο αρχείο του:
«Ανέπτυξα εις τον βασιλέα την κυβερνητικήν άποψιν περί αναβολής του ταξιδίου, τονίσας ότι η αναβολή επιβάλλεται δια δύο λόγους. Πρώτον, διότι τα επεισόδια του Απριλίου και η έκτασις του προκληθέντος θορύβου εις βάρος του Στέμματος, της κυβερνήσεως και της χώρας εδημιούργησαν τελείως απρόσφορον κλίμα δια την επίσκεψιν. Και δεύτερον, διότι υπήρχαν πληροφορίαι ότι ταύτα θα επαναληφθούν και μάλιστα κατά τρόπον ωργανωμένον, κατά την επίσημον επίσκεψιν των βασιλέων. Ο φόβος αυτός, είπον, είναι τοσούτω μάλλον δικαιολογημένος καθ’ όσον, τόσον το Εργατικόν κόμμα, όσον και μερίς του αγγλικού Τύπου συνεχίζουν εν όψει της επισκέψεως τας επιθέσεις των εναντίον της Ελλάδος… Τέλος επληροφόρησα τον βασιλέα ότι η αγγλική κυβέρνησις, μολονότι επισήμως φαίνεται επιθυμούσα την επίσκεψιν, ερωτηθείσα εδήλωσεων ότι δεν δύναται να παράσχη εγγυήσεις ότι δεν θα επαναληφθούν αι απρέπειαι εις βάρος του Στέμματος και της χώρας».
Ο Παύλος, πάντως, δεν πείστηκε κι έτσι ο πρωθυπουργός μετέβη και πάλι στα ανάκτορα τη Δευτέρα, 10 Ιουνίου.
«Επανέλαβα εις τον βασιλέα», συνεχίζει να αφηγείται ο Κ. Καραμανλής, «ότι το θέμα δεν είναι προσωπικόν και ότι την ευθύνην της αναβολής θα την αναλάβουν από κοινού αι δύο κυβερνήσεις…Του εξήγησα δε, εν συνεχεία, διατί το θέμα του ταξιδίου, πέραν της πολιτικής προσλαμβάνει ήδη, με την εκδηλουμένην διαφωνίαν, και συνταγματικήν μορφήν. Τέλος, αφού εδήλωσα εις τον βασιλέα ότι θα εμμείνω εις την εισήγησίν μου μέχρι παραιτήσεως, του απηύθυνα έκκλησιν όπως συμφωνήση εις την αναβολήν της επισκέψεως… Τελικώς ο βασιλεύς εφάνη πειθόμενος και συνεζήτησε μαζί μου τας εξηγήσεις που θα έδιδε εις την βασίλισσαν της Αγγλίας, δια να μη θεωρηθή ότι δια της αναβολής του ταξιδίου την προσβάλλει».
Όταν, όμως, την Τρίτη, 11 Ιουνίου, ο Κ. Καραμανλής ανέβηκε και πάλι στα ανάκτορα Τατοΐου για να οριστικοποιήσει με τον Παύλο την απόφαση αναβολής του επίμαχου ταξιδίου, βρέθηκε προ εκπλήξεως. «Ο βασιλεύς μού εδήλωσεν εν προφανή αμηχανία ότι, επανεξετάσας το θέμα, κατέληξε με λύπην του εις την απόφασιν όπως μη υιοθετήση την εισήγησιν της κυβερνήσεως», αναφέρει στο αρχείο του ο τότε πρωθυπουργός και προσθέτει:
«Εξέφρασα την λύπην μου διότι ο βασιλεύς κατέληξε εις μίαν ατυχή, κατά την γνώμην μου, απόφασιν και τον παρεκάλεσα να δεχθή την παραίτησίν μου».
Εν συνεχεία ο Κ. Καραμανλής ζήτησε τη διάλυση της Βουλής, τον διορισμό αυστηρά υπηρεσιακής κυβέρνησης και την άμεση διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό, αλλά ο Παύλος δεν είχε τέτοια πρόθεση.
«Ο Παύλος επεφυλάχθη να λάβη θέσιν επί της εισηγήσεώς μου και μου προσέφερε τον Μεγαλόσταυρον του Σωτήρος, τον οποίον και παλαιότερον προσφερθέντα είχον αρνηθή… Ηυχαρίστησα τον βασιλέα και τον παρεκάλεσα να μην επιμείνη διότι, όπως του είπα γελών, συνήθως προσφέρεται Μεγαλόσταυρος προς παρηγορίαν εις τους αποπεμπομένους πρωθυπουργούς, πράγμα όμως το οποίον δεν συνέβαινε εις την περίπτωσίν μου».
Και ενώ ο Κ. Καραμανλής κατέβηκε από τα ανάκτορα και συγκάλεσε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο για να ανακοινώσει την παραίτηση της κυβέρνησης, κατά παράβαση του Συντάγματος, ο βασιλιάς Παύλος απηύθηνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό χωρίς να θέσει προηγουμένως το περιεχόμενό του υπόψη του πρωθυπουργού, όπως κατά το Σύνταγμα ήταν υποχρεωμένος να κάνει, τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Η παραίτησις της κυβερνήσεως οφείλεται εις διαφωνίαν, προκύψασαν εκ της μη αποδοχής υπ’ εμού της εισηγήσεως του κ. προέδρου της κυβερνήσεως περί μη πραγματοποιήσεως της δια την 1ην Ιουλίου 1963 ορισθείσης επισήμου επισκέψεώς μου εις Μεγάλην Βρετανίαν. Κρίνων από της θέσεώς μου, πιστεύω ότι, το γε νυν έχον, το συμφέρον της χώρας επιτάσσει όπως η επίσκεψις αύτη πραγματοποιηθή… Αναβολή ή ματαίωσις αυτής εξυπηρετεί τους σκοπούς των επιβουλευομένων την ασφάλειαν της Ελλάδος…».
Η είδηση της παραίτησης Καραμανλή έπεσε σαν βόμβα. Ο συμπολιτευόμενος Τύπος βρέθηκε σε δίλημμα, καθώς λόγω ιδεολογικής τοποθέτησης δεν μπορούσε να επικρίνει το παλάτι ανοικτά.
«Μόλις εκυκλοφόρησαν αι πρώται φήμαι ότι ο Καραμανλής υπέβαλε παραίτησιν, η δημοσία γνώμη εταράχθη και επεκράτησε το δέος του κενού», έγραψε η Απογευματινή. «Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα» ήταν ο τίτλος του κύριου άρθρου της Βραδυνής, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε: «Ο ανώτατος άρχων άλλως έδοξεν. Η «Βραδυνή», πιστή και αυτή εις τας αρχάς τας οποίας υπηρέτησεν από της εκδόσεώς της και αι οποίαι την ενεψύχωσαν καθ’ όλην την μακράν ζωήν της, δεν δύναται να διατυπώση διαφόρους αντιλήψεις και να προβή εις κρίσεις και επικρίσεις».
Αντίθετα, ο αντιπολιτευόμενος κεντρώος Τύπος δεν δίστασε να πανηγυρίσει την παραίτηση του Κ. Καραμανλή, αδιαφορώντας για τη συνταγματικότητα ή όχι των ενεργειών του βασιλιά. Χαρακτηριστικό το άρθρο της Ελευθερίας: «Η χώρα και το Στέμμα απηλλάγησαν χθες της θανασίμου περιπτύξεως του Κ. Καραμανλή… Η χθεσινή παύσις του ευνοουμένου αποτελεί αρχήν σοφίας και ελπίδος». Ανάλογη η αρθογραφία και του Βήματος: «Με την κατάρρευσιν του σημερινού σχήματος δεν απομακρύνονται μόνον ορισμένα πρόσωπα εκ της αρχής. Καταρρέει ένα ολόκληρο καθεστώς, μια ολόκληρη κατάσταση πραγμάτων, μια ολόκληρη πολιτική».
Ο Κ. Καραμανλής αισθάνθηκε ότι εξυφαινόταν συνωμοσία εναντίον του. «Ελέχθησαν πολλά τότε περί παρεμβάσεως της βασιλίσσης και ωρισμένων συνεργατών μου, δια τα οποία δεν δύναμαι να αναλάβω την ευθύνην», σημείωσε αργότερα στο αρχείο του. Πρόσθεσε όμως ότι μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, όπου ανακοίνωσε την απόφασή του να παραιτηθεί «νευρικότητα εξεδήλωσεν εκ των υστέρων και ο Σπ. Θεοτόκης, όστις ενεθάρρυνε τον κ. Κανελλόπουλον και ωρισμένους βουλευτές να αντιδράσουν κατά των αποφάσεών μου».
Στις 16 Ιουνίου ο Κ. Καραμανλής συναντήθηκε με τον Κ. Χοϊδά, alter ego του Παύλου, και του τόνισε ότι «η σκέψις περί χρησμοποιήσεως στελεχών της ΕΡΕ επιβεβαιώνει τας φήμας περί προθέσεως διασπάσεως του κυβερνώντος κόμματος». Ο παραιτηθείς πρωθυπουργός υπογράμμισε στον άνθρωπο-κλειδί της αυλής ότι «κατά τας πληροφορίας του, εις τα ανάκτορα μάλλον υπολογίζουν, κακώς βεβαίως, εις την διάσπασιν της πλειοψηφίας».
Στις 17 Ιουνίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συναντήθηκε πάλι με τον βασιλιά Παύλο και έχασε κάθε ελπίδα γεφύρωσης του χάσματος, καθώς διαπίστωσε ότι ο Παύλος δεν επρόκειτο να προκηρύξει άμεσα εκλογές. Ο βασιλιάς προσανατολίστηκε μάλιστα σε αναλογικό εκλογικό σύστημα, το οποίο εκ προοιμίου αποτελούσε φραγμό στη δυνατότητα σχηματισμού νέας κυβέρνησης της ΕΡΕ μετά τις εκλογές. «Είναι προφανές ότι τα επιχειρήματα αυτά εχρησιμοποιούντο δια να συγκαληφθή από μεν τους εφευρέτας των η πρόθεσις διασπάσεως της ΕΡΕ, από δε τον βασιλέα η επιθυμία να κάμη παραχωρήσεις προς την αντιπολίτευσιν», σημειώνει ο Κ. Καραμανλής.
Απογοητευμένος αποφάσισε να φύγει προσωρινά από την Ελλάδα, αναχωρώντας στις 18 Ιουνίου για τη Ζυρίχη, όπου παρέμεινε έως και τον Σεπτέμβριο, αφού προηγουμένως ζήτησε από τον Παύλο να ορίσει πρωθυπουργό της «υπηρεσιακής» κυβέρνησης, η οποία όμως θα εμφανιζόταν στη Βουλή για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, τον Παναγιώτη Πιπινέλη. «Ο βασιλεύς δεν εφάνη ικανοποιημένος από την πρότασίν μου, ο δε κ. Χοϊδάς, όστις είχε κληθή εν τω μεταξύ, επεμβαίνων κατά τρόπον ανάρμοστον, εχαρακτήρισεν ακατάλληλον τον κ. Πιπινέλην», σημειώνει ο Κ. Καραμανλής και συνεχίζει: «Είναι προφανές ότι αι αντιδράσεις κατά του κ. Πιπινέλη δεν ωφείλοντο εις την ακαταλληλότητά του, αλλά εις το γεγονός ότι είχε παρασκευασθή λύσις με άλλους συνεργάτες μου, οι οποίοι, όπως και προηγουμένως ανέφερα, ενεθάρρυναν τον βασιλέα κατά την διαφωνίαν».
Ο Καραμανλής δεν είχε άδικο να υποπτευόταν συνωμοσία. Άλλωστε από τις αρχές του 1963 οι σχέσεις του με το παλάτι είχαν πάρει πολύ άσχημη τροπή. Όπως αποκαλύπτεται από αμερικανικά έγγραφα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, στις 31 Ιανουαρίου η βασίλισσα Φρειδερίκη συναντήθηκε με τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα Λοκ Κάμπελ. Κατά την αναφορά του τελευταίου, η Φρειδερίκη του παραπονέθηκε ότι «ο Καραμανλής είναι άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες και εξ ολοκλήρου πιστός στη μοναρχία, γίνεται όμως όλο και πιο δύσκολο να συνεργαστεί κανείς μαζί του γιατί έχει πολύ κακή κρίση». Πάντα κατά την αναφορά του Λοκ Κάμπελ, η Φρειδερίκη υποστήριξε ότι «ίσως ήλθε ο καιρός για εκλογές και μια νέα κυβέρνηση», με πρωθυπουργό είτε τον Γεώργιο Ράλλη είτε τον Σπύρο Θεοτόκη και έδωσε την εντύπωση στον σταθμάρχη της CIA ότι «αν αντιμετώπιζε μια κρίσιμη κατάσταση, το βασιλικό ζεύγος θα στρεφόταν στο στρατό σε μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί ο θεσμός της μοναρχίας».[36] Ο Κ. Καραμανλής επιβεβαιώθηκε αναφορικά με τον κίνδυνο επεισοδίων στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια του βασιλικού ταξιδιού, καθώς σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια και έγιναν εκτεταμένες συγκρούσεις.
Στο μεταξύ, πριν ακόμη από τις εξελίξεις αυτές, στο στράτευμα οργανώνονταν συνωμοσίες με στόχο την οργάνωση στρατιωτικού πραξικοπήματος. Σύμφωνα με έκθεση του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Χάρι Λαμπουίζ, προς τον υπουργό Εξωτερικών Ντιν Ρασκ, με ημερομηνία 15 Απριλίου 1963, στις αρχές εκείνου του μήνα, ο μόλις αποστρατευθείς αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Βασίλειος Καρδαμάκης ενημέρωσε τον στρατιωτικό ακόλουθο της εν Αθήναις αμερικανικής πρεσβείας, συνταγματάρχη Μπόλντρι, ότι μία ομάδα αξιωματικών σχεδίαζε πραξικόπημα, επειδή ανησυχούσε ότι το μέτωπο Ένωσης Κέντρου-Αριστεράς θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Ο στρατηγός Καρδαμάκης, ο οποίος ήταν απόλυτα πεισμένος ότι μόνη λύση ήταν το πραξικόπημα, αποκάλυψε στον Αμερικανό αξιωματικό ότι βασικά μέλη της ομάδας αυτής ήταν ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας, ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Χατζηπέτρος και ο ταξίαρχος Οδυσσέας Αγγελής. Ήταν η πρώτη φορά που το όνομα του Παπαδόπουλου αναφερόταν σε επίσημο αμερικανικό έγγραφο, πέραν των εγγράφων της CIA, με την οποία ο μελλοντικός δικτάτορας είχε στενότατες σχέσεις, αφού άλλωστε εκείνη την εποχή εργαζόταν στην ΚΥΠ.
Μέσα στο κλίμα αυτό η χώρα βάδιζε προς εκλογές, ενώ οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον Καραμανλή και να εξετάζουν εναλλακτικά σενάρια, πριν ακόμη παραιτηθεί ο Καραμανλής. Είναι αποκαλυπτικό ότι στην έκθεση του Λαμπουίζ προς τον Ρασκ απαντά ο υφυπουργός Φίλιπς Τάλμποτ, υπεύθυνος στις μεσανατολικές υποθέσεις και μετέπειτα πρέσβης στην Αθήνα, ο οποίος μεταξύ άλλων τόνισε: «Είναι προφανώς αδύνατο να παραμείνει ο Καραμανλής στην εξουσία επ’ άπειρον και είμαστε έτοιμοι να συνεργασθούμε με μία άλλη κυβέρνηση, εφ’ όσον προέλθει από συνταγματικές διαδικασίες. Δεν θα έχουμε ενδοιασμούς στη συνεργασία μας με μια νέα κυβέρνηση, εφ’ όσον αυτή δεν συμπεριλαμβάνει κομμουνιστές ή εκπροσώπους τους».
Ακολούθησε η ήττα του Καραμανλή στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, η οποία καθορίστηκε από μία συρροή συγκυριακών και μονιμότερων παραγόντων. Μία κρίσιμη μερίδα ψηφοφόρων θεώρησε ότι το στέμμα αποδοκίμαζε τον Καραμανλή. Ενδείξεις αποτελούσαν η τροποποίηση του εκλογικού νόμου που προέβλεπε το πλειοψηφικό, το οποίο προτιμούσε ο Καραμανλής, και η καθιέρωση ήπιας ενισχυμένης αναλογικής. Ο διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης για τη διεξαγωγή των εκλογών, επίμονο αίτημα του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου, ήταν μία ακόμα ένδειξη της βασιλικής προτίμησης, ενώ και ο αμερικανικός παράγοντας δεν ευνοούσε την επανεκλογή του Καραμανλή, αν και την ανέμενε. Στο πλαίσιο αυτό λειτούργησαν καταλυτικά τα συσσωρευμένα αιτήματα οικονομικής και πολιτικής αλλαγής. Το αποτέλεσμα απέδωσε μικρό αλλά σαφές προβάδισμα στην Ένωση Κέντρου (42% και 138 έδρες) έναντι της ΕΡΕ (39,4% και 132 έδρες). Ο Καραμανλής, αιφνιδιασμένος από τις εκλογές, αποφάσισε να αποσυρθεί αμέσως από την πολιτική, αλλά υπό την πίεση συνεργατών του ανέβαλε την υλοποίηση της απόφασής του. Επανήλθε σ’ αυτήν αφού ο βασιλιάς αποφάσισε να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό της Ένωσης Κέντρου, ενώ ο Καραμανλής είχε υποδείξει μόνο διερευνητική εντολή, αφού η Ένωση Κέντρου διέθετε σχετική μόνο πλειοψηφία. Καθώς ο Παπανδρέου είχε έτσι την ευκαιρία να υλοποιήσει προεκλογικές εξαγγελίες στο διάστημα των 50 ημερών που μεσολαβούσαν έως τη σύνοδο της νέας Βουλής και κατανοώντας ότι το στέμμα δεν λάμβανε υπόψη πλέον τις υποδείξεις του, αλλά και το γεγονός ότι σημαίνοντα στελέχη του κόμματός του μάλλον έδειχναν κατανόηση για τις κινήσεις του στέμματος, ο Καραμανλής αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική και τη χώρα στις 9 Δεκεμβρίου. Υπέδειξε ως διάδοχό του στην ηγεσία του κόμματος τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και εγκατάσταθηκε στο Παρίσι. Τότε είχε ευρέως διαδοθεί στην ελληνική κοινή γνώμη ότι ο Καραμανλής χρησιμοποίησε κατά την αναχώρησή του από τη χώρα το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης. Για το γεγονός αυτό ο ίδιος παρατηρεί σε σημείωμά του τα εξής: «Χαρακτηριστικόν της απρεπείας, με την οποίαν οι αντίπαλοί μου αντιμετώπισαν την αποχώρησίν μου εκ της πολιτικής, είναι το γεγονός ότι επεχείρησαν να προσδώσουν μυστήριον εις τας προφυλάξεις που έλαβα διά την αθόρυβον αναχώρησίν μου. Και την ενεφάνισαν ως μυθιστορηματικήν φυγήν και μάλιστα υπό ψευδώνυμον, ενώ εγνώριζαν ότι η θεώρησις των διαβατηρίων μου είχε ζητηθεί να γίνη από το υπουργείο Εξωτερικών και τα εισιτήρια εξεδόθησαν επ’ ονόματι εμού και της συζύγου μου».[37] Ο Καραμανλής εκτός πολιτικής (1963-1974)
Στη διάρκεια της 11ετούς παραμονής του στο Παρίσι ο Καραμανλής παρέμεινε εκτός της ενεργού πολιτικής, αν και οι επαφές του με διάφορους πολιτικούς παράγοντες ήταν συχνές και η ενημέρωσή του για τις πολιτικές εξελίξεις πλήρης.
Στις 29 Ιανουαρίου του 1965 συζητήθηκε στη Βουλή πρόταση της ΕΔΑ για παραπομπή στο ειδικό δικαστήριο του πρώην πλέον πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και των υπουργών του, Παναγή Παπαληγούρα, Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη και Νικόλαου Μάρτη, για τη σύμβαση μεταξύ ΔΕΗ και Πεσινέ. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ζήτησε από τους βουλευτές του να ψηφίσουν κατά συνείδηση. Η ψηφοφορία διεξήχθη τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Φεβρουαρίου. Σ’ αυτήν δεν μετείχε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος πριν από λίγες ώρες είχε επιστρέψει από τη Δυτική Γερμανία. Οι Καραμανλής, Παπαληγούρας και Μάρτης παραπέμφθηκαν με 146, 147 και 144 ψήφους αντιστοίχως.[38] Μετά τη δημοσίευση το 1965 του βιβλίου Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα του Γάλλου πολιτικού επιστήμονα Ζαν Μεϊνό, που δεν παρουσίαζε κολακευτικά τη διακυβέρνηση της ΕΡΕ, ο Καραμανλής ζήτησε από το Σάββα Κωνσταντόπουλο να συγγράψει μια πολιτική βιογραφία που θα υπερασπιζόταν το έργο του, η οποία ολοκληρώθηκε και διορθώθηκε από τον Καραμανλή, αλλά για άγνωστους λόγους δε δημοσιεύθηκε ποτέ.[39] Το 1966-1967 έγινε επανειλημμένα συζήτηση για το ενδεχόμενο επανόδου του Καραμανλή στην πολιτική. Ένα ενδεχόμενο που συζητήθηκε με απεσταλμένο του στέμματος συνδεόταν με την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης από τον βασιλιά. Ο θρόνος αναζητούσε διέξοδο από την εμπλοκή του σε διαμάχη με την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου και η ανάθεση της κυβέρνησης στον Καραμανλή για μια μεταβατική φάση έως ότου ο συντηρητικός χώρος ανακτούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων και μπορούσε να διεκδικήσει τη νίκη στις εκλογές ήταν μία από τις πιθανότητες που εξέταζε το στέμμα. Για τον Καραμανλή η επάνοδός του ήταν συνυφασμένη με την ανάληψη μείζονος θεσμικής αλλαγής, που συνίστατο στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας κατά το πρότυπο των προτάσεων που είχε κάνει το Φεβρουάριο του 1963.
Πέραν αυτού, ο Καραμανλής πιθανότατα κατανοούσε ότι ο συσχετισμός δυνάμεων στο εκλογικό σώμα, το οποίο θα έκρινε σε τελική ανάλυση την τύχη της πολιτικής του στρατηγικής, δεν ήταν ευνοϊκός και η απάντησή του ήταν τελικά αρνητική. Αρνητική ήταν επίσης η απάντησή του στο ενδεχόμενο να ηγηθεί ενός συνασπισμού της ΕΡΕ, των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη και των αποστατών της Ένωσης Κέντρου. Στη βάση της σχετικής συζήτησης βρισκόταν η αντίληψη στελεχών της ΕΡΕ ότι η ηγεσία του διαδόχου του, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ήταν αδύναμη και ότι η επάνοδος του Καραμανλή επικεφαλής ενός κατά τι ευρύτερου σχήματος θα αύξανε τις πιθανότητες επικράτησης έναντι της Ένωσης Κέντρου.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 μετέβαλε τα δεδομένα της ελληνικής πολιτικής, αλλά και σταδιακά ενίσχυσε τις πολιτικές προοπτικές του ίδιου του Καραμανλή. Ο Μακεδόνας πολιτικός κατέληξε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι η ομάδα των συνταγματαρχών απέβλεπε σε μονιμοποίηση του στρατιωτικού καθεστώτος, και ήδη από το Νοέμβριο του 1967 θα εκδηλωνόταν δημόσια εναντίον της δικτατορίας. Ταυτόχρονα επεξεργάστηκε τη στρατηγική της ομαλής εξόδου από το στρατιωτικό καθεστώς. Ο βασιλιάς ως σύμβολο της συνταγματικής νομιμότητας είχε θέση στις δηλώσεις του Καραμανλή εκείνης της περιόδου. Άλλα βασικά στοιχεία της πλατφόρμας του ήταν η ανάγκη νέας θεσμικής διευθέτησης του δημοκρατικού πολιτεύματος, ώστε να αποφευχθεί αυτό που θεωρούσε εκφυλισμό του κοινοβουλευτικού συστήματος της προδικτατορικής περιόδου. Η ανάγκη ομαλής διεξόδου από τη δικτατορία ως προϋπόθεση για την επιβίωση του αστικού καθεστώτος, την αποτροπή ανεξέλεγκτων κινήσεων που θα δοκίμαζαν την κοινωνική συνοχή και ηρεμία, πρυτάνευε στον πολιτικό του λόγο, όπως η ανησυχία, ιδίως από το 1973 και μετά, όταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποδέχτηκε τρία νέα μέλη, για την πιθανότητα αποκοπής της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, στην οποία απέδιδε στρατηγική σημασία. Σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής του ήταν η συνεννόηση του πολιτικού κόσμου, ώστε να πειστεί και η Ουάσινγκτον, αναγκαίος παράγοντας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ότι υπήρχε εναλλακτική φιλοδυτική λύση στο στρατιωτικό καθεστώς.
«Ο σοβαρώτερος όμως από όλους τους κινδύνους είναι η απειλούμενη οριστική αποκοπή της Ελλάδος από την Ευρώπην… Αλλά… υπάρχει το τεράστιον ηθικόν θέμα που συνιστά η κατάργησις της Ελευθερίας εις τον τόπον μας, όταν καλούμεν τους Έλληνας αγρότας και εργάτες να αντιδράσουν κατά του κομμουνισμού, δεν επικαλούμεθα τον κίνδυνον της απωλείας της ανυπάρκτου περιουσίας των, αλλά τον κίνδυνον απωλείας της ελευθερίας των. Γιατί αν το κριτήριον ήτο υλικόν, πολλοί από αυτούς, καλούμενοι να κάμουν επιλογήν δουλείας, θα προτιμούσαν ίσως την ερυθράν από την λευκήν τυραννίαν, δεδομένου ότι και αυτή προσφέρει ησυχίαν και επιπλέον σχετικήν δικαιοσύνην. Και θα πρέπει να προσέξουν οι κυβερνώντες μήπως δημιουργήσουν εις τον λαόν την επικίνδυνον αυτήν ψυχολογίαν… Με τα δεδομένα αυτά πιστεύω ότι η Κυβέρνησις οφείλει να αναθεωρήση την πολιτικήν της και να κάμη, έστω και αργά, εκείνο που ώφειλε προ πολλού να κάμη. Να καλέση τον βασιλέα, που συμβολίζει τη νομιμότητα, και να παραχωρήση την θέσιν της εις μίαν έμπειρον και ισχυράν Κυβέρνησιν. Η Κυβέρνησις αυτή, ασκούσα δι’ ωρισμένον χρόνον εκτάκτους εξουσίας, θα δημιουργήση, μακράν από πάθη και αντεκδικήσεις, τα συνθήκας που θα επιτρέψουν να λειτουργήση η δημοκρατία εις την Ελλάδα και να αποφασίση ο κυρίαρχος λαός εγκαίρως και ελευθέρως δια το μέλλον του».
Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα[40], μετά την κατάρρευση της δικτατορίας υπό το βάρος του πραξικοπήματος στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο. Οι ιδιαίτερες συνθήκες με τις οποίες επήλθε η μεταπολίτευση, η ταχύτητα μεταβίβασης της εξουσίας από τους στρατιωτικούς και η συμφωνία τελικά του αστικού πολιτικού κόσμου προς το πρόσωπο του Καραμανλή, χωρίς να έχει επέλθει κοινωνική αποσταθεροποίηση και μαζική κινητοποίηση, επέτρεπαν στον Μακεδόνα πολιτικό να εφαρμόσει τη μετριοπαθή στρατηγική του, χωρίς την άμεση πίεση ριζοσπαστικών εναλλακτικών, τις οποίες θα επιδίωκε να προλάβει πριν από πιθανή εκδήλωσή τους και όχι να τις εξουδετερώσει μετά από αυτήν.
Πρωθυπουργία 1974-1980
Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος της χούντας των Συνταγματαρχών στις 24 Ιουλίου του 1974, ο Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα με το αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας, το οποίο έθεσε στη διάθεσή του ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος. Έγινε πρωθυπουργός με μεγάλη δημόσια υποστήριξη, κυρίως επειδή θεωρήθηκε ως η πιο βολική λύση για τις τότε (συντηρητικές) στρατιωτικές και οικονομικές ελίτ.[41] Σχημάτισε αμέσως κυβέρνηση εθνικής ενότητας προκειμένου να ασχοληθεί αμέσως με την κρίση της Κύπρου και για να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ελλάδα.
Στο συνταγματικό και πολιτειακό πλαίσιο ο Καραμανλής κινήθηκε ταχύτατα και επιδίωξε τη συμβολική και πραγματική αποκοπή από το θεσμικό πλαίσιο της δικτατορίας. Την 1η Αυγούστου επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις για τη βασιλεία, για την οποία επιφυλάχτηκε να κριθεί σε δημοψήφισμα. Ο ίδιος ο Καραμανλής, όπως προκύπτει από την πορεία των εξελίξεων, δεν ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος έναντι του θρόνου, αν και τα στοιχεία που αφορούν τη στάση του δεν συγκροτούν σύνολο, αλλά αποσπασματικές επικρίσεις της στάσης του στέμματος το 1963, κατά τη διαφωνία του για την επίσκεψη στο Λονδίνο, ή το 1967, για τη μεθόδευση της αντιδικτατορικής κίνησης του βασιλιά, που έτεινε να αγνοεί τις υποδείξεις του Καραμανλή. Ο Μακεδόνας πολιτικός απέφυγε πάντως να αντιταχθεί στη βασιλεία, καθώς ηγούνταν μιας παράταξης από παράδοση προσκείμενης στο στέμμα, απέφυγε επίσης οποιαδήποτε αναφορά στο πολιτειακό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 και στο δημοψήφισμα που ακολούθησε τήρησε ουδετερότητα, η οποία ερμηνεύτηκε από προσκείμενους στη βασιλεία ως αρνητική στάση έναντι του θρόνου. Το χαμηλό ποσοστό υπέρ της βασιλείας (30,82%) και η χαμηλή επίδοσή της σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες και ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα απέδειξε ότι ο θεσμός είχε ασθενή βάση, ήταν αποκομμένος από τις δυναμικές τάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και δικαίωσε τη στάση του Καραμανλή, του οποίου η παρέμβαση είναι αμφίβολο κατά πόσο θα είχε κλίνει το αποτέλεσμα υπέρ του στέμματος έστω και οριακά. Ταυτόχρονα ο Καραμανλής ήταν σε θέση να συγκρατήσει στο νέο κόμμα του, τη Νέα Δημοκρατία, τον κύριο όγκο όσων ψήφισαν υπέρ της βασιλείας, αν και η δυσαρέσκεια ενός τμήματος των τελευταίων δεν ήταν άμοιρη πολιτικών συνεπειών στη συνέχεια.
Ακόμα σημαντικότερη ιστορικά ήταν η απόφαση του Καραμανλή να νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας τον Σεπτέμβριο του 1974. Η απόφασή του σήμαινε ότι το πολιτικό σύστημα θα λειτουργούσε χωρίς τους αποκλεισμούς του παρελθόντος και ότι οι πολιτικές τάσεις της χώρας θα διαγράφονταν αποκλειστικά στο πολιτικό πεδίο, καθώς η νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε. συνοδευόταν από την κατάργηση των διοικητικών διακρίσεων και αυταρχικών πρακτικών της προδικτατορικής περιόδου, όπως τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και οι εκτοπίσεις. Η κίνηση του Καραμανλή πρόδιδε και την αυξημένη αυτοπεποίθηση του ιδίου, την οποία δεν συμμεριζόταν πάντοτε το κόμμα του οποίου ηγούταν, ότι η πολιτική επιτυχία της συντηρητικής παράταξης και η εκλογική της επικράτηση δεν συναρτούταν με τη χρήση του κρατικού μηχανισμού σε βάρος των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων ή την ακραία χρήση αμφισβητούμενων συνταγματικών θεσμών, όπως το στέμμα, αλλά ότι η ιδεολογική της βάση, η παράδοσή της και η κυβερνητική της πολιτική μπορούσαν να αποτελέσουν την αποκλειστική βάση της πολιτικής της παρουσίας.
Στο θεσμικό επίπεδο, η συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία που εξασφάλισε επέτρεψε στον Καραμανλή να κινηθεί με ταχύτητα για την κατάρτιση και την ψήφιση του νέου συντάγματος, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1975, και στο οποίο το δικαίωμα υποβολής προτάσεων δυσπιστίας περιοριζόταν, καθώς ο Μακεδόνας πολιτικός το θεωρούσε μέσο πόλωσης του πολιτικού κλίματος και παρεμπόδισης του κυβερνητικού έργου[42].
Ο Καραμανλής δεν κατάργησε αμέσως τη λογοκρισία και ήταν αρχικά επιεικής με τα μέλη του πραξικοπήματος του 1967 που διατηρούσαν ακόμα ισχυρές θέσεις στις Αρχές Ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις. Εντούτοις, τα περισσότερα υπολείμματα του καθεστώτος των συνταγματαρχών, τα λεγόμενα «σταγονίδια», εκδιώχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό. Ήταν ο πρωθυπουργός σε σημαντικά σημεία της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, ειδικότερα στη δίκη των δικτατόρων (στους οποίους αποδόθηκε η ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία και ανταρσία, που τελικά μετατράπηκε με πρωτοβουλία του ίδιου σε ισόβια φυλάκιση, απόφαση που προσπάθησε να εκτονώσει με τη φράση «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια»), στην οργάνωση των ελεύθερων κοινοβουλευτικών εκλογών, στο δημοψήφισμα του 1974 για την κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τη σύνταξη και ψήφιση του συντάγματος του 1975 και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).
Το 1974, ο Καραμανλής ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το οποίο κέρδισε το 1974 και το 1977 τις εθνικές εκλογές και υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι το 1980. Στον οικονομικό τομέα η ανάπτυξη συνεχίστηκε, αν και όχι με τον ρυθμό των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ έγιναν και οι πρώτες μεγάλες κρατικοποιήσεις. Στον τομέα των εξωτερικών, ο Καραμανλής προχώρησε σε άνοιγμα πρός τις χώρες του Ανατολικού μπλόκ και υπέγραψε σημαντικές συμφωνίες επισκεπτόμενος μια σειρά κρατών. Η πολιτική αυτή μπορεί να ενταχθεί στην κρίση που σημειώθηκε στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974-1980).
Το 1980 παραιτήθηκε μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ο πραγματικός όμως λόγος της παραίτησής του ήταν η διαφαινόμενη ήττα στις εκλογές, λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.
Η δεύτερη πρωθυπουργία Καραμανλή, που συνυφαίνεται με την πρώτη και θεμελιώδη φάση της μεταπολίτευσης, συνιστά τομή τόσο ως προς την πολιτική σταδιοδρομία του ίδιου όσο και ως προς την ελληνική πολιτική. Τόσο το διεθνές και εσωτερικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο όσο και ο ίδιος ο Καραμανλής είχαν διαφοροποιηθεί εμφανώς. Ωστόσο, η δεύτερη πρωθυπουργία του αντιμετωπίστηκε από ορισμένους αντιπάλους του ως το ίδιο αμφιλεγόμενη με την πρώτη: έγινε στόχος σφοδρής κριτικής από όλα τα κόμματα για την πολιτική του στην Κύπρο που θεωρήθηκε εξοργιστικά υποχωρητική[41] και σε αυτό δε βοήθησαν και οι δικές του δηλώσεις ότι «η Κύπρος είναι μακριά». Επίσης, κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε με σκανδαλώδη τρόπο τα κρατικά ΜΜΕ (ΕΡΤ) για την αυτοπροβολή του. Άλλες αστοχίες της περιόδου 1974-1980 ήταν το σκάνδαλο της διαρροής θεμάτων των πανελληνίων εξετάσεων τον Ιούνιο του 1979, με τον Καραμανλή να μην αποδέχεται την παραίτηση του Υπουργού Παιδείας, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη,[ οι καταστρεπτικές πυρκαγιές στην Πάρνηθα το 1977 με 5.000 στρέμματα δάσους να καίγονται, η κατάργηση του τροχιόδρομου Περάματος, που ήταν το τελευταίο τροχιοδρομικό σύστημα στην Ελλάδα μέχρι την επαναλειτουργία του τραμ το 2004, επί κυβερνήσεως του ανηψιού του Κώστα Καραμανλή και η αδυναμία (κατ’ άλλους, αδιαφορία) του Καραμανλή και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, απόστρατου Στρατηγού Αναστάσιου Μπάλκου, να διώξουν χουντικούς αξιωματικούς από την Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή.[ Αποσύρθηκε στο σπίτι συγγενών του μιας και δεν κατείχε δικό του ακίνητο, ήταν ακτήμων.
Πρώτη και δεύτερη προεδρία
Ο Καραμανλής με την Τάξη ’81 της ΣΣΕ.
Το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα του 1980, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε τον Χρήστο Σαρτζετάκη για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Καραμανλής τότε επέκρινε τη στάση αυτή του Παπανδρέου, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετάδοση της δήλωσής του από την κρατική τηλεόραση. Το 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα είπε την περίφημη φράση: «η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο». Το 1990 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Ο Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική το 1995, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές και έχοντας διατελέσει 8 έτη υπουργός, 14 έτη πρωθυπουργός, 10 έτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική. Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενότητα, του απονεμήθηκε το 1978 το διάσημο βραβείο Καρλομάγνου. Πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια το 1998, σε ηλικία 91 ετών. Τα αρχεία του φυλάσσονται στο Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής».[ Σήμερα, ο Καραμανλής παραμένει δημοφιλής σε πολύ μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού: το 2007, στη μεγάλη έρευνα της κεντροδεξιάς Καθημερινής για το πώς αποτιμούσαν οι Έλληνες τη Μεταπολίτευση μετά από 33 χρόνια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι κυβερνήσεις του κατέκτησαν τη δεύτερη θέση: ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι κυβερνήσεις 1981-1989 κρίθηκαν ως οι καλύτερες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Πολιτικό στίγμα
Ο Καραμανλής προήλθε από την αντιβενιζελική παράταξη που εξέφραζε το συντηρητικό ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας. Όταν ανέλαβε όμως ηγετικό ρόλο, τον Οκτώβριο του 1955, ο παραδοσιακός αντιβενιζελισμός είχε υποστεί ήδη ουσιώδεις μεταβολές και είχε μετεξελιχτεί σε μία νέα συντηρητική παράταξη, αυτή που είναι πιο κοινά γνωστή ως η δεξιά της ελληνικής πολιτικής. Ήδη από το 1945 ο Καραμανλής, νέος πολιτικός χωρίς ιδιαίτερες ηγετικές αξιώσεις τη δεδομένη στιγμή, ήταν έντονα προβληματισμένος γι’ αυτό που έβλεπε ως αδυναμία της παράταξής του, αλλά και του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, να παραγάγουν πολιτική στρατηγική προσαρμοσμένη στις περιστάσεις του μεταπολεμικού κόσμου και ιδιαίτερα της Ελλάδας, που μαστιζόταν από τη σκληρή πόλωση μεταξύ της αριστεράς και των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
«Η ηγεσία μας έχασε σε τέτοια έκταση το αίσθημα του καθήκοντος, ώστε να θεωρήται επικίνδυνη για το μέλλον του τόπου, ενώ ο λαός μας, ένας λαός που αντιμετώπισε πάντοτε με νοσηρό συναισθηματισμό τα πολιτικά του προβλήματα, κατατρέχεται ήδη από ψυχώσεις. Είμαι βέβαιος πως ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά -τι παρεξήγησις αλήθεια στον τόπο μας και μ’ αυτούς τους όρους- θα ήθελαν να είναι εκεί που βρίσκονται, αν μπορούσαν να καθορίσουν λογικά τη θέση τους… Ο πολύς κόσμος πιστεύει πως κερδίζοντας τις εκλογές και το δημοψήφισμα σώζει την υπόθεσή του. Αυτό όμως δεν είναι ολότελα αληθές. Γιατί δεν είναι αρκετό να κερδίσωμε τις εκλογές. Πρέπει να τις κερδίσωμε κατά τρόπον ώστε να γίνουμε ικανοί να αντιμετωπίσωμε τη μετεκλογική περίοδο που θάναι ίσως δυσκολώτερη από τη σημερινή».
Ο Καραμανλής κατανοούσε ότι τα Δεκεμβριανά είχαν ωφελήσει πολιτικά το Λαϊκό Κόμμα, αλλά αναρωτιόταν: «Όταν όμως θάχη σβήσει η εντύπωση από τα Δεκεμβριανά και θάχη τερματισθή η εθνική μας κρίση, τι θα είναι εκείνο που θα μας συνδέση με τη λαϊκή ψυχή;».
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και η επταετής δικτατορία μετέβαλαν πλήρως το πλαίσιο και την έμφαση του πολιτικού λόγου του Καραμανλή, και η συντηρητική παράταξη μετακινήθηκε από την εθνικοφροσύνη και τον αντικομμουνισμό και εστιάστηκε στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η συντηρητική παράταξη της οποίας ηγήθηκε ο Καραμανλής ήταν παρεμβατική. Το ισχυρό και αποτελεσματικό κράτος είχε κεντρική σημασία στον πολιτικό λόγο του Καραμανλή και αποτελούσε εργαλείο για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης. Το αναπτυξιακό έλλειμμα προέκυπτε και από τη στενότητα φυσικών πόρων, αλλά κατά τον Καραμανλή το βασικό πρόβλημα συνίστατο στην πολιτική αστάθεια, συνέπεια της φατριαστικής πολιτικής κουλτούρας, μιας ενδιάθετης τάσης για πολυδιάσπαση.
Η κυβέρνηση Καραμανλή παρενέβη και κρατικοποίησε επιχειρήσεις που ήδη ανήκαν στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Την κυβερνητική πρακτική άρθρωσε και συνόψισε σε πολιτικό λόγο ο Καραμανλής στο πρώτο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, στη Χαλκιδική, το Μάιο του 1979. Η Νέα Δημοκρατία, τόνιζε, υπερέβαινε τις παραδοσιακές διακρίσεις σε δεξιά-κέντρο-αριστερά.
Η επιδίωξη του Καραμανλή να αποχρωματίσει τη Νέα Δημοκρατία από την ταύτιση με τη δεξιά είναι αξιοσημείωτη, αν και ανεπιτυχής. Πέραν του τακτικού στοιχείου, η προσπάθεια σχετικοποίησης της παραδοσιακής κατάταξης των πολιτικών δυνάμεων στον άξονα δεξιάς-αριστεράς αντανακλούσε και την ίδια την πολιτική σύλληψη του Καραμανλή στη δεκαετία του 1970 σχετικά με τις ιδεολογίες και τα κόμματα.
Ο Καραμανλής ήταν περισσότερο εμπειρικά προσανατολισμένος παρά ιδεολογικά και δογματικά. Κατανοούσε ότι στο πλαίσιο της πολιτικής διάρθρωσης των δημοκρατιών της δυτικής Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η διάκριση δεξιάς-αριστεράς, αν και όχι ανύπαρκτη, δεν είχε την ένταση της προπολεμικής εποχής. Από την άποψη των παραστάσεων και των πολιτικών προσλήψεων, ο Καραμανλής ανήκε σε μια γενιά συντηρητικών πολιτικών που έτειναν να αντικατασταθούν από μία άλλη, με πιο προβεβλημένες περιπτώσεις αυτές της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρήγκαν, που σηματοδότησαν μία γενικότερη μετακίνηση του συντηρητικού και φιλελεύθερου χώρου, περισσότερο προσανατολισμένη στην οικονομία της αγοράς, ως απάντηση στην κρίση της δεκαετίας του 1970.
Στις ελληνικές συνθήκες, φαίνεται ότι ο Καραμανλής πίστευε πως η μεταπολίτευση και η θεμελίωση ενός νέου δημοκρατικού συστήματος, απαλλαγμένου από τους περιορισμούς της μετεμφυλιακής περιόδου, σήμαινε ότι θα ατονούσαν οι άκαμπτες διακρίσεις των πολιτικών δυνάμεων. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε στις συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής πολιτικής με φορέα το ΠΑΣΟΚ, καθώς το πολιτικό στίγμα του Καραμανλή θα υφίστατο την πίεση της νέας εποχής. Τέλος, όπως ήταν ευδιάκριτο σε σύγχρονους παρατηρητές της εποχής, ο Καραμανλής ήταν μετά το 1974 ένας απρόθυμος αρχηγός κόμματος. Λόγω των συνθηκών της μεταπολίτευσης και του κυριαρχικού προσωπικού του ρόλου, έτεινε να αποστασιοποιείται από την κομματική διαμάχη και να επιχειρεί να αποκτήσει μια υπόσταση υπερκομματική, αν και δεν παρέλειψε να προσδώσει ορισμένα θεμελιώδη οργανωτικά χαρακτηριστικά στη Νέα Δημοκρατία, που απέβλεπαν κυρίως σε μια συντεταγμένη διαδικασία διαδοχής του.
Συνεπώς ο Καραμανλής απέβλεπε στην αναγόρευσή του σε μια εθνική προσωπικότητα υπεράνω κομμάτων. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, όπως έδειξε και η άρνηση της αντιπολίτευσης να τον υποστηρίξει κατά τις προεδρικές εκλογές που εξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας, το 1980 και το 1990, αλλά και το 1985, όταν η αναμενόμενη υπόδειξή του από το ΠΑΣΟΚ διαψεύστηκε εκ των πραγμάτων. Η κεντροαριστερά έβλεπε στο πρόσωπό του τον ιστορικό ηγέτη και σύμβολο της δεξιάς. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με το παραδοσιακό κέντρο. Η σχέση του Καραμανλή με την ιστορική βενιζελογενή παράταξη ήταν αμφίσημη. Το κέντρο έβλεπε στο πρόσωπό του αρχικά έναν πολιτικό ιστορικού αντιβενιζελικού στίγματος. Ο ίδιος απέβλεπε στην υπέρβαση του ιστορικού σχίσματος αντιβενιζελικών-βενιζελικών, το οποίο ούτως ή άλλως είχε ατονήσει το 1955, όταν ο Καραμανλής σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση. Ταυτόχρονα απέφευγε τις συνεργασίες με κόμματα και ομάδες του κεντρώου χώρου, καθώς διέβλεπε σ’ αυτές τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης των κυβερνήσεών του από ένα έντονο φατριαστικό στοιχείο που διακρινόταν στον κεντρώο χώρο κατά τη δεκαετία του 1950. Ο Μακεδόνας πολιτικός δεν απέφευγε όμως τη μεμονωμένη συνεργασία κεντρώων στελεχών, που μπορούσαν να κομίσουν στο κόμμα του και στις κυβερνήσεις του διοικητικές και πολιτικές ικανότητες που δεν βρίσκονταν πάντοτε σε αφθονία στον δικό του πολιτικό χώρο. Διακεκριμένοι συνεργάτες του όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γρηγόριος Κασιμάτης και αργότερα ο Ιωάννης Μπούτος ήταν τέτοιες περιπτώσεις. Μετά τη μεταπολίτευση ο Καραμανλής θα προτιμούσε τον χώρο της αντιπολίτευσης στην Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου, αλλά η ήττα της στις εκλογές του 1977 τον έτρεψε στο εγχείρημα της διεύρυνσης, καθώς το ΠΑΣΟΚ είχε επικρατήσει πλέον ως αξιωματική αντιπολίτευση. Το εγχείρημα απέδωσε σε επίπεδο στελεχών και η εκλογή του ίδιου ως προέδρου της Δημοκρατίας το 1980 έγινε δυνατή, και η Νέα Δημοκρατία ενισχύθηκε ως κόμμα και ως κυβέρνηση από την παρουσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Προσωπική ζωή
Τον Ιούλιο του 1951 ο Καραμανλής παντρεύτηκε την Αμαλία Κανελλοπούλου (μετέπειτα Μεγαπάνου), ανιψιά του πολιτικού και διανοητή Παναγιώτη Κανελλόπουλου, από την οποία διαζεύχτηκε το 1972 όταν βρισκόταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Δεν απέκτησε παιδιά και γενικά μπορεί να παρατηρηθεί ότι η ζωή του ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένη στην πολιτική, ενώ η κοινωνική του ζωή ήταν μάλλον περιορισμένη, δηλωτική μίας προδιάθεσης αυστηρότητας που διέκρινε τον χαρακτήρα του, αλλά πιθανότατα και της τάσης του για τήρηση κοινωνικών αποστάσεων, που φαίνεται ότι θεωρούσε αναγκαίο στοιχείο του ηγετικού του ρόλου. Η αυστηρότητα αυτή του χαρακτήρα και των τρόπων, όχι αντιπροσωπευτική μίας κοινωνίας με έντονα μεσογειακά χαρακτηριστικά, δεν τον εμπόδισε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με ευρύ κύκλο ανθρώπων, μεταξύ αυτών και αξιόλογους καλλιτέχνες και δημιουργούς, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Δημήτρη Χορν και τον Μάνο Χατζιδάκι.
Ο ανιψιός του, Κώστας Καραμανλής, υπήρξε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας από το 1997 ως το 2009, και πρωθυπουργός την περίοδο 2004-2009.
Ήταν δεινός αθλητής του γκολφ και θαμώνας του Γκολφ Γλυφάδας και του Ομίλου Γκολφ Γλυφάδας όπου σήμερα προς τιμήν του έχει δωθεί το όνομα του στις εγκαταστάσεις.
Πηγή wikipedia.org

Back to top button