COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Διονύσης Μαυρογένης: Ποιός είναι ο ηρωικός φοιτητής που πήρε τα βουνά της Κρήτης για να ξεφύγει από τη Χούντα

Το ημερολόγιο έγραφε 19 Νοεμβρίου 1973 όταν ο Διονύσης Μαυρογένης έπαιρνε το πλοίο για την Κρήτη, προκειμένου να γλιτώσει τη σύλληψη από το καθεστώς της Χούντας, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Κι ενώ ο Διονύσης Μαυρογένης είχε διαφύγει τη σύλληψη μετά τις 17 Νοέμβρη 1973, και κρυβόταν στα βουνά της Κρήτης, καταγγέλθηκε ονομαστικά από την Αντι-ΕΦΕΕ, δηλαδή την ΚΝΕ (και το ΚΚΕ), ως προβοκάτορας και πράκτορας της Ασφάλειας. Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, δεκάδες συνάδελφοί του, στελέχη τότε του φοιτητικού κινήματος, καταδίκασαν με κοινή δήλωσή τους “τη βρώμικη αυτή ενέργεια”.

Πρόσφατα ο Κώστας Λαλιώτης ζήτησε την αποκατάστασή του από το ΚΚΕ.

Ποιος είναι ο Διονύσης Μαυρογένης

Ο νεαρός φοιτητής της Φαρμακευτικής ήταν παλιός γνώριμος της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μιας και τον Φεβρουάριο του 1973, μετά την εξέγερση της Νομικής, είχε συλληφθεί, είχε κρατηθεί και είχε βασανιστεί από ΕΑΤ – ΕΣΑ.

“Ήταν τόσο αγνώριστος από τα βασανιστήρια, ώστε στην αρχή δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω. Είχε χάσει καμία 20αριά κιλά και του έλλειπαν μερικά δόντια. Τους επόμενους μήνες με τη φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη ξαναγύρισε στη σχολή και πρωταγωνίστησε στη δημιουργία του κλίματος που οδήγησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου”, γράφει ο Μίμης Ανδρουλάκης στο βιβλίο του “Πριν Σβήσουν Τα Φώτα”.

Στις 19 Νοέμβρη 1973, 2 μέρες αφότου η εξέγερση των φοιτητών είχε κατασταλεί και το τανκ είχε μπει στο Πολυτεχνείο, ο Διονύσης Μαυρογένης, έχοντας μαζί του 1.000 προκηρύξεις, έβγαινε από το κρυσφύγετό του στου Ζωγράφου και κατευθυνόταν στον Πειραιά. Είχε αποφασίσει να κρυφτεί στα βουνά της Κρήτης για να γλιτώσει τη σύλληψη, αφού ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου.

“Την Πέμπτη ήταν ένα πανηγύρι, κάποια στιγμή κατά τις 6-7 η ώρα το απόγευμα, γίνεται μια πορεία πιτσιρικάδων από τη σχολή Ήφαιστος προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί μπήκα μπροστά με ανοικτά τα χέρια να τους σταματήσω, γιατί μπροστά τους ήταν παρατεταγμένες αύρες και θα τους τσακίζανε. Την Παρασκευή κατά τις 8 άρχισαν οι πυροβολισμοί, από το Ακροπόλ και από κάποια υπηρεσία που ήταν στη Στουρνάρη. Έφεραν τον Γιώργο τον Οικονόμου, ο οποίος ήταν περιφρούρηση στην Τοσίτσα, τραυματισμένο στον ώμο, γεμάτο αίματα. Τον πάνε στο Ιατρείο, όπου τον παραλαμβάνει ο Γιώργος ο Παυλάκης και με τα πρόχειρα μέσα που διέθετε κατάφερε να σταματήσει την αιμορραγία. Τον κατεβάσαμε στο ασθενοφόρο για να πάει στο Ρυθμιστικό”, θυμάται για τη μέρα που μπήκαν τα τανκς στο Πολυτεχνείο.

“Κατά τις 11 το βράδυ έρχεται η αδελφή μου η Αυγερινή με τον Τάσο τον Σταματογιαννόπουλο. Στην πύλη φρουρά ήταν ο Ηλιόπουλος, όπου του ζητάει να με δει. Μετά από κάποια ώρα συναντιόμαστε, μου λέει ότι έχουν παρκάρει το αυτοκίνητο του Τάσου σ’ έναν δρόμο κάθετο της Στουρνάρη. Κατεβαίνουμε, κι εκεί που έχει παρκάρει απέναντι υπάρχει το σπίτι ενός φίλου τους οικοδόμου. Μπαίνουμε μέσα εγώ, η Μέλπω Λεκατσά, η Γώγα Κατωπόδη, ο Λουκάς Ζαράχης, ο Σπύρος Γεωργάτος και ο Αρτέμης Ροζάκης. Κάποια στιγμή αργότερα κατεβαίνουμε και μπαίνουμε στο αμάξι και ανεβαίνουμε τη Λ. Αλεξάνδρας.

Στο ύψος της Σόνιας είδαμε να κατεβαίνουν τα τανκς. Φτάσαμε Ζωγράφου, στο σπίτι του

Σταματογιαννόπουλου. Ακούγαμε τον σταθμό μέχρι που σταμάτησε. Το πρωί ένας-ένας άρχισε να φεύγει, εμένα με πήρε η δικηγόρος Φιλάνθη Ψυρρή και με πήγε στην κλινική Άγιος Παντελεήμονας στην Ασκληπιού και Ναυαρίνου γωνία. Πριν είχε πάει στον Πειραιά και μου είχε βγάλει εισιτήριο για Κρήτη”, αναφέρει ο Διονύσης Μαυρογένης για το πώς φυγαδεύτηκε στην Κρήτη.

“Την Κυριακή 18 Νοέμβρη με πάνε στο Πειραιά και μπαίνω στο καράβι με προορισμό το Ηράκλειο, όπου έμενε ο αδελφός μου, ο οποίος ήταν δικαστικός. Έμεινα μόνο ένα βράδυ και την επόμενη μέρα με πήγαν στο οδοντιατρείο του Φίλιππα Λαμπρινού. Εκεί κάθισα ένα μήνα. Ήρθα σε επαφή με τον Επιτροπάκη και τον Χριστοδουλάκη και αποφασίστηκε να πάω στο Μιτάτο Ρίζικας, πάνω από την Αγία Γαλήνη. Με πήγαν και με άφησαν στο δρόμο για Τυμπάκι. Εκεί με παρέλαβε ο Μάνος, που ήταν αντάρτης του Πετρακογιώργη, και από ’κεί αρχίζει η εποχή της παρανομίας”, αναφέρει ο ίδιος, μιλώντας στον ιστότοπο Edromos.gr.

Το επόμενο πρωί έφτασε στο λιμάνι στο Ηράκλειο της Κρήτης, βρήκε την ευκαιρία να μπει σε ένα ταξί με μια παρέα Ανωγειανών κι έτσι κατόρθωσε να ξεφύγει από τη χωροφυλακή. Τους πρώτους δύο μήνες κρυβόταν σε φίλους. Έπειτα από ενέργειες του αδερφού του και με τη βοήθεια ενός Κρητικού αντιστασιακού, του Μάνου Χριστοδουλάκη, βρήκε καταφύγιο σε ένα αγρόκτημα με πρόβατα, όπου κάθε 15-20 ημέρες του έφερναν προμήθειες. Κοιμόταν όμως κάθε βράδυ με ένα τουφέκι δίπλα του, υπό τον φόβο της χωροφυλακής.

“Έφτασα με τα πόδια στο σπίτι του αδερφού μου ο οποίος υπηρετούσε στο Ηράκλειο ως πρωτοδίκης. Έμεινα για λίγο εκεί και στη συνέχεια πήγαινα σε σπίτια φίλων, όπως ο Φίλιππος Λαμπρινός, αδερφός του σημερινού δημάρχου Ηρακλείου και του Σιαφάκα. Ο αδερφός μου ήρθε σε επαφή με έναν δημοκράτη δικηγόρο τον Μιχάλη Επιτροπάκη, με έναν επίσης φίλο του τον Πέτρο Μπρά, την αδερφή του η οποία ήταν φιλόλογος και τον Φίλιππο Λαμπρινό. Όλοι τους έκριναν ότι έπρεπε να πάω στο βουνό λίγο πριν τα χριστούγεννα του ’73”, αναφέρει, μιλώντας στο ProtoThema.gr.

“Όταν έφτασα στα κρητικά όρη με παρέδωσαν για φύλαξη στον Μάνο Χριστοδουλάκη. Επρόκειτο για έναν πρώην Παρτιζάνο και μέλος της ομάδας του Πετρακογιώργη που είχε λάβει μέρος στην αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής. (Η ομάδα του είχε κάνει πολλά σαμποτάζ ενώ βρισκόταν πίσω από την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε). O Χριστοδουλάκης είχε στο βουνό ένα μεγάλο αγρόκτημα με πρόβατα. Ανέβαινε κάθε 15 με 20 μέρες και μου έφερνε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Στο αγρόκτημα ήταν και ένας βοσκός που φυλούσε τα πρόβατα. Λεγόταν Μάνος Φουντουλάκης και καταγόταν από ένα χωριό τη Νίθαυρη. Ζούσε εκεί με τη γυναίκα του την Φερενίκη και το μικρό παιδί τους τον Γρηγόρη, ο οποίος τότε ήταν 6-7 χρονών”, συνεχίζει.

“Οι διωκόμενοι έχουν δύο κατηγορίες συναισθημάτων. Όταν βρίσκονται στη φυλακή λειτουργεί 1) το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και 2) της απόδρασης. Θέλεις δεν θέλεις όταν είσαι στην “παρανομία”, μέχρι την τελευταία στιγμή σε κυνηγάει ο φόβος. Πολύ απλά επειδή δεν μπορείς να ελέγξεις την επιβίωση σου. Η “παρανομία” είναι πιο ζόρικο πράγμα. Εγώ φοβόμουν μέχρι και την τελευταία στιγμή. Αν δεν έπεφτε η χούντα και έπεφτα στα χέρια τους θα ακολουθούσε στρατοδικείο και μετά θα με σκότωναν”, τονίζει ο Διονύσης Μαυρογένης.

“Στις 10 Φλεβάρη του 1974, στις 2 το μεσημέρι, ανοίγω το ραδιόφωνο ν’ ακούσω τη “Φωνή της Αλήθειας” και μένω άναυδος ακούγοντας να με αποκαλούν πράκτορα! Κατά τον Μάη του 1974 έρχεται ο Επιτροπάκης και με πάει προς το Λιβυκό, στο χωριό Βαχός, κοντά στη Βιάννου. Από εκεί μετά από λίγες μέρες κατέληξα στην Άρβη, σε μια έρημη παραλία, το Κερατόκαμπο, σε μια καλύβα, κι ένας ψαράς μου έφερνε ψάρια για να μπορώ να επιβιώσω. Εκεί με βρήκαν τα γεγονότα της Κύπρου και μπόρεσα να γυρίσω Αθήνα”, αναφέρει ο Διονύσης Μαυρογένης, για τα γεγονότα του Ιουλίου του ’74, όταν η χούντα του Ιωαννίδη προκάλεσε, με το πραξικόπημα που επιχείρησε στην Κύπρο, την τουρκική απόβαση που οδήγησε στην κυπριακή τραγωδία.

Ακούστε το ηχητικό

Back to top button