Σοβαρούς προβληματισμούς για την ασφάλεια της Ελλάδας και του Ισραήλ προκαλεί η αυξανόμενη παρουσία τουρκικών συμφερόντων στην αμυντική βιομηχανική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η τουρκικών συμφερόντων εταιρεία Repkon USA δεν περιορίζεται πλέον σε μεμονωμένες δραστηριότητες, αλλά αποκτά κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή αμερικανικών πυρομαχικών, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για τις γεωπολιτικές συνέπειες αυτής της εξέλιξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εξαγορά, τον Μάρτιο του 2025, της μονάδας της General Dynamics στο Γκάρλαντ του Τέξας – του μοναδικού εργοστασίου στις ΗΠΑ που κατασκευάζει σώματα βομβών της σειράς MK-80. Η συμφωνία εγκρίθηκε στα μέσα Ιουνίου, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη παραγωγή αφορά βασικά εξαρτήματα των JDAM, των πιο διαδεδομένων κατευθυνόμενων πυρομαχικών ακριβείας του αμερικανικού οπλοστασίου.
Διεθνή μέσα επισημαίνουν ότι η έγκριση αυτή αποκαλύπτει σοβαρές αδυναμίες στη λειτουργία της Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων των ΗΠΑ (CFIUS), η οποία έχει ως αποστολή την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Η ανάθεση του συνόλου της εγχώριας παραγωγής ενός τόσο κρίσιμου εξαρτήματος σε εταιρεία που συνδέεται με την Τουρκία δημιουργεί ένα επικίνδυνο «μοναδικό σημείο αποτυχίας» στην αλυσίδα εφοδιασμού, το οποίο καθίσταται ευάλωτο όχι μόνο σε τεχνικούς ή φυσικούς κινδύνους, αλλά και σε εξωτερικές πολιτικές πιέσεις.
Η ανησυχία εντείνεται αν ληφθεί υπόψη η πορεία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Παρότι μέλος του ΝΑΤΟ, η Άγκυρα ακολουθεί συχνά γραμμή σύγκρουσης με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου στο Ισραήλ, η Τουρκία συνεχίζει να στηρίζει ανοιχτά τη Χαμάς, ενώ παράλληλα έχει συγκρουστεί στρατιωτικά με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Ουάσιγκτον. Επιπλέον, έχει απειλήσει την Ελλάδα με βαλλιστικά πλήγματα και εξακολουθεί να κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 2020 οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις στην Τουρκία για την αγορά των ρωσικών S-400, απόφαση που οδήγησε και στον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F-35. Υπό αυτό το πρίσμα, η είσοδος τουρκικών εταιρειών σε κομβικά σημεία της αμερικανικής αμυντικής παραγωγής προκαλεί εύλογα ερωτήματα.
Παρότι η Repkon USA δεν ανήκει άμεσα στο τουρκικό κράτος, η επιρροή της Άγκυρας μέσω της μητρικής εταιρείας θεωρείται δεδομένη. Οι τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες διατηρούν στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση, εξαρτώνται από κρατικά συμβόλαια και άδειες και λειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό, σε συνάρτηση με τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας. Έτσι, η ενίσχυση της παρουσίας της Repkon στην παραγωγή αμερικανικών πυρομαχικών θα μπορούσε να δώσει στην Άγκυρα έμμεση δυνατότητα επηρεασμού αποφάσεων, όπως η προμήθεια βομβών MK-80 στο Ισραήλ.
Ακόμη και χωρίς ανοιχτή διακοπή της παραγωγής, υπάρχει η δυνατότητα καθυστερήσεων με προσχήματα, όπως τεχνικά προβλήματα ή εργασιακές διαφορές, γεγονός που θα είχε άμεσες επιχειρησιακές συνέπειες. Σημειώνεται μάλιστα ότι η Repkon USA δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη μονάδα, καθώς πρόσφατα ανέλαβε και σύμβαση για την κατασκευή εργοστασίου TNT στο Κεντάκι, ενώ η εγκατάσταση στο Γκάρλαντ συμμετέχει και στην παραγωγή άλλων πυρομαχικών.
Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει την ανάγκη άμεσων θεσμικών παρεμβάσεων. Μεταξύ των προτάσεων περιλαμβάνεται η έγκαιρη ενημέρωση του Κογκρέσου από τη στιγμή που ξεκινά μια αναθεώρηση εθνικής ασφάλειας από την CFIUS, καθώς και η δημιουργία μηχανισμού μέσω του οποίου οι βουλευτές θα μπορούν να εκφράζουν ενστάσεις και παρατηρήσεις πριν από την τελική έγκριση.
Αν και οι ξένες επενδύσεις μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να ενισχύσουν τη στρατιωτική βιομηχανία των ΗΠΑ, δεν θα πρέπει ποτέ να θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της αλυσίδας εφοδιασμού. Για την προστασία της εθνικής ασφάλειας και τη μείωση των τρωτών σημείων στην παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού, η Ουάσιγκτον καλείται να διασφαλίσει ότι η CFIUS λειτουργεί με αυστηρότητα και αποτελεσματικότητα, εκπληρώνοντας πλήρως τον ρόλο της.

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα