COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Εντγκάρ Ντεγκά: Ο ζωγράφος που αποθέωσε την κίνηση του ανθρώπινου σώματος

Εντγκάρ Ντεγκά: Ο ζωγράφος που αποθέωσε την κίνηση του ανθρώπινου σώματος (Βίντεο)

Η ζωή του Degas

Γεννημένος το 1834, ο Edgar Degas θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ιμπρεσιονιστές Γάλλους ζωγράφους, γλύπτες και χαράκτες του 19ου αιώνα. Ο ίδιος απέρριπτε τον όρο ιμπρεσιονιστής και προτιμούσε να αποκαλείται ρεαλιστής.

Ηταν στενός φίλος με τον Manet αλλά διέφερε στην προσωπικότητά του καθώς ήταν αγενής και απαιτητικός.

Ήταν εικοσιενός ετών όταν ύστερα από ολιγόχρονες σπουδές στη νομική σχολή, μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής τα διδάχθηκε από τον Louis Lamothe, παλαιό μαθητή του Ingr. Ένα χρόνο αργότερα γνώρισε τον ίδιο τον Ιngr και την επόμενη χρονιά, πήγε στην Iταλία για να μελετήσει ζωγράφους της Αναγέννησης

Το 1859 επέστρεψε στο Παρίσι και άνοιξε ατελιέ. Τρία χρόνια αργότερα γνώρισε τον Eduard Manet και καθώς δέχθηκε επιρροή από εκείνον εντάχθηκε στον ιμπρεσσιονισμό. Το 1870 ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και επιστρατεύτηκε για να υπηρετήσει στο πυροβολικό. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε να εμφανίζει τα πρώτα προβλήματα στην όρασή του. Δύο χρόνια μετά ταξίδεψε στη Νέα Ορλεάνη για να επισκεφθεί συγγενείς και επέστρεψε ύστερα από ένα χρόνο.

H τράπεζα του πατέρα του χρεωκόπησε στις αρχές της δεκαετίας του 1870 και το 1874 όταν πέθανε, άφησε στον Degas πολλά χρέη. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πουλήσει τα έργα του για να επιβιώσει. Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που είχε εμμονή με τη ζωγραφική χορευτών μπαλέτου.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Degas ήταν ένας χαρισματικός και αγαπητός καλλιτέχνης. Ωστόσο, σαν άνθρωπος ήταν ιδιαίτερα προσβλητικός και έτσι δύσκολα μπορούσε να αγαπηθεί. “Θέλω οι άνθρωποι να με βρίσκουν κακό” είπε κάποτε.

Ο Degas λέγεται ότι ήταν αντισημίτης. Μεταξύ 1894 και 1906 ένα πολιτικό σκάνδαλο συγκλόνισε τη Γαλλία γύρω από τη φυλάκιση για προδοσία αξιωματικού στρατού εβραϊκής καταγωγής. Ο αξιωματικός Άλφρεντ Ντρέιφους ήταν αθώος, ωστόσο ο ανώτερος στρατός αρνήθηκε να εξετάσει αντικειμενικά τα στοιχεία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο καλλιτέχνης ήταν ένθερμος και κατηγορηματικός υποστηρικτής της θέσης του στρατού.

 

Ο Degas πέθανε μόνος χωρίς σχέση και οικογένεια. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Renoir για εκείνον: “Τι πλάσμα ήταν αυτός ο Degas! Όλοι οι φίλοι του έπρεπε να τον αφήσουν. Ήμουν ένας από τους τελευταίους, αλλά ακόμη και εγώ δεν μπόρεσα να μείνω μέχρι το τέλος.”

Ο Degas και ο χορός

Γνωστός σε πολλούς ως ο “ζωγράφος του χορού”, ο Degas επικεντρώθηκε στο μπαλέτο καθ `όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Είναι εντυπωσιακό ότι κατάφερε να αποτυπώσει “το λεξιλόγιο του μπαλέτου” μέσα από πίνακες, σχέδια και γλυπτική. Προσπάθησε κυρίως να απεικονίσει τις κινήσεις των σωμάτων των χορευτριών. Η σχέση του μαζί τους έχει συζητηθεί και αναλυθεί εκατοντάδες φορές.

Είχε μια έμφυτη δεξιοτεχνία απόδοση της κίνησης, τις ιπποδρομίες και τα γυναικεία γυμνά. Στις προσωπογραφίες του ξεχωρίζει η απόδοση του εικονιζομένου και της ανθρώπινης απομόνωσης.

Στα επόμενα χρόνια, η προσοχή του εξελίχθηκε πέρα ​​από το θέαμα της σκηνής και γοητεύτηκε όλο και περισσότερο από χορεύτριες σε ηρεμία, όπως αυτή που απεικονίζεται στο έργο “H χορεύτρια που ξεκουράζεται”. Οι μπαλαρίνες μπήκαν στη σχολή χορού ( école de ballet ) γύρω στα επτά τους χρόνια και περνούσαν από αυστηρή επιλογή και εκπαίδευση πριν εγκριθούν για καριέρα κλασικής χορεύτριας.

 

 

Η διαδικασία ήταν σωματικά απαιτητική και λίγες μαθήτριες περνούσαν τις εισαγωγικές εξετάσεις. Οι χορεύτριες χωρίζονταν στη συνέχεια στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες : étoiles, premières danseuses, sujets, coryphées και quadrilles.

Ο Degas απεικόνισε καθένα από αυτά σε ένα σημείο της καριέρας του αν και η ταυτότητα των αριθμών είναι συχνά δύσκολο να διακριθεί. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1880, ο απέκτησε διεθνή φήμη για το θέμα της υπογραφής του μετά τη συμμετοχή του σε αρκετές εκθέσεις ιμπρεσιονιστών της δεκαετίας του 1870 όπου παρουσίασε εικόνες χορευτριών.

Το πάθος του ζωγράφου για τις μπαλαρίνες ήταν γνωστό, ενώ σε κάποια έργα του περιστρέφεται γύρω από το θέμα της πορνείας από την οποία εκείνες απείχαν ένα μόλις βήμα.

Όσες φορές ρωτήθηκε ο Degas για το λόγο που έδειχνε τέτοια εμμονή να ζωγραφίζει μπαλαρίνες, εκείνος απαντούσε ότι του άρεσαν τα φορέματά τους αλλά και ότι κατά κάποιον τρόπο αποτελούν τη συνέχεια των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων. Ίσως όμως τα πιο αντιπροσωπευτικά λόγια του για το πόσο επηρέασαν αυτά τα αέρινα πλάσματα τη ζωή του, είναι τα ακόλουθα:

«Εκτός από την καρδιά μου, αισθάνομαι όλα να γερνούν μέσα μου. Ακόμη και η καρδιά μου έχει κάτι το τεχνητό. Την έχουν ράψει οι χορεύτριες σε ένα πορτοφολάκι από ροζ σατέν, πολύ απαλό ροζ, σαν τα παπούτσια τους».

Ήταν κopίτσια που συνήθως προέρχονταν από τις κατώτερες κοινωνικά και οικονομικά τάξεις. Για τα «μικρά ποντικάκια»- όπως αποκαλούνταν χαϊδευτικά οι χορεύτριες της Όπερας του Παρισιού– ήταν γνωστό ότι αναζητούσαν προστάτες ανάμεσα στους εύπορους θεατές οι οποίοι ήταν abonnés (συνδρομητές) και τις έβλεπαν από την πίσω πόρτα στα παρασκήνια.

 

 

Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, η Opera του Παρισιού ήταν το κύριο στοιχείο της πολιτιστικής σκηνής του Παρισιού με ένα λαμπερό κοινό. Η είσοδος στις παραγωγές του ήταν ακριβή και προοριζόταν κυρίως για συνδρομές, το κόστος των οποίων ξεπερνούσε τις δυνατότητες για το μεγαλύτερο μέρος του κοινού.

Μέχρι το 1885, η ικανότητα του Degas να έχει πρόσβαση στις ιδιωτικές πρόβες ήταν μέσω των προσωπικών του σχέσεων.

Μέχρι το 1885, έγινε συνδρομητής για να παρακολουθεί μία παράσταση την εβδομάδα. Με αυτό σημείωσε προσωπική επιτυχία καθώς ο καλλιτέχνης ήταν σε θέση να αντέξει οικονομικά τη δική του συνδρομή και έτσι δεν χρειαζόταν πλέον να βασίζεται σε προσωπικές σχέσεις για να του επιτρέπεται η είσοδος στα παρασκήνια.

Το 1908, η όρασή του χειροτερεύει και σταματά οριστικά να ασχολείται με την τέχνη. Του κάνουν έξωση από το σπίτι του, και παρά το γεγονός ότι βρέθηκε καινούργιο στούντιο, αυτός συνέχισε να τριγυρνά στους δρόμους του Παρισιού σαν τυφλός Όμηρος.

Τέσσερα χρόνια μετά, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Νέα Υόρκη) αγοράζει το έργο του «Μπαλαρίνες» ξοδεύοντας ποσό αστρονομικό για την εποχή και μάλιστα για ιμπρεσιονιστικό πίνακα. Το 1917 πεθαίνει στο Παρίσι, στις 27 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 83 ετών. Τη σορό του συνοδεύουν, μεταξύ άλλων, ο Κλοντ Μονέ και ο Ζαν Λουΐ Φορέν.

Back to top button