Σε εφιάλτη εξελίσσεται το κόστος στέγασης στην Ελλάδα, αφού τα ενοίκια έπαθαν… τρόφιμα. Και μπορεί ο πληθωρισμός στο ράφι να έχει σταματήσει να αυξάνεται, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα ενοίκια των σπιτιών, που πλέον, στις περιπτώσεις της οικογενειακής στέγασης απορροφούν σχεδόν έναν «καλό», αυξημένο μισθό, φέρνοντας σε απόγνωση όχι μόνο τους ευάλωτους αλλά και την περίφημη μεσαία τάξη.
Ο τρελός ρυθμός ανόδου στα ζητούμενα ενοίκια την τελευταία οκταετία, που καταγράφεται και από την ΕΛΣΤΑΤ, όχι μόνο δεν κοπάζει αλλά διογκώνεται κιόλας, με τη στεγαστική κρίση να τείνει να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο αγκάθι στο μαλακό υπογάστριο της κυβέρνησης.
Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι τον Δεκέμβριο του 2024 η αύξηση στα ενοίκια των κατοικιών ήταν υπερτριπλάσια του μέσου πληθωρισμού (2,6%), φθάνοντας στο +8,5% σε ετήσια βάση.
«Δεν έχουμε δει τα ψηλά»
Και δυστυχώς για τους ενοικιαστές, πολλοί από τους παράγοντες της κτηματαγοράς υποστηρίζουν ότι τα «ψηλά» δεν τα έχουμε δει ακόμη, κρατώντας μάλιστα πολύ μικρό καλάθι και για την αποτελεσματικότητα που θα έχουν τα κυβερνητικά μέτρα, όπως το νέο πλαίσιο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και τη Χρυσή Βίζα, τα φορολογικά κίνητρα να ανοίξουν τα κλειστά σπίτια κ.λπ.
«Λόγω αδυναμίας των πολλών να αγοράσουν σπίτι (σ.σ.: ακόμη και το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» θα καλύψει λιγότερο από το 7%-8% της συνολικής ζήτησης), η ζήτηση για ενοικιαζόμενες κατοικίες θα συνεχίσει να αυξάνεται» λέει στο «Βήμα» ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αττικής, τονίζοντας ωστόσο ότι τα ολοένα και ακριβότερα ενοίκια δεν θα μπορούν να πληρώνονται από τους μισθωτές σε λίγο καιρό και αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να το δει η πολιτεία.
Τριψήφιες αυξήσεις
Το πρόβλημα της στέγης αποτυπώνεται σε όλες του τις διαστάσεις συγκρίνοντας το ράλι στις τιμές των ενοικίων με τον ρυθμό αύξησης των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Από το 2017, τη χρονιά που η δεκαετής κρίση της κτηματαγοράς τελείωσε, μέχρι και το 2024, η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης για ένα τυπικό διαμέρισμα 20ετίας στην Αττική, το οποίο μπορεί να στεγάσει μια οικογένεια με δύο παιδιά, δηλαδή 80-100 τ.μ., καταγράφει αύξηση από 21,1% έως 100%, με την άνοδο στις περισσότερες περιοχές να κυμαίνεται μεταξύ 45% και 80%. Ανάλογη – και χειρότερη – είναι η εικόνα που εμφανίζει και η αγορά ενοικίων στον Δήμο Θεσσαλονίκης, όπου επίσης οι αυξήσεις φθάνουν μέχρι και το 100%.
Την ίδια ώρα, τα εισοδήματα από μισθούς παρότι αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της εν λόγω οκταετίας λόγω της ανάπτυξης της οικονομίας, αδυνατούν να «πιάσουν» την ταχύτητα που ανεβαίνουν τα ζητούμενα μισθώματα των σπιτιών.
Συγκεκριμένα, οι μέσες μηνιαίες μεικτές αποδοχές το 2017 ήταν 1.024 ευρώ (περίπου 864 ευρώ καθαρά), ενώ το 2024 με βάση τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» ανήλθαν στα 1.342 ευρώ (1.073 ευρώ καθαρά για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά), σημειώνοντας αύξηση 31%.
Σε ό,τι αφορά τον μεικτό κατώτατο μισθό η αύξηση ήταν ποσοστιαία υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο μισθό, καθώς ξεπέρασε το +41%. Συγκεκριμένα, το 2017 ήταν 683,76 ευρώ και αυξήθηκε στα 968,33 ευρώ το 2024 (+41,6%).
Ο απογοητευτικά μικρός αριθμός κατοικιών που ενοικιάζονται ειδικά στην Αττική, έχει απογειώσει τα μισθώματα όχι μόνο στο Κολωνάκι, όπου η αύξηση σε μια οκταετία αγγίζει το 100%, αλλά ακόμη και σε περιοχές που κάποτε συγκαταλέγονταν στις λεγόμενες «λαϊκές».
Πιο αναλυτικά, οι αυξήσεις στις μέσες τιμές των ενοικίων σε σχέση με το 2017 φθάνουν στο +87,5% στη Νίκαια, στο +70% στην Καλλιθέα και στου Γκύζη, στο +64% στον Νέο Κόσμο, στο +78% στον Κολωνό, στο +67% στο Παγκράτι και στο +89% στον Πειραιά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή στην κατηγορία των διαμερισμάτων επιφάνειας 80-100 τ.μ. από τον πρώτο όροφο και πάνω, που είναι η πιο δημοφιλής μεταξύ όσων αναζητούν στέγη, καθώς καλύπτει τις ανάγκες νέων ζευγαριών, αλλά και οικογενειών με ένα ή με δύο παιδιά, σε μια από τις μεγαλύτερες ηλεκτρονικές σελίδες αγγελιών, εντοπίζονται μόλις 1.755 σπίτια προς ενοικίαση σε ολόκληρο τον νομό Αττικής. Και όχι γιατί η αναζήτηση έγινε με κάποιο όριο φθηνού ενοικίου. Κάναμε την αναζήτηση με ύψος μισθώματος τα 1.000 ευρώ μηνιαίως!
Και το χειρότερο είναι πως η διαβίωση χιλιάδων οικογενειών, ακόμη και πληρώνοντας τα πανάκριβα ενοίκια που ξεπερνούν κατά πολύ τις πραγματικές τους οικονομικές δυνατότητες, είναι συχνά προβληματική, αφού τα περισσότερα σπίτια είναι μεγάλης ηλικίας και αθωράκιστα ενεργειακά, με αποτέλεσμα επιπλέον (βαριά) έξοδα για θέρμανση και ψύξη.
Προσοχή στο κενό
Εκτός από τη δημοφιλία των βραχυχρόνιων μισθώσεων που πιέζει προς τα κάτω την προσφορά ενοικιαζόμενων σπιτιών για μακροχρόνια χρήση, ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα ενοίκια τραβούν την ανηφόρα είναι και ο τεράστιος αριθμός των κενών/κλειστών κατοικιών, συμπεριλαμβανομένων και όσων οι τράπεζες και οι servicers κρατούν εκτός αγοράς.
Οι κλειστές/κενές κατοικίες με βάση την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021, υπολογίστηκαν σε σχεδόν 800.000 πανελλαδικά, με τις 255.300 να βρίσκονται στην Αττική.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα έχουν τη θλιβερή πανευρωπαϊκή πρωτιά σε ό,τι αφορά τις δυσκολίες στην ενοικίαση κατοικιών.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, η Ελλάδα (26,1%), η Γαλλία (24,1%) και η Ισπανία (17,2%) είχαν τα υψηλότερα συνολικά ποσοστά δυσκολίας ενοικίασης, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (0,3%), στη Σλοβακία (1,1%), στο Βέλγιο (4,3%), σε Γερμανία και Ουγγαρία (και οι δύο 4,7%).
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα