COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

STORIES

Αριστοτέλης Ωνάσης, Σταύρος Νιάρχος: Ο πλούτος, η εξουσία και η μοιραία γυναίκα που παντρεύτηκαν και οι δυο

Τους χώριζαν και τους ένωναν τα πάντα: Αρκεί να ήθελε κάτι ο ένας και αμέσως θα το διεκδικούσε ο άλλος. Μια αντιπαράθεση χωρίς όρια, που μόνον η τραγωδία του θανάτου μπορούσε να κατανικήσει. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Σταύρος Νιάρχος γνωρίστηκαν νωρίς και αποτέλεσαν κάτι σαν την απαρχή ενός εθνικού διχασμού στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Πίσω από αυτούς τους αιώνιους αντιπάλους, μια γυναίκα έγινε το μήλο της έριδος για δύο άνδρες και δύο αυτοκρατορίες. Η Τίνα Λιβανού, μαζί με την αδελφή της Ευγενία, μετέτρεψαν τους δύο πάμπλουτους εφοπλιστές σε …μπατζανάκηδες.
Ενα μεσημέρι, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, στενός συνεργάτης του Αριστοτέλη Ωνάση τον ενημερώνει ότι ο Σταύρος Νιάρχος αγοράζει, τμηματικά, διαμέρισμα-διαμέρισμα, ένα ακίνητο στην πλατεία Συντάγματος. Ενοχλημένος ο Ωνάσης από αυτή την ανεξήγητη κίνηση του αιώνιου αντιπάλου του, δίνει εντολή να σπεύσουν και να αγοράσουν, εκ μέρους του, όσα περισσότερα διαμερίσματα είναι δυνατόν, ώστε αυτό το ακίνητο να γίνει δικό του… Πράγματι ο Ωνάσης, λέγεται, ότι πρόλαβε να αγοράσει πολλά, σχεδόν τα μισά, αλλά ο Νιάρχος είχε ήδη αποκτήσει την πλειοψηφία του ακινήτου. Σ΄ αυτόν τον αγώνα ο Σταύρος είχε νικήσει και ο Αριστοτέλης είχε χάσει.
Ο Ωνάσης όμως δεν έχασε λεπτό: Εστειλε τον ίδιο έμπιστο συνεργάτη του να προτείνει στον Νιάρχο να του πουλήσει το δικό του μερίδιο με το αντίστοιχο ποσό που έδωσε για να το αγοράσει, γύρω στα δύο εκατομμύρια δολάρια. Τότε ο Νιάρχος γελώντας με αυτή την αίσθηση της κρυφής ικανοποίησης του νικητή, αντέτεινε το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δίνοντας και τις απαραίτητες εξηγήσεις: «Δύο που έδωσα εγώ, δύο που έδωσε εκείνος, κι άλλο ένα γιατί είναι μεγάλος μ….ας».
Si non e vero, e ben trovato _κι αν δεν είναι αληθινό θα μπορούσε να είναι. Γιατί η κόντρα ανάμεσα στα δύο μυθικά ελληνικά ονόματα της ναυτιλίας δεν είχε ούτε αρχή ούτε μέση ούτε τέλος: Κι ίσως να ήταν η κινητήριος δύναμη για δύο άντρες που έμελλε να μεγαλουργήσουν διασχίζοντας παράλληλα την ζωή, βλέποντας συχνά-πυκνά τους δρόμους τους να διασταυρώνονται.
Γεννήθηκαν με τρία χρόνια διαφορά (το 1906 ο Αριστοτέλης Ωνάσης και το 1909 ο Σταύρος Νιάρχος), αλλά ο μεγαλύτερος έζησε σχεδόν μια εικοσαετία λιγότερο (1975 και 1996 αντιστοίχως), έχοντας βιώσει τον χαμό του μοναχογιού του Αλέξανδρου. Οι ανερχόμενοι, γύρω στα τριάντα-τριάντα πέντε Ελληνες εφοπλιστές γνώρισαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄40 την γυναίκα που έμελλε να αποτελέσει το αντικείμενο του πόθου τους και την κινητήριο δύναμη ενός αιώνιου ανταγωνισμού, προσωπικού και επαγγελματικού. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να πιστεύσει, ότι δύο από τους πλουσιότερους Ελληνες όλων των εποχών θα βρίσκονταν σε αντιπαράθεση εξαιτίας μιας γυναίκας _ούτε σενάριο ελληνικής ταινίας να ήταν.
Κι όμως η γνωριμία τους με τις κόρες του Ελληνα εφοπλιστή της διασποράς Γιώργου Λιβανού, την Ευγενία και την Τίνα στάθηκε μοιραία. Οι αδελφές Λιβανού μεγάλωσαν όπως άρμοζε στην οικογενειακή παράδοση, σχεδόν σαν γαλαζοαίματες. Πήγαν σε αριστοκρατικά αγγλικά σχολεία και κολέγια. Εμαθαν τα σπορ που άρμοζε στην κοινωνική τους τάξη, έκαναν ιππασία και διακοπές σε χειμερινά και θερινά θέρετρα, έμαθαν να χορεύουν βαλς, απέκτησαν την απαιτούμενη κοινωνική μόρφωση για να κινούνται με άνεση στα σαλόνια του διεθνούς τζετ σετ. Ηταν όμορφες, εξαιρετικά καλοντυμένες, περιζήτητες νύφες. Μελαχρινή και λιγότερο γοητευτική η πρωτότοκη, ξανθιά, λεπτεπίλεπτη, σαν σταρ του σινεμά, η δεύτερη, είχαν, κι αυτές, κατά σύμπτωση, τρία χρόνια διαφορά.

Back to top button