COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

EΛΛΑΔΑ

Μάτι: Κόλαφος η απόφαση του δικαστηρίου κατά του Δημοσίου για τις αποζημιώσεις των συγγενών των θυμάτων

Κόλαφος το δικαστήριο, για ακόμη μια φορά, κατά του Ελληνικού Δημοσίου που παρά το μέγεθος της ασύλλυπτης τραγωδίας με τους 103 νεκρούς στο Μάτι, εξακολουθεί να προβάλλει γελοία επιχειρήματα προκειμένου να αποφύγει να κάνει το αυτονόητο και ελάχιστο, δηλαδή να πληρώσει αποζημιώσεις στους συγγενείς που είδαν τους δικούς τους να πεθαίνουν από τις φλόγες βασανιστικά.

Τις προηγούμενες ημέρες επιδικάστηκε η δεύτερη αγωγή συγγενών μιας γυναίκας η οποία ήταν κάτοικος Νέου Βουτζά και βρήκε φριχτό θάνατο στον δρόμο, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της και ενώ προσπαθούσε να διαφύγει από την πύρινη λαίλαπα. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και στην πρώτη αγωγή, το δικαστήριο απέρριψε όλες τις αιτιάσεις του Δημοσίου και επιδίκασε αποζημιώσεις, αν και σε ποσά πολύ χαμηλότερα από ότι ζητούσαν οι συγγενείς.

Στη συγκεκριμένη αγωγή, οι πέντε συγγενείς ζήτησαν για ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο δια απανθράκωσης της συγγενούς τους συνολικά 740.000 ευρώ, ενώ το δικαστήριο τους επιδίκασε ένα ποσό αρκετά μικρότερο, ήτοι 150.000 ευρώ (τα μισά σχεδόν θα τα παραλάβει ο γιος του θύματος), μαζί με το επιτόκιο 6% από το 2019 οπότε και έγινε η αγωγή μέχρι σήμερα.

Η δεύτερη αυτή απόφαση επιδίκασης αποζημίωσης στους συγγενείς θυμάτων από την τραγωδία στο Μάτι, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την ικανοποίηση και των υπολοίπων, αν και για τους περισσότερους, το ζητούμενο είναι, όπως προκύπτει από τη δίκη που είναι σε εξέλιξη για την τραγωδία, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι της τραγωδίας.

Ενδιαφέρον έχει το σκεπτικό του δικαστηρίου που απέρριψε τις αιτιάσεις του Δημοσίου το οποίο… δεν βλέπει ευθύνη του στην τραγωδία λόγω «ειδικών συνθηκών», «έντονου ανέμου» μέχρι και… της ρυμοτομίας της περιοχής.

Για τη συγκεκριμένη αγωγή μάλιστα το Δημόσιο «βλέπει» και 95% ευθύνη στο θύμα, διότι «αποφάσισε αυτοβούλως, αντίθετα με τις γενικές οδηγίες της Γ.Γ.Π.Π. και ακαίρως να εξέλθει της οικίας της, παρά το γεγονός ότι η διαφυγή της δεν ήταν εξασφαλισμένη, ενόψει μάλιστα ότι η οικία της επί της οδού Αμφιτρίτης στο Νέο Βουτζά δεν υπέστη ζημίες παρά μόνο στον περιβάλλοντα χώρο αυτής».

Το δικαστήριο σε αυτό απαντά ως εξής: «Απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, με τον οποίο προβάλλεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, λόγω της ενέργειας της ίδιας της θανούσας να αποχωρήσει αυτοβούλως από την οικία της, η οποία, εν τέλει, παρέμεινε αλώβητη, οπότε, εάν αυτή είχε παραμείνει εντός αυτής, θα ήταν ασφαλής. Και τούτο διότι, εν προκειμένω, ενόψει του κινδύνου που η θανούσα διέτρεχε από την εξελισσόμενη πυρκαγιά, η αποχώρηση από την οικία της αποτελεί ενέργεια αναμενόμενη, ιδίως εφόσον δεν είχε ειδική και επαρκή πληροφόρηση για τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν και τον βαθμό του κινδύνου στον οποίο εκτίθεται».

Το δικαστήριο, σύμφωνα και με τις γνωμοδοτήσεις των πραγματογνωμόνων, επίσης, αναγνωρίζει ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες «ουδέποτε εξέτασαν τη δυνατότητα οργανωμένης προληπτικής απομάκρυνσης πολιτών και, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ.5 στ΄ του ν.3013/2002 σε συνδυασμό με το άρθρο 44 του π.δ.210/1992, παρέλειψαν να διατυπώσουν εγκαίρως εισήγηση για την οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των εντός του ως άνω οικισμού και της εν γένει πληττόμενης περιοχής ευρισκόμενων πολιτών με σκοπό την προστασία και διάσωσή τους από την εξελισσόμενη καταστροφική πυρκαγιά».

Απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον οποίο η οργανωμένη απομάκρυνση των πολιτών δεν ήταν ενδεδειγμένο μέτρο στη συγκεκριμένη πυρκαγιά, ελλείψει επαρκούς χρόνου για την ασφαλή απομάκρυνση τους. Ειδικότερα, όπως αναφέρει η σχετική απόφαση, «ο εν λόγω ισχυρισμός αφενός μεν είναι αόριστος, καθόσον δεν εξειδικεύεται με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος κατά τον οποίο η πυρκαγιά κατέστη μη αντιμετωπίσιμη και στη συνέχεια εισήλθε, κατά τους ισχυρισμούς του, ανεξέλεγκτη στον οικισμό του Νέου Βουτζά, ούτε ο χρόνος που ήταν αναγκαίος για την οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των εντός του εν λόγω οικισμού πολιτών, βάσει καταρτισθέντος σχεδίου οργανωμένης απομάκρυνσης, ενώ, εξάλλου, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο συνομολογεί ότι δεν είχε καταρτιστεί σχέδιο οργανωμένης εκκένωσης του οικισμού του Νέου Βουτζά, αφετέρου δε αβάσιμος, διότι τα πρώτα πυροσβεστικά μέσα κατέφθασαν στο σημείο του συμβάντος και άρχισαν να επιχειρούν περί ώρα 16:41- 17:00, ενώ η πυρκαγιά εισήλθε στον οικισμό του Νέου Βουτζά στις 18:00, ώστε από την έναρξη των επιχειρήσεων πυρόσβεσης έως την είσοδο της πυρκαγιάς στον Νέο Βουτζά δεν μεσολάβησε κατ’ ανάγκη χρονικό διάστημα μικρότερο της ώρας».

Και στην απόφαση προστίθεται: «Υπό τις ίδιες έκτακτες και εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες πραγματοποιήθηκε επιτυχώς, κατόπιν της έγκαιρης σχετικής απόφασης των αρμόδιων κατά περίπτωση οργάνων, οργανωμένη απομάκρυνση ατόμων από το Λύρειο Ίδρυμα και από όλες τις κατασκηνώσεις της ευρύτερης περιοχής. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, τα αρμόδια όργανα της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ.4δ΄, 6 παρ.1 και 6 του ν. 3013/2002, παρέλειψαν εγκαίρως, με κάθε πρόσφορο για την περίπτωση μέσο, να προειδοποιήσουν και να πληροφορήσουν τους πολίτες εντός της πληττόμενης περιοχής, σχετικά με την ταχέως εξελισσόμενη καταστροφική πυρκαγιά που κατευθυνόταν επικίνδυνα προς τον οικισμό του Νέου Βουτζά, παρέχοντάς τους ταυτοχρόνως τις ενδεδειγμένες και ειδικές οδηγίες ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών (μέγεθος, ένταση κ.λπ.) της συγκεκριμένης πυρκαγιάς, προκειμένου να μπορέσουν αυτοί να προετοιμαστούν και να βελτιώσουν τη δυνατότητα αντίδρασής τους προτού έρθουν αιφνιδίως αντιμέτωποι με το επίμαχο φαινόμενο και εν τέλει να διασωθούν».

Και η απόφαση καταλήγει: «Το Δικαστήριο, ενόψει των ιδιαίτερων καθηκόντων και υποχρεώσεων των ως άνω δημόσιων υπηρεσιών που απορρέουν από τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, την αρχή της καλής πίστης, την επιστημονική και επαγγελματική εκπαίδευση και εμπειρία των πυροσβεστών και των οργάνων της Γ.Γ.Π.Π., κρίνει ότι οι ως άνω παράνομες παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου συνιστούν υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας»…

Back to top button