COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

EΛΛΑΔΑΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Η μεγάλη απάτη με τους πλαστούς πίνακες: Πήγαν να πουλήσουν σε τραπεζίτη έναν «Τζάκσον Πόλοκ» έναντι 12 εκατ. ευρώ

Εργαστήρι ζωγραφικής μέσα σε ένα μεγαλοαστικό διαμέρισμα δίπλα από την πλατεία Δεξαμενής, στις παρυφές του λόφου του Λυκαβηττού στο Κολωνάκι, ήταν το «στρατηγείο» του κυκλώματος που φέρεται να πλαστογραφούσε και να πουλούσε έναντι πολλών εκατομμυρίων ευρώ πίνακες ζωγραφικής μεγάλων δημιουργών.

Ο 61χρονος ζωγράφος που αναλάμβανε να αντιγράψει με δεξιοτεχνία και απόλυτη ακρίβεια έργα ζωγράφων όπως ο Πικάσο ήταν -σύμφωνα με αστυνομικές πηγές- εξαιρετικός ζωγράφος και είχε βαθιά γνώση της ιστορίας της τέχνης. Το εργαστήρι που είχε φτιάξει μέσα στο σπίτι όπου ζούσε με τη σύζυγό του αποτελούσε για εκείνον «ησυχαστήριο», μέσα στο οποίο ζωγράφιζε για ώρες. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, δεν είχε κάποια άλλη επαγγελματική δραστηριότητα και ζούσε -όπως και ολόκληρη η οικογένειά του- από την πώληση πλαστών έργων τέχνης.

Η 69χρονη σύζυγός του ήταν γόνος οικογένειας με τίτλους ευγενείας στη Ρουμανία και έτσι μπορούσε να «υποστηρίξει» το σενάριο ότι μέσω του στρατηγού -επί εποχής Τσαουσέσκου- πατέρα της έφτασαν στα χέρια της πίνακες ζωγραφικής ανεκτίμητης αξίας, κάποιοι εκ των οποίων δεν ήταν καν γνωστοί στο ευρύ κοινό.
Το κομμάτι της αστυνομικής έρευνας που έχει εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον αφορά σε έναν πίνακα του Αμερικανού ζωγράφου, Τζάκσον Πόλοκ, τον οποίο προσπαθούσαν να πουλήσουν έναντι 12 εκατομμυρίων ευρώ. Ο πίνακας αυτός βρέθηκε σε σπίτι στη Σόφια της Βουλγαρίας και μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει εάν είναι γνήσιος ή όχι. Και αυτό διότι οι βουλγαρικές Αρχές δεν έχουν ολοκληρώσει την πραγματογνωμοσύνη.

«Είναι μία δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία. Γίνεται ανάλυση των χρωμάτων από εξειδικευμένα εργαστήρια, ζητείται η βοήθεια Αμερικανών ειδικών που γνωρίζουν τα έργα του Πόλοκ, ζητείται επίσης η βοήθεια από αρμόδια ιδρύματα τέχνης. Ακόμα δεν έχουμε απάντηση από τις βουλγαρικές Αρχές για το κατά πόσο ο πίνακας είναι γνήσιος ή όχι».

Σε ερώτηση του iEidiseis σε αστυνομικές πηγές για τον υποψήφιο αγοραστή του πίνακα του Πόλοκ η απάντηση ήταν ότι «υπήρξαν κάποιες πληροφορίες ότι μέσω ενός Βούλγαρου οι Έλληνες, μέλη του κυκλώματος, θα πουλούσαν το έργο σε έναν τραπεζίτη, συλλέκτη έργων τέχνης, με έδρα τη Σόφια. Συνολικά 12 εκατομμύρια ευρώ θα έπαιρναν τα μέλη του κυκλώματος, ενώ θα αμείβονταν και ενδιάμεσοι. Οι Έλληνες θα ξέπλεναν τα χρήματα που θα εισέπρατταν μέσω εταιρίας».

Όσον αφορά στον επαγγελματικό τρόπο δράσης της «οικογενειακής επιχείρησης» των φιλόμουσων πλαστογράφων, αστυνομικές πηγές εξηγούν ότι έφταναν στο σημείο να δημιουργούν «ιστορικό» πινάκων (ή αλλιώς να φτιάχνουν το προφίλ ενός πίνακα), προκειμένου να είναι αληθοφανές ότι πρόκειται για γνήσια έργα. Δηλαδή, πλαστογραφούσαν ένα έργο και στη συνέχεια το μετέφεραν για συντήρηση σε εξειδικευμένα ιδρύματα. Ακολούθως έπαιρναν το πιστοποιητικό συντήρησης από τα εργαστήρια και με τον τρόπο αυτό γίνονταν πιο πειστικοί στους υποψήφιους αγοραστές για την ιστορία του πίνακα που είχε περάσει από τα χέρια ειδικών για τη συντήρησή του, συνεπώς -όπως φέρονται να ισχυρίζονταν- δε θα μπορούσε να πρόκειται για πλαστό.

Ο «εγκέφαλος»

Ως «εγκέφαλος» φέρεται ένας 35χρονος και ως βασικοί συνεργάτες του ο 61χρονος πατέρας του και η 69χρονη μητέρα του. Αυτό που προκάλεσε εντύπωση ακόμα και στους πιο έμπειρους αστυνομικούς είναι ότι ο 61χρονος ήταν αυτός που ζωγράφιζε τους πίνακες και μάλιστα με τέτοια δεξιοτεχνία που οι υποψήφιοι αγοραστές πίστευαν ότι πράγματι ανήκουν σε μεγάλους ζωγράφους. Ο άνθρωπος αυτός περιγράφεται ως «artfreak», γνωρίζοντας τα πάντα για όλους τους μεγάλους ζωγράφους και την ιστορία της τέχνης.

Ο 35χρονος κατηγορείται ότι «γνωρίζοντας τις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού και τη διαθεσιμότητα των έργων τέχνης στην αγορά έδινε κατευθύνσεις στον πατέρα του ώστε να φτιάχνει συγκεκριμένα έργα ζωγράφων που είχαν μεγαλύτερη ζήτηση. Αυτός ερχόταν σε επαφή με οίκους δημοπρασιών του εξωτερικού , διαπραγματευόταν τα προς πώληση έργα και τα διακινούσε με μεταφορικές εταιρίες».

Ο 61χρονος πατέρας του ήταν αυτός που δημιουργούσε τους πίνακες γνωστών ζωγράφων, διαθέτοντας τη δεξιότητα να ζωγραφίζει ενώ είχε ειδικές γνώσεις περί της ιστορικής και καλλιτεχνικής φύσης των δημιουργών τους, όπως και των καλλιτεχνικών κινημάτων της περιόδου στις οποίες ανήκαν αλλά και της τεχνοτροπίας που ο κάθε δημιουργός είχε υιοθετήσει. Μάλιστα εφάρμοζε διάφορες τεχνικές ζωγραφικές και χρησιμοποιούσε κατάλληλα υλικά, ώστε να επιτυγχάνει τη δημιουργία πινάκων ζωγραφικής, δήθεν αδημοσίευτων ή μη καταγεγραμμένων που έφεραν την υπογραφή του δημιουργού. Έλεγε ότι προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές διακεκριμένων πολιτικών ή συλλεκτών του προηγούμενου αιώνα καταλήγοντας μέσα από μεταβιβάσεις στην οικογένεια της συζύγου του.

Η σύζυγός του και μητέρα του 35χρονου φερόμενου ως εγκέφαλου, είναι επίσης κατηγορούμενη. Φέρεται να παρείχε το γνωστικό πλαίσιο και τα οικογενειακά δεδομένα προγόνων της από την εποχή του Τσαουσέσκου, βάσει του οποίου το κύκλωμα έστηνε το ψευδές σενάριο για τη δήθεν διαδρομή της μεταβίβασης των έργων από τους αρχικούς δημιουργούς των έργων σε πολιτικά πρόσωπα της εποχής και σε γνωστούς συλλέκτες (Κόμης,, Teriade, Αλέξανδρος Ιόλας) και από εκεί στον πατέρα της. Η γυναίκα αυτή παρουσιαζόταν στους υποψήφιους αγοραστές ως συλλέκτρια έργων τέχνης, ισχυριζόμενη ότι τα έχει κληρονομήσει από τον πατέρα της, στρατηγό επί προεδρίας Τσαουσέσκου.

Οι πίνακες

Οι πίνακες ζωγραφικής θα πωλούνταν στη μαύρη αγορά έναντι αστρονομικών ποσών.

Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας με τίτλο «Βάζο με λουλούδια» του Γιώργου Ιακωβίδη, το οποίο είναι μία ελαιογραφία σε μουσαμά του 1900. Αίσθηση προκαλεί και το πιστοποιητικό γνησιότητας για έργο του Πάμπλο Πικάσο που κατασχέθηκε από τους αστυνομικούς. Πρόκειται για πιστοποιητικό που τα μέλη του κυκλώματος επιδείκνυαν στους υποψήφιους αγοραστές του πίνακα. Πρόκειται για πίνακα ζωγραφικής του Πικάσο του 1930, ενώ το πλαστογραφημένο πιστοποιητικό γνησιότητας ανέφερε ότι «το έργο βρίσκεται επί 15 χρόνια στη συλλογή του στρατηγού Ν.Γ. (Ρουμανία) αποθανόντος στις 29 Σεπτεμβρίου 2002. Ο σημερινός κάτοχος του έργου είναι η κόρη του στρατηγού Ν.Ε.

Το κύκλωμα εμπορίας πλαστών πινάκων ζωγραφικής ήταν έτοιμο να πάρει 12 εκατομμύρια ευρώ από την πώληση ενός και μόνου πίνακα.

Για την υπόθεση ταυτοποιήθηκαν πέντε άτομα, ενώ κατασχέθηκαν 18 πίνακες, δύο φούρνοι για παλαίωση έργων τέχνης και πλήθος σφραγίδων και εγγράφων. Η Αστυνομία εκτιμά ότι το παράνομο οικονομικό όφελος του κυκλώματος ξεπερνά τα 6.000.000 ευρώ.

Αστυνομικές πηγές αναφέρουν ότι είχε προηγηθεί έρευνα το Φεβρουάριο του 2023 στη Σόφια Βουλγαρίας, σε στενή συνεργασία με εκπροσώπους της Europol και του Τμήματος Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς των βουλγαρικών Αρχών. Κατά την έρευνα απετράπη αγοραπωλησία πίνακα, ο οποίος θα πωλούνταν έναντι 12.000.000 ευρώ.

Ακολούθησαν έρευνες σε οικίες και αποθήκη στην Αττική, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 10 πίνακες ζωγραφικής, σφραγίδες, έγγραφα, πιστοποιητικά γνησιότητας και μεταλλικός φούρνος για την παλαίωση έργων τέχνης.

Για τους πίνακες που βρέθηκαν στην Αττική παραγγέλθηκε πραγματογνωμοσύνη και προέκυψε ότι ήταν εξ’ ολοκλήρου πλαστοί, κατ’ απομίμηση του καλλιτεχνικού ιδιώματος των ζωγράφων στους οποίους αποδίδονται ενώ και οι υπογραφές που έφεραν ήταν πλαστές, ομοίως κατ’ απομίμηση των υπογραφών των ζωγράφων που φέρονται ότι τους δημιούργησαν.

Από την περαιτέρω διερεύνηση προέκυψε ότι, τα μέλη της οργάνωσης είχαν συστήσει και ενταχθεί σε αυτή, τουλάχιστον από το 2014, με επαγγελματική δομή, διακριτούς ρόλους και διαρκή δράση, με σκοπό την αποκόμιση μεγάλου παράνομου περιουσιακού οφέλους, μέσω της κατάρτισης και διακίνησης πινάκων, που παρουσιάζονταν ως αυθεντικοί με πλαστά πιστοποιητικά γνησιότητας.

Ο τρόπος δράστης της συμμορίας
Ως προς τον τρόπο δράσης (modus operandi) χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένη μεθοδολογία και συγκεκριμένα:

προμηθεύονταν τα απαραίτητα υλικά (χαρτί παλαιού τύπου, μηχανήματα παλαίωσης των έργων, σφραγίδες) για τη δημιουργία πλαστών πινάκων,
για την πιστοποίηση της αυθεντικότητας των έργων, πλαστογραφούσαν την υπογραφή του εκάστοτε δημιουργού, αποτύπωναν πλαστές χειρόγραφες αφιερώσεις ενώ χρησιμοποιούσαν πλαστές σφραγίδες μεταβίβασης και ψευδείς τίτλους δήθεν υπογεγραμμένους από επιφανείς ιστορικούς τέχνης της εποχής,
έρχονταν σε επαφή με οίκους δημοπρασιών του εξωτερικού, παραπλανώντας τους για την αυθεντικότητα των πινάκων ισχυριζόμενοι ότι προέρχονται από συλλέκτες του προηγούμενου αιώνα ή από πολιτικά πρόσωπα,
μέσω διεθνούς δικτύου που είχαν αναπτύξει για την προώθηση των έργων τους, αναρτούσαν τους πίνακες σε ηλεκτρονικές δημοπρασίες και καταλόγους,
συσκεύαζαν τα έργα σε ξυλοκιβώτια και τα απέστελλαν στο εξωτερικό μέσω μεταφορικής εταιρίας (αερομεταφορά) για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας.
Για την επίτευξη του σκοπού της παράνομης δραστηριότητάς τους, είχαν αναπτύξει διακριτούς ρόλους, και συγκεκριμένα:

35χρονος, ως αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης, είχε αναλάβει το συντονισμό των υπόλοιπων μελών, ερχόταν σε επαφή με οίκους δημοπρασιών, διαπραγματεύονταν τις αγοραπωλησίες και διαχειρίζονταν τα χρήματα που αποκόμιζαν,
61χρονος, έχοντας ζωγραφικές δεξιότητες και ειδικές γνώσεις σχετικά με τη φύση και την τεχνοτροπία των ζωγράφων, κατάρτιζε τους πλαστούς πίνακες,
69χρονη, εκμεταλλευόμενη την αλλοδαπή καταγωγή της, παρείχε πληροφορίες για την οργάνωση της ψευδούς διαδρομής των έργων, από τους αρχικούς δημιουργούς στα μέλη της οργάνωσης, ενώ παρουσιαζόταν ως συλλέκτρια έργων τέχνης στους υποψήφιους αγοραστές, 56χρονος, είχε αναλάβει τη συσκευασία των πινάκων και την παράδοσή τους στις μεταφορικές εταιρίες, την είσπραξη των χρημάτων από τις αγοραπωλησίες, την παραλαβή των πλαστών εγγράφων και σφραγίδων, ενώ εκτελούσε χρέη οδηγού της οργάνωσης και 48χρονη, ιδιοκτήτρια καταστήματος κατασκευής σφραγίδων, προμήθευε την οργάνωση με τις πλαστές σφραγίδες.

Χαρακτηριστικό είναι ότι, τα τρία βασικά μέλη της οργάνωσης (35χρονος, 61χρονος και 69χρονη), σε σχετικό οικονομικό έλεγχο που πραγματοποιήθηκε από το Σ.Δ.Ο.Ε. προέκυψε να κατέχουν σημαντικά χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, παρότι δεν παρουσιάζουν επαγγελματική και επιχειρηματική δραστηριότητα.

Το παράνομο οικονομικό όφελος που αποκόμισε η εγκληματική οργάνωση υπολογίζεται σε ποσό άνω των -6.000.000- ευρώ.

Οι κατασχεθέντες πίνακες ζωγραφικής θα εξεταστούν ως προς τη γνησιότητά τους, ενώ έχουν ενημερωθεί ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.), ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Εικαστικών Έργων και Εφαρμογών (Ο.Σ.Δ.Ε.Ε.Τ.Ε.) και το Υπουργείο Πολιτισμού.

Η σχηματισθείσα δικογραφία υποβλήθηκε στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή και η υπόθεση παραπέμφθηκε σε Ανακριτή.

Back to top button