Η ενεργειακή μετάβαση φαίνεται να έχει πάρει επικίνδυνη τροπή, καθώς η υπερβολική ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας –ιδίως των αιολικών πάρκων– έχει οδηγήσει σε κορεσμό του συστήματος και σε αλλοίωση του φυσικού τοπίου. Οι ανεμογεννήτριες έχουν εγκατασταθεί σχεδόν σε κάθε βουνοκορφή, ενώ η παραγόμενη ενέργεια ξεπερνά τις ανάγκες της χώρας, χωρίς να υπάρχει τρόπος αποθήκευσής της.
Παρά τη ραγδαία αύξηση της «πράσινης» παραγωγής, οι τιμές του ρεύματος παραμένουν υψηλές, με τους αρμόδιους να αποδίδουν την ακρίβεια στις τιμές του φυσικού αερίου.
Η εκρηκτική άνοδος του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τις ΑΠΕ έχει δημιουργήσει ασφυξία στο δίκτυο: πάνω από 80 γιγαβάτ έργων ανταγωνίζονται για ένταξη σε ένα ενεργειακό σύστημα που καταναλώνει κατά μέσο όρο μόλις 5,5 GW. Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) αναζητά τρόπους να αντιμετωπίσει τον υπερκορεσμό και να διασφαλίσει τη σταθερότητα της αγοράς, προωθώντας λύσεις με έργα αποθήκευσης και νέους, πιο ευέλικτους όρους σύνδεσης.
Ο υφυπουργός Ενέργειας Νίκος Τσάφος παραδέχθηκε ότι έχουν ήδη δοθεί υπερβολικά πολλές άδειες και όροι σύνδεσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, βρίσκονται σε φάση αδειοδότησης φωτοβολταϊκά έργα συνολικής ισχύος 69,5 GW και αιολικά περίπου 17 GW, τη στιγμή που η πραγματική ζήτηση της χώρας είναι πολλαπλάσια μικρότερη.
Παράλληλα, ο ΑΔΜΗΕ επιβεβαιώνει τον υπερκορεσμό, με αιτήματα για νέες συνδέσεις που αγγίζουν τα 50 GW. Ο επικεφαλής του οργανισμού, Μάνος Μανουσάκης, υπογράμμισε ότι απαιτείται πιο ρεαλιστική προσέγγιση, εναρμονισμένη με τη ζήτηση και τις δυνατότητες εξαγωγών. Η αποθήκευση, όπως είπε, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη σταθεροποίηση του συστήματος.
Η υπερπροσφορά έργων έχει ήδη οδηγήσει σε επιβράδυνση των νέων αιτήσεων, καθώς η αγορά αρχίζει να αυτορρυθμίζεται. Σύμφωνα με τη ΡΑΑΕΥ, οι νέες αιτήσεις αδειών περιορίζονται πλέον σε 1-2 GW ετησίως, ενώ εξετάζεται η ανάκληση έργων που δεν προχωρούν.
Όσον αφορά τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, το ΥΠΕΝ υποστηρίζει ότι η βασική αιτία των ανατιμήσεων παραμένει το ακριβό φυσικό αέριο, παρά την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ. Ο Νίκος Τσάφος τόνισε ότι η Ελλάδα έχει πλέον χαμηλότερη χονδρική τιμή από γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, ενώ εκτίμησε ότι η περαιτέρω πτώση των διεθνών τιμών φυσικού αερίου θα επιτρέψει στους πολίτες να δουν ουσιαστικά οφέλη από τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές.
Ωστόσο, παραμένει η αντίφαση: η χώρα παράγει περισσότερη «πράσινη» ενέργεια από όση χρειάζεται, οι λογαριασμοί ρεύματος δεν μειώνονται, και το φυσικό περιβάλλον πληρώνει το τίμημα της υπερβολής.

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα