Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, Έλληνας πολιτικός και ποιητής, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του αντιδικτατορικού αγώνα.
Αλέκος Παναγούλης: Σχεδόν μισός αιώνας από το θάνατο ενός ωραίου Έλληνα – Το τροχαίο και οι θεωρίες συνωμοσίας
Στις 13 Αυγούστου 1968, επιχείρησε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, πράξη που οδήγησε στη σύλληψή του και σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις (ΕΚΝΔ).
Γεννημένος στις 2 Ιουλίου 1939 στη Γλυφάδα Αττικής, ήταν το δεύτερο παιδί του αξιωματικού του στρατού Βασιλείου Παναγούλη και της Αθηνάς Κακαβούλη. Ως φοιτητής του τμήματος Ηλεκτρολόγων-Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, διακρίθηκε ως ηγετική μορφή του φοιτητικού κινήματος. Το 1963 συμμετείχε στο Α’ Παμφοιτητικό Συνέδριο ως εκπρόσωπος της σχολής του. Υπήρξε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΟΝΕΚ (η νεολαία της Ένωσης Κέντρου) και ιδρυτικό στέλεχος της μετεξέλιξής της σε ΕΔΗΝ, όπου το 1974 ανέλαβε τη θέση του γενικού γραμματέα.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, πέρασε αμέσως στη δράση κατά της χούντας, λιποτακτώντας από τον στρατό στις 27 Μαΐου. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, τον ακολούθησε ο αδερφός του, Γεώργιος Παναγούλης, υπολοχαγός των ΛΟΚ. Ο Γεώργιος κατέφυγε στο Ισραήλ, όπου συνελήφθη και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ωστόσο, κατά τη μεταφορά του με πλοίο, εξαφανίστηκε και από τότε θεωρείται αγνοούμενος.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης παραμένει σύμβολο θάρρους και αγώνα για τη δημοκρατία, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει.
Η δράση εναντίον του διδακτορικού καθεστώτος, η μετέπειτα δράση και ο μυστηριώδης θάνατος
Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση» και ο αρχηγός του ΛΑΟΣ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ), που ήταν η πιο δυναμική ομάδα της οργάνωσης. Μετά τη λιποταξία του, κατέφυγε μυστικά για μικρό διάστημα στην Κύπρο και, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, οργάνωσε την περίφημη απόπειρα δολοφονίας του αρχηγού της δικτατορίας, Γεωργίου Παπαδόπουλου, την οποία και επιχείρησε στις 13 Αυγούστου 1968 στη λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου, κοντά στο Λαγονήσι, όπου η πολυτελής βίλα στην οποία διέμενε ο δικτάτορας.
Η απόπειρα έγινε με υπονόμευση του δρόμου και την πυροδότηση έκανε ο ίδιος ο Παναγούλης. Η αποτυχία του εγχειρήματος οφειλόταν σε έλλειψη συντονισμού. Ο Παναγούλης συνελήφθη κρυμμένος στα βράχια της παραλίας και οδηγήθηκε στο κρατητήριο της ΕΣΑ, όπου βασανίστηκε με απάνθρωπη σκληρότητα για να καταδώσει τους συνεργάτες του. Άντεξε με απαράμιλλη γενναιότητα τα βασανιστήρια, χωρίς να ομολογήσει απολύτως τίποτε.
Όπως σημειώνει η ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι στη συνέντευξή της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, η ενέργειά του αυτή του ήταν μία πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο» της είπε.
Στις 17 Νοεμβρίου 1968 καταδικάσθηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αθηνών και σε ποινές φυλάκισης 11 συγκατηγορούμενοί του, μέλη της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση», ανάμεσα στα οποίους οι μετέπειτα υπουργοί του ΠΑΣΟΚ Λευτέρης Βερυβάκης και Στάθης Γιώτας. Η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε, χάρη στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης (διαμαρτυρίες κομμάτων και οργανώσεων, λαϊκές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο, διαβήματα κυβερνήσεων, εκκλήσεις προσωπικοτήτων όπως του Πάπα Παύλου του 6ου και του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Ου Θαντ).
Παρέμεινε, ωστόσο, για πέντε χρόνια έγκλειστος στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου. Στις 5 Ιουνίου 1969 δραπέτευσε μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη, αλλά συνελήφθη μετά τρεις ημέρες, προδομένος από έναν εξάδελφό του, ο οποίος εισέπραξε την αμοιβή της επικήρυξής του. Κλείστηκε στην απομόνωση στις φυλακές Μπογιατίου, απ’ όπου επιχείρησε ακόμη δύο φορές να δραπετεύσει, δείχνοντας έτσι τις ακατάλυτες δυνάμεις που έκρυβε μέσα του. Η περήφανη και ασυμβίβαστη στάση του έναντι στους στρατοδίκες της χούντας και τους βασανιστές του τον ανέδειξαν σε ηρωική μορφή τού αντιδικτατορικού αγώνα. Ο ηρωισμός του και η ανδρεία του αναγνωρίστηκαν και από τους ίδιους τους βασανιστές του.
Τον Αύγουστο του 1973, στο πλαίσιο των μέτρων φιλελευθεροποίησης του δικτατορικού καθεστώτος, ο Αλέκος Παναγούλης επωφελήθηκε από τη γενική αμνηστία που δόθηκε στους πολιτικούς κρατούμενους. Έφυγε αυτοεξόριστος στη Φλωρεντία, όπου φιλοξενήθηκε από τη σύντροφό του και γνωστή δημοσιογράφο-βιογράφο Οριάνα Φαλάτσι (1929-2006). Από την αμνηστία επωφελήθηκε και ο μικρότερος αδελφός του, Στάθης Παναγούλης, ο οποίος αργότερα ακολούθησε πολιτική καριέρα κατά τη μεταπολίτευση (ΠΑΣΟΚ, ΕΣΠΕ, ΚΚΕ, Συνασπισμός, Πολιτική Άνοιξη, ΔΗΚΚΙ, ΣΥΡΙΖΑ).
Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1974, ο Αλέκος Παναγούλης εξελέγη βουλευτής στη Β’ Αθηνών με το κόμμα της Ένωσης Κέντρου – Νέων Δυνάμεων (ΕΚΝΔ), διάδοχο σχήμα της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου. Ωστόσο, αρνήθηκε να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, εκφράζοντας έντονη διαφωνία απέναντί του. Τον Απρίλιο του 1976, διαφώνησε με την πολιτική γραμμή του κόμματός του και επέλεξε να πορευτεί ως ανεξάρτητος βουλευτής.
Η ζωή του κόπηκε τραγικά την Πρωτομαγιά του 1976, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, όταν το αυτοκίνητό του εξετράπη της πορείας του στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, κοντά στον Άγιο Δημήτριο, και κατέληξε σε υπόγειο κατάστημα. Εκείνη την εποχή, υπήρξαν δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για πιθανή δολοφονία, καθώς υποστηρίχθηκε ότι ο Παναγούλης είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας που αποκάλυπταν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολίτευσης με το καθεστώς. Ωστόσο, τίποτα δεν αποδείχθηκε και οι ισχυρισμοί παρέμειναν σε επίπεδο εικασιών.
Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαΐου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πλήθους κόσμου. Το φέρετρο ήταν καλυμμένο με ένα σεντόνι που είχε κεντήσει η ηρωική μητέρα του, πάνω στο οποίο αναγραφόταν: «Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε».
Ο Αλέκος Παναγούλης άφησε πίσω του δύο σημαντικές ποιητικές συλλογές: «Άλλοι θ’ ακολουθήσουν», η οποία τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Βιαρέτζιο, και «Μέσα από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα», που βραβεύτηκε με το Λογοτεχνικό Βραβείο της Αντιφασιστικής Αντίστασης στην Ιταλία. Πολλά από τα ποιήματά του γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, αποτελώντας μια συγκλονιστική μαρτυρία της αγωνιστικής του ψυχής.


Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα