Μέσα σε μόλις δύο ημέρες, οι διεθνείς αγορές βρέθηκαν αντιμέτωπες με έναν νέο σεισμό: η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου εκτινάχθηκε κατά 60 μονάδες βάσης, σημάδι βαθιάς ανησυχίας και μετατόπισης των ισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία. Η σπίθα που άναψε τη φωτιά δεν ήταν άλλη από τον δεύτερο γύρο δασμών που εξήγγειλε ο Ντόναλντ Τραμπ: καθολικός δασμός 10% σε όλες τις εισαγωγές, με ισχύ από τις 5 Απριλίου.
Η Κίνα πατά το κουμπί: Η απάντηση του Πεκίνου χτυπά στην καρδιά του αμερικανικού χρέους απομακρύνοντας τους επενδυτές από τις αγορές των ΗΠΑ
Η απάντηση του Πεκίνου δεν ήρθε με δηλώσεις ή εμπορικές απαγορεύσεις, αλλά με έναν πιο αθόρυβο —και πολύ πιο αποτελεσματικό— τρόπο: την αποεπένδυση από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Η Κίνα, ένας από τους μεγαλύτερους κατόχους Treasuries παγκοσμίως, έστειλε σαφές μήνυμα: η πολιτική σύγκρουση με τις ΗΠΑ μπορεί να μεταφραστεί σε άμεσες πιέσεις στο κόστος δανεισμού του αμερικανικού κράτους.
Η κινεζική αποχώρηση, έστω και μερική, είχε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον, προκάλεσε τεχνική αναταραχή και ψυχολογικό σοκ στις αγορές, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού σε όλα τα επίπεδα. Δεύτερον, ανέδειξε ένα θεμελιώδες παράδοξο στην αμερικανική στρατηγική: ενώ ο στόχος της κυβέρνησης Τραμπ είναι η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και η μεγαλύτερη ζήτηση για ομόλογα των ΗΠΑ, η προκληθείσα αβεβαιότητα απομακρύνει βασικούς επενδυτές.
Η Κίνα πατά το κουμπί: Η απάντηση του Πεκίνου χτυπά στην καρδιά του αμερικανικού χρέους απομακρύνοντας τους επενδυτές από τις αγορές των ΗΠΑ
Το αποτέλεσμα είναι χειροπιαστό. Η άνοδος των αποδόσεων συνεπάγεται ακριβότερα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια για εκατομμύρια Αμερικανούς. Ταυτόχρονα, η προοπτική επίμονου πληθωρισμού —ως συνέπεια των δασμών— ενισχύει την πιθανότητα διατήρησης υψηλών επιτοκίων από τη Fed, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την οικονομία.
Ο «Tariff War 2.0» δεν είναι πλέον θεωρία ή σκληρή ρητορική. Είναι μια πραγματική αναμέτρηση με επιπτώσεις στις διεθνείς ροές κεφαλαίων και την καρδιά του χρηματοοικονομικού συστήματος. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι αν η Ουάσινγκτον έχει τη δυνατότητα να διαχειριστεί τις επιπλοκές μιας πολιτικής που —παρά τις προθέσεις— φαίνεται να στρέφεται ενάντια στον ίδιο της τον σχεδιασμό.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα