COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

STORIESΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Λέλα Καραγιάννη: «Κουράγιο, παιδί μου»

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, έναν περίπου μήνα πριν αποτινάξει η Αθήνα το βαρύ ζυγό του κατακτητή (12 Οκτωβρίου 1944), τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκτέλεσαν τη Λέλα Καραγιάννη μαζί με δεκάδες άλλους αγωνιστές της Αντίστασης στο άλσος Χαϊδαρίου, κοντά στη μονή Δαφνίου.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, έναν περίπου μήνα πριν αποτινάξει η Αθήνα το βαρύ ζυγό του κατακτητή (12 Οκτωβρίου 1944), τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκτέλεσαν τη Λέλα Καραγιάννη μαζί με δεκάδες άλλους αγωνιστές της Αντίστασης στο άλσος Χαϊδαρίου, κοντά στη μονή Δαφνίου.

Η Λέλα Καραγιάννη, που είχε γεννηθεί στη Λίμνη Ευβοίας στις 24 Ιουνίου 1898, διήγαγε τα περισσότερα έτη του σύντομου βίου της στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον έμπορο φαρμακευτικών – αρωματικών προϊόντων Νικόλαο Καραγιάννη και απέκτησε μαζί του επτά παιδιά.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Καραγιάννη έλαβε μέρος στο αντιστασιακό κίνημα, ιδρύοντας και χρηματοδοτώντας ήδη από το 1941 την αντιναζιστική οργάνωση «Μπουμπουλίνα».

Ως αρχηγείο της αντιστασιακής οργάνωσης χρησιμοποιήθηκε η οικία της οικογένειάς της, ιστορικό διατηρητέο μνημείο της Αθήνας, κοντά στην πλατεία Αμερικής.

Η απόκρυψη, η περίθαλψη και η φυγάδευση εγκλωβισθέντων στρατιωτών των Συμμάχων στη Μέση Ανατολή, η πρόκληση καταστροφών σε υλικά μέσα ή εγκαταστάσεις του εχθρού, καθώς και η παροχή πληροφοριών αναφορικά με τα σχέδια και τις κινήσεις του αντιπάλου στο Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, ήταν οι τομείς στους οποίους δραστηριοποιήθηκαν η Καραγιάννη και τα μέλη της οργάνωσής της, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τα πέντε μεγαλύτερα παιδιά της.

Τον Ιούλιο του 1944 η Λέλα Καραγιάννη και πέντε από τα παιδιά της συνελήφθησαν από τους γκεσταπίτες.

Η Λιμνιώτισσα με το απαράμιλλο θάρρος και τον άδολο πατριωτισμό υποβλήθηκε αρχικά σε φρικτά βασανιστήρια στα διαβόητα κρατητήρια της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν και μεταφέρθηκε ακολούθως στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου.

 

Η Λέλα Καραγιάννη τιμήθηκε μετά θάνατον από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.

Στη Λέλα Καραγιάννη ήταν αφιερωμένο ένα εκτενές άρθρο του «Βήματος» που έφερε τον τίτλο «Η Μητέρα εξετελέσθη!» και είχε δημοσιευτεί στις 4 Σεπτεμβρίου 1988, λίγες ημέρες πριν συμπληρωθούν 44 έτη από την εκτέλεση της αείμνηστης ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης.

Η ιδιαιτερότητα του εν λόγω κειμένου έγκειται στο γεγονός ότι συντάκτης του υπήρξε ο Βύρων Καραγιάννης, γιος της εθνομάρτυρος και συναγωνιστής της (συνελήφθη και υπέστη φρικτά βασανιστήρια από τους ναζί), ο οποίος κατέθεσε τη δική του —μοναδικής αξίας ασφαλώς— μαρτυρία για την όλη δράση της μητέρας του, καθώς και για τις τελευταίες ημέρες και ώρες της.

Επιλεγμένα αποσπάσματα —κατ’ ανάγκην περιορισμένης εκτάσεως— από τη συγκλονιστική μαρτυρία-ντοκουμέντο του Βύρωνος Καραγιάννη εκτίθενται κατωτέρω:

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της Κατοχής η Μητέρα μου, ο πατέρας μου και μαζί κι εμείς, τα παιδιά τους, αντλώντας δύναμη από την έντονη ανησυχία τους για την τύχη της πατρίδας μας αρχίσαμε τον αγώνα κατά του κατακτητή. Το πρώτο έργο ήταν η περίθαλψη των συμμάχων στρατιωτών.

Με την πάροδο του χρόνου έγινε η συγκρότηση της οργανώσεως «Μπουμπουλίνα». Ήταν σκέψη της Μητέρας μου, η οποία με τη φλόγα του πατριωτισμού που τη θέρμαινε άρχισε να δραστηριοποιεί συγγενείς και φίλους κάτω από τη δική της καθοδήγηση, με σκοπό τη δράση και αντίσταση κατά του κατακτητού.

Το ενδιαφέρον όλων που από την αρχή ξεκίνησαν να δουλεύουν για την Αντίσταση ήταν τεράστιο. Η Λέλα Καραγιάννη, συγκινημένη από τον πατριωτισμό των πρώτων συνεργατών της, των παιδιών της, των φίλων και γνωστών της οικογενείας της, και από τον πόθο τους να συντελέσουν για να ’ρθει γρηγορότερα η λευτεριά στην πατρίδα μας, άρχισε να καταστρώνει σχέδια. Άρχισε τις διασυνδέσεις της με άλλες δημιουργούμενες αντιστασιακές οργανώσεις των πόλεων και της υπαίθρου. Στις πόλεις αναπτυσσόταν δραστήρια και επιτελούσε έργο αξιοθαύμαστο η σιωπηλή στρατιά. Στην ύπαιθρο και τα βουνά απλωνόταν η οργάνωση του αντάρτικου στρατού.

Στην οργάνωση «Μπουμπουλίνα», από την αρχή, εντάχθηκαν σύμμαχοι αξιωματικοί και στρατιώτες που θέλησαν να παραμείνουν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν τον κατακτητή, και έμειναν εδώ με περίθαλψη της οργανώσεως. Αρκετοί προωθήθηκαν, με δική τους επιθυμία, στο αντάρτικο των βουνών και άλλοι φυγαδεύτηκαν για τη Μέση Ανατολή.

Εκτός από τα μέλη της οργανώσεώς μας, συνεργάσθηκαν μαζί μας ολόκληρες οικογένειες για να βοηθήσουν στη λευτεριά της πατρίδας. Κανένας δεν μπορούσε τις μέρες εκείνες να οραματισθεί το ψυχικό μεγαλείο μιας Μητέρας επτά παιδιών, να δίνει τα πάντα στον αγώνα για τη σοφή ιδέα της λεύτερης πατρίδας και να γίνεται το φόβητρο των κατακτητών.

[…]

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.9.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Θυμάμαι πολλές φορές, κατόπιν εντολής της Μητέρας μου, μεταφέραμε αντάρτες τραυματίες του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ που τους έφερναν μυστικά από τα βουνά σε προάστια των Αθηνών. Τους προωθούσαμε στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών για χειρουργικές επεμβάσεις και περίθαλψη.

Ο «Όττο» ήταν ένας στενός συνεργάτης της Μητέρας μου, που είχε τον βαθμό του αστυνομικού διευθυντού — όπως αργότερα μου εμπιστεύθηκε η Μητέρα μου, το πρόσωπο αυτό, ο «Όττο», ήταν ο Άγγελος Έβερτ.

Με εντολή της Μητέρας μου μεταφέραμε συμμάχους σε διάφορα σπίτια συνεργατών για να μη γίνονται στόχος και κινδυνέψουν. Σε όλες τις περιοχές του λεκανοπεδίου Αττικής υπήρχαν διασυνδέσεις της οργανώσεως και οι δυνατότητες αποκρύψεως ήταν ευνοϊκές. Το ξεκίνημα της αποκρύψεως των συμμάχων ήταν από το σπίτι της οδού Φυλής, που το ’χε ενοικιάσει η Μητέρα μου γι’ αυτόν τον σκοπό.

Δεν θα ξεχάσω με πόση στοργή αντιμετώπιζε η Μητέρα μου τους διάφορους συνεργάτες της, οι οποίοι έρχονταν στο μαγαζί και έντρομοι της έλεγαν ότι τους κυνηγούσαν και τους παρακολουθούσαν τα στρατεύματα κατοχής και εκδήλωναν τον φόβο ότι είχαν ανακαλύψει τα κρησφύγετά τους.

Τον Μάιο 1944 η Μητέρα μου πληροφορείται μέσα από τα Ες-Ες τις συλλήψεις ορισμένων γνωστών αντιστασιακών, που μέσα σ’ αυτούς υπήρχαν και σύνδεσμοι με την οργάνωση «Μπουμπουλίνα – Λέλα Καραγιάννη». Τις πληροφορίες αυτές τις επαλήθευσε και ο στενός της συνεργάτης «Όττο».

Τον Ιούνιο 1994 πληροφορήθηκε η Μητέρα μου τις πρώτες συλλήψεις στελεχών της οργανώσεως «Μπουμπουλίνα – Λέλα Καραγιάννη». Η κατάσταση της υγείας της Μητέρας μου άρχισε να επιδεινώνεται λόγω μεγάλης υπερκοπώσεως. Το σπίτι μας παρακολουθείται στενά από τους ναζί. Διάφοροι, με πολιτικά, περιφέρονται γύρω από το σπίτι μας, τις δε βραδινές ώρες μαύρες Μερσεντές στάθμευαν σε γύρω στενά, με άνδρες της Γκεστάπο και των Ες-Ες με πολιτική περιβολή. […] Στις αρχές Ιουλίου ειδοποιήθηκε η Μητέρα μου από ανθρώπους μας μέσα στα Ες-Ες ότι επίκειται η σύλληψή της και τη συμβούλευσαν να εξαφανισθεί. Οι γιατροί μας και συνεργάτες της τη συμβούλευσαν μάλιστα να πάει αμέσως στον ΕΕΣ και να εισαχθεί για παρακολούθηση ιατρική, γιατί επιβαλλόταν για την αποκατάσταση της υγείας της.

Λίγες ημέρες προτού μπει στο νοσοκομείο ειδοποίησε όλα τα μέλη της οργανώσεως και τους συνεργάτες της να εξαφανισθούν από τα κρησφύγετά τους, για να αποφύγουν τη σύλληψη. Παράλληλα, την παραμονή της εισαγωγής της στο νοσοκομείο, κάλεσε τον πατέρα μου και εμάς όλους σε οικογενειακό συμβούλιο.

Θυμάμαι πολύ καλά ότι μας είπε ότι θεωρεί σκόπιμο να μην εξαφανισθεί, αφού ήδη έχουν συλληφθεί πολλά μέλη της οργανώσεώς της. Παρά τις παραινέσεις των συνεργατών, Ελλήνων και συμμάχων, θυμάμαι τις λέξεις που μας είπε:

«Παιδιά μου, όταν σας πιάσουν, θα σας βασανίσουν πολύ. Πρέπει να δείξετε γενναιότητα και να μη λυγίσετε, γιατί τα βασανιστήρια θα γίνουν φρικτότερα και ακόμη θα επιβαρύνετε περισσότερο τη θέση σας. Δεν ξέρετε τίποτα. Ρωτήστε τη Μητέρα μας, θα λέτε, ρίχτε σε μένα όλα τα βάρη. Εσείς τίποτε δεν είδατε, τίποτε δεν ξέρετε. Μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση να γλιτώσετε. Εμένα, παιδιά μου, θα με τουφεκίσουν. Δεν θέλω ούτε ο άνδρας μου ούτε τα κορίτσια μου ούτε τα παιδιά μου να πενθήσετε για τον χαμό μου. Κάναμε το καθήκον μας προς την πατρίδα». Μας φίλησε, μας αγκάλιασε, και ο πατέρας μου με την αδελφή μου Ιωάννα τη συνόδευσαν στο νοσοκομείο ΕΕΣ.

Εκεί την ανέλαβε ο ιατρός και συνεργάτης Σαρακηνός, ο οποίος θα μεριμνούσε για την αποκατάσταση της υγείας της. Αξίζει να αναφερθεί ότι και στο κρεβάτι του νοσοκομείου δεν έπαψε να δέχεται συνεργάτες της και να τους καθοδηγεί για τον αγώνα.

Ο «Όττο», πολλές ημέρες πιο μπροστά από την είσοδό της στο νοσοκομείο, την ειδοποίησε ότι θα αναλάβει εκείνος προσωπικά την απόκρυψή της, αν τούτο του ζητούσε. Και κατά τη διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο την παρακαλούσε να δεχθεί την απόκρυψή της. Την παρακαλούσε να δεχθεί την απόκρυψή της με ευθύνη του. Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Η απόφασή της ήταν να μην εγκαταλείψει τον αγώνα.

Στο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου με κάλεσαν μαζί με άλλους συγκρατούμενους στο πρωινό προσκλητήριο και μας έβαλαν στη γνωστή κλούβα για να μας μεταφέρουν (σ.σ. από το Χαϊδάρι) στη Μέρλιν για ανάκριση. […] Ήρθαν να με πάρουν για το ανακριτικό γραφείο. Ανοίγοντας την πόρτα, έβγαζαν τη Μητέρα μου από μέσα. Προφανώς η συνάντηση αυτή έγινε από σκοπιμότητα. Είδα να τη σέρνουν σε κακά χάλια δύο δήμιοι. Ήταν κυριολεκτικά παραμορφωμένη. Το πρόσωπό της αγνώριστο από τα οιδήματα, από τις μελανιές και τα αίματα. Το σαγόνι εξαρθρωμένο, τα δόντια της σπασμένα, το φόρεμά της ολόσχιστο και βαμμένο από αίματα. Τα χέρια της με οιδήματα και εμφανή τα χτυπήματα από μαστίγιο. Το ίδιο και τα πόδια της. Ένιωσα τον πόνο να μου ματώνει την καρδιά. Αλλά δυστυχώς ήμουν ανήμπορος να υπερασπισθώ τη μάνα μου. Σε μια στιγμή γύρισε το πρησμένο ολότελα από τις κακώσεις, καταματωμένο προσωπάκι της, με κοίταξε στοργικά και με συμπόνια, που ενώ δεν μπορούσε να μου μιλήσει το παραμορφωμένο στοματάκι της, η ματιά της μου έλεγε: «Κουράγιο, παιδί μου». Την κατέβασαν από τις σκάλες οι δήμιοι. Ήταν η στερνή φορά που αντίκρισα τη Μητέρα μου.

Ξημέρωμα 8 Σεπτεμβρίου είδα ένα όνειρο περίεργο, που με έκανε να σηκωθώ αναστατωμένος. Το διηγήθηκα στους συγκρατούμενούς μου, ότι είδα το σπίτι μας της Λήμνου 1 γεμάτο ιερείς και αρχιερείς, με τα χρυσοποίκιλτα άμφιά τους, με τις ποιμαντορικές χρυσές ράβδους τους και τις δεσποτικές τους μίτρες. Μου έδιναν την εντύπωση ότι θα τελούσαν κάποιο μεγάλο Μυστήριο, μέσα στο σπίτι μας. Κάποιος μου είπε: «Αυτό είναι ευχάριστο. Θα ελευθερωθούμε». Ένας άλλος ηλικιωμένος, ονόματι Σκλαβούνος, συνεργάτης της Μητέρας μου, μου είπε κουνώντας το κεφάλι του: «Αυτό το όνειρο είναι τρομερό. Σημαίνει θάνατο». Μέσα στη σιγή του πρωινού ακούστηκαν από την κατεύθυνση του Δαφνίου ριπές πολυβόλου, συνεχείς και διακεκομμένες, για αρκετή ώρα. Αστραπιαία μεταδόθηκε η είδηση ότι κύκλωσαν τα γύρω υψώματα οι αντάρτες με σκοπό να μας ελευθερώσουν. Έλαμψαν όλων τα πρόσωπα από χαρά. Αλλά η αγωνία συνέχισε να μας διακατέχει. Όταν σταμάτησαν, ύστερα από λίγο, τα κακαρίσματα των πολυβόλων, απλώθηκε ανάμεσά μας νεκρική σιγή. Έσβηνε το όνειρο της απελευθερώσεώς μας.

Ήταν αδύνατο να φαντασθώ τη στιγμή αυτή ότι τα βόλια που έφευγαν από τα πολυβόλα θα σταμάταγαν τη ζωή της Μητέρας μου και μαζί και των άλλων συνεργατών της και αγωνιστών.

Το άλλο πρωί, 9 Σεπτεμβρίου, ήλθε στο κρησφύγετό μου ο πατέρας μου και μου ομολόγησε ότι «η Μητέρα εξετελέσθη» χθες και σήμερα βρίσκεται στο Β’ Νεκροταφείο.

Back to top button