COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Νάσια Διονυσίου: Μετά τη βράβευσή μου, νιώθω πως διαθέτω περισσότερη σιγουριά και ελευθερία

Η συγγραφέας της νουβέλας «Τι είναι ένας κάμπος» τιμήθηκε πριν από δύο εβδομάδες με την ανώτατη τιμητική διάκριση στο χώρο του βιβλίου, στην Ελλάδα, και μιλάει στα «Ελεύθερα», πρώτη φορά μετά την βράβευσή της, γι’ αυτή την τόσο σημαντική στιγμή και της Κυπριακής Λογοτεχνίας.

– Είναι ελπιδοφόρο, νομίζεις, για την Κυπριακή Λογοτεχνία, το γεγονός πως -για δεύτερη συνεχή χρονιά, μετά την περσινή βράβευση της Λουΐζας Παπαλοΐζου- ένα βιβλίο, Κύπριας συγγραφέως, να βρίσκεται ανάμεσα στα τιμητικά -και με μεγάλο ανταγωνισμό, αφού μιλάμε για την λογοτεχνική παραγωγή μιας χώρας 10 εκατομμυρίων κατοίκων και όχι ενός μικρού κράτους 900 χιλιάδων ανθρώπων- Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία της Ελλάδας; …Είναι ωραίο να ξεκινούμε τη συζήτηση με τη λέξη «ελπιδοφόρο». Μα, και βέβαια είναι ελπιδοφόρο το γεγονός πως βιβλία που γράφονται στην Κύπρο, από Κύπριες και Κύπριους συγγραφείς, αναγνωρίζονται και τιμώνται, είτε με βραβεία, είτε με κατάταξη σε μικρές λίστες βραβείων σε σημαντικούς θεσμούς στην Ελλάδα, με κορυφαίο -σαφώς- τον θεσμό των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το πιο ελπιδοφόρο, ωστόσο, για εμένα δεν είναι τόσο η αναγνώριση της αξίας των έργων μας, όσο το ότι σε ένα στείρο περιβάλλον, όπως αυτό της χώρας μας, όπου, ό,τι δεν αποτιμάται χρηματικά ή δεν επιβάλλεται φωνασκώντας, εξοστρακίζεται από το δημόσιο ενδιαφέρον, υπάρχουν δημιουργοί -κι όχι μόνο στα γράμματα, αλλά και στη μουσική, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στον χορό, στα εικαστικά- που επιμένουν να παράγουν Τέχνη, προτείνοντας μια άλλη θέαση και άλλη αντίληψη των πραγμάτων. Και μάλιστα το κάνουν καλά!

– Έχεις εξήγηση γι’ αυτή την ξαφνική εξωστρέφεια της Κυπριακής Λογοτεχνίας; Ή πάντοτε «μας διάβαζαν οι Ελλαδίτες», απλώς οι περισσότεροι δεν το παίρναμε χαμπάρι θεωρώντας πως η λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου, αφορά μόνο την Κύπρο; Στο σκεπτικό της βράβευσης του βιβλίου μου, η κριτική επιτροπή κάνει αναφορά στον νέο δυναμισμό της κυπριακής λογοτεχνίας, που «πενήντα σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή, παρουσιάζει ωριμότητα και αυτοπεποίθηση». Ο δυναμισμός αυτός αναδεικνύεται κατά τα τελευταία χρόνια σταθερά, από σημαντικούς κριτικούς και ακαδημαϊκούς σε Ελλάδα και Κύπρο, οι οποίοι συμφωνούν πως αυτό που διαφέρει σήμερα δεν είναι τόσο η αποστασιοποίηση από το ιστορικό τραύμα της χώρας, όσο η πρισματική, πολυδιάστατη και αναστοχαστική αποτύπωσή του, με έναν τρόπο που καταφέρνει να ξεφεύγει από το στενά τοπικιστικό στοιχείο και αλληλεπιδρά με τις εμπειρίες και τα τραύματα των «άλλων». Ταυτόχρονα, η πεζογραφία που γράφεται σήμερα στην Κύπρο δεν εξαντλείται μόνο στο περιεχόμενο -το «τι» θέλει να πει- αλλά κυρίως αναζητεί νέους τρόπους και μορφές έκφρασης -το «πώς» λέει αυτό που θέλει να πει-, ώστε να συντονίζεται με τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: Σήμερα γράφουμε λιγότερο για τα ιστορικά γεγονότα και περισσότερο για τον αντίκτυπο των γεγονότων αυτών επάνω στον άνθρωπο, φωτίζοντας μικρές, απλές, καθημερινές ιστορίες, που δεν είναι κατ’ ανάγκη «ηρωικές», αλλά είναι κατ’ ουσία ανθρώπινες. Έτσι συναντάμε και τους αναγνώστες μας, οι οποίοι μπορούν να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν, μέσα από τους λογοτεχνικούς μας ήρωες, τους πραγματικούς ή τους δυνητικούς εαυτούς τους.

– Ανθρώπινα, πώς έμαθες για την βράβευσή σου; Και, τι έκανες μόλις σου ανακοινώθηκε; Με ποιους μίλησες π.χ. στο τηλέφωνο; Με πήρε τηλέφωνο πρώτος ο εκδότης μου, ο κ. Νίκος Γκιώνης, τον οποίο εκτιμώ απεριόριστα για την εμπιστοσύνη και τη στήριξή του, και αμέσως μετά η καλή μου φίλη και εξαίρετη συγγραφέας, Κωνσταντία Σωτηρίου. Τι έκανα; Άρχισα να χοροπηδώ από τη χαρά μου – κυριολεκτικά! Και, εννοείται, πως στον πρώτο άνθρωπο που το είπα ήταν στην κόρη μου, τη Μυρτώ.

– Η Μυρτώ ήταν η πρώτη αναγνώστρια του -βραβευμένου πια- «Κάμπου» – ή ακόμη και των πρώτων εκδοχών του, μέχρι να καταλήξεις στο τελικό κείμενο; Δεν ήταν, αλλά σίγουρα με είδε αρκετές φορές να πετάγομαι από την καρέκλα για να προλάβω να σημειώσω κάποια ιδέα που μου ήρθε ξαφνικά ή με άκουσε να δοκιμάζω μεγαλοφώνως φράσεις του βιβλίου, που με παίδευαν ώσπου να βρουν τον ρυθμό τους. Είχα, πάντως, την τύχη τις πρώτες εκδοχές του «Κάμπου», καθώς και τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις κι αμφιβολίες μου, να τις μοιραστώ με φίλους που με βοήθησαν με τις επισημάνσεις τους, και συγκεκριμένα την ακαδημαϊκό και ποιήτρια, Δήμητρα Δημητρίου, και τον πεζογράφο, Δημήτρη Τανούδη, τους οποίους και ευγνωμονώ.

– Υπήρξε κάποιο τηλεφώνημα από ομότεχνό σου, πέραν της Κωνσταντίας, κάποιο που να σε συγκίνησε ιδιαίτερα με όσα σου ανέφερε; Υπήρξαν αρκετά τηλεφωνήματα και πάρα πάρα πολλά μηνύματα, τόσο από ομοτέχνους μου, όσο και από αναγνώστες. Με συγκινούν όλα βαθιά, όπως με συγκινούσαν και καθ’ όλη την πορεία του βιβλίου μου εδώ και ενάμιση χρόνο, αφού στη σχέση που δημιουργεί η λογοτεχνία, δεν αρκεί να υπάρχει ένας καλός πομπός αλλά απαιτείται κι ένας ενεργητικός δέκτης. Αυτό, όμως, που πιο πολύ με συγκίνησε, θα έλεγα πως ήταν τα τηλεφωνήματα που δεν έλαβα από ανθρώπους που ξέρω πως θα χαίρονταν πραγματικά με αυτό το νέο, αλλά δεν βρίσκονται πια μαζί μας. Αναφέρομαι, ιδίως, στον Δήμαρχο Ιωαννίνων, Μωυσή Ελισάφ, και στη συγγραφέα, Μυρτώ Αζίνα-Χρονίδη, αλλά και σε πιο δικούς μου ανθρώπους που μου λείπουν.

– Χρειάστηκες χρόνο μέχρι να… συνειδητοποιήσεις τι συνέβη; Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιώ ακόμη! Υποθέτω πως σημαίνει πως το βιβλίο μου έχει ακόμη δρόμο να διανύσει και την ευκαιρία να συναντηθεί με ακόμα περισσότερους αναγνώστες.

– Δεδομένου πως στα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία της Κύπρου για τις Εκδόσεις του 2021, η βραβευμένη πια στην Ελλάδα νουβέλα σου «Τι είναι ένας κάμπος» δεν βραβεύτηκε με το αντίστοιχο βραβείο -αν και συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα στα επικρατέστερα-, αποτέλεσε για σένα κατά κάποιο τρόπο και έκπληξη η ανακοίνωση της βράβευσης του «Κάμπου» από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελλάδας; Σα να μην το περίμενες; Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν σου έλεγα πως δεν το είχα ονειρευτεί. Το βιβλίο μου είχε μια θεαματική αποδοχή στην Ελλάδα, συμπεριλήφθηκε στις βραχείες λίστες βραβείων των περιοδικών «Ο αναγνώστης» και «Κλεψύδρα» -και μάλιστα στον «Αναγνώστη» κατέλαβε τη δεύτερη θέση-, φιλοξενήθηκε με πολλή αγάπη σε λέσχες ανάγνωσης, φεστιβάλ βιβλίου, πανεπιστημιακές συζητήσεις, απέσπασε εξαιρετικές κριτικές από σπουδαίους ανθρώπους των Γραμμάτων. Σίγουρα κανείς δεν μπορεί να προκαταλάβει την απόφαση μιας κριτικής επιτροπής, ούτε να παραγνωρίσει τη συγκυρία και την αξία των άλλων βιβλίων που ανταγωνίζονται το δικό του. Όμως, ναι, κάπου μέσα μου πίστευα πως η πορεία του βιβλίου μου θα μπορούσε να επιστεγαστεί με αυτό το βραβείο. Που και να μη γινόταν, βέβαια, η ηθική ικανοποίηση που είχα έως εκείνη τη στιγμή εισπράξει, ήταν έτσι κι αλλιώς ανεκτίμητη.

– Μια και σου ανέφερα αυτά τα «θεσμικά» της Κύπρου, δεν θα μπορούσα να μην σε ρωτήσω αν νομίζεις πως το κράτος μας δίνει την ώθηση -ή τις «ευκαιρίες» που ίσως να όφειλε να δίνει- σε Κύπριους συγγραφείς -νέους, ιδίως- παρέχοντάς τους κάποιες δυνατότητες ή ακόμη και κίνητρα στον γενικότερο κλάδο του «βιβλίου» στην Κύπρο… Οφείλω, βεβαίως, να επισημάνω στους αναγνώστες των «Ελεύθερων», πως δύο ήδη βδομάδες μετά την βράβευσή σου που κάνουμε αυτή την συνέντευξη η, κατά τα άλλα, «λαλίστατη» σελίδα του Υφυπουργείου Πολιτισμού στο Facebook, όπως και η αντίστοιχη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, δεν αναφέρθηκε σε αυτή την τόσο σημαντική στιγμή της Κυπριακής Λογοτεχνίας. Ούτε και η ιστοσελίδα του Υφυπουργείου μας, ανέρτησε κάτι. Απόλυτη σιωπή. Δεν χρειάζεται νομίζω να επεκταθώ, ρωτώντας σε -το αυτονόητο, για άλλες χώρες που δίνουν τη θέση που αρμόζει στην βιβλιοπαραγωγή των χωρών τους- αν κάποιος αρμόδιος από το Υφυπουργείο Πολιτισμού της Κύπρου επικοινώνησε έστω μαζί σου για να σε συγχαρεί… Μέχρι στιγμής κανένας, αλλά ας μου επιτρέψεις να μην το σχολιάσω περαιτέρω αυτό, και να περιοριστώ στο εξής: Στα θέματα του βιβλίου οι κρατικοί θεσμοί μας στερούνται οράματος, φαντασίας και πρωτοβουλίας. Δεν υποτιμώ το γεγονός ότι έστω και μέσα από αχρείαστες, πολλές φορές, γραφειοκρατικές διαδικασίες, το κράτος -σε κάποιο βαθμό- καλύπτει οικονομικά ορισμένες λογοτεχνικές δραστηριότητες. Ωστόσο, το ίδιο δεν δημιουργεί ούτε τις απαραίτητες συνθήκες για τη λογοτεχνική παραγωγή, ούτε τις ευκαιρίες για την προώθηση των βιβλίων και των συγγραφέων.

– Τι σημαίνει για σένα αυτό το βραβείο, Νάσια; Είναι μεγαλύτερη πια η ευθύνη για το επόμενο λογοτεχνικό σου έργο; Αισθάνεσαι μία, καλώς νοούμενη, πίεση για το «μετά»; Καθόλου, το αντίθετο θα έλεγα. Τώρα νιώθω πως διαθέτω περισσότερη σιγουριά και ελευθερία για να πειραματιστώ και να δοκιμαστώ σε νέες ιδέες, τρόπους και φόρμες.

– Στα 43 σου χρόνια έχεις εκδώσει δύο μόλις βιβλία – αν και και τα δύο αναγνωρισμένα και βραβευμένα. Γιατί; Πόσα άλλα είχες «πετάξει» πριν καταλήξεις σ’ αυτά τα δύο που βρίσκονται στα βιβλιοπωλεία; Θα σου φανεί παράξενο, όμως παρόλο που από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου ο τρόπος με τον οποίο μπορούσα να εκφραστώ ήταν μέσα από το γράψιμο, μόλις πριν από δέκα χρόνια αποφάσισα να προσπαθήσω να γράψω λογοτεχνία – κάτι, δηλαδή, που θα έχει περιεχόμενο, ουσία και συνάμα αισθητική αξία, ομορφιά. Επίσης, είμαι εξαιρετικά ολιγογράφος, με την έννοια ότι δεν γράφω πολλά κείμενα, αλλά γράφω πολλές φορές το ίδιο κείμενο, μέχρι να νιώσω πως το κάθετί που υπάρχει εκεί -το κάθε μήνυμα, η κάθε λέξη, η κάθε σιωπή- βρήκαν τη θέση τους και δεν θα μπορούσαν να βρίσκονταν αλλού ή αλλιώς. Οπότε, στην πραγματικότητα δεν έχω ανέκδοτο λογοτεχνικό υλικό.

– Μήπως μετά από δύο νουβέλες, την «Περιττή ομορφιά» και το «Τι είναι ένας Κάμπος», ήρθε η στιγμή, ωριμάζοντας πια κι η ίδια λογοτεχνικά, για ένα μεγάλο -σε όγκο και φόρμα- λογοτεχνικό έργο, ένα μυθιστόρημα π.χ.; Είναι απαραίτητο κάποιος πεζογράφος να γράψει ένα μυθιστόρημα; Δεν είμαι βέβαιη, αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς πως τέρατα της λογοτεχνίας, όπως ο Άντον Τσέχοφ, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, η Αλίς Μονρό και, στην Ελλάδα, ο σύγχρονός μου, Χρήστος Οικονόμου, δεν έγραψαν ποτέ τους μυθιστόρημα. Είναι διαφορετικά, άλλωστε, τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος από εκείνα του διηγήματος ή της νουβέλας και, κατ’ επέκταση, άλλες αρετές απαιτείται να διαθέτει ένας μυθιστοριογράφος κι άλλες ένας τεχνίτης της μικρής φόρμας. Ο Ουμπέρτο Έκο αποκαλεί ο μυθιστόρημα ένα «ανοιχτό έργο», ενώ ο Κορτάσαρ παραλληλίζει το διήγημα με μια κλειστή τάξη, μια σφαίρα, το πιο τέλειο γεωμετρικό σχήμα. Εμένα μου φαίνεται πως μου ταιριάζει περισσότερο το δεύτερο – αυτή η αυστηρή συμμετρία.

– Γενικά, η Ιστορία θα αποτελέσει και πάλι τον κεντρικό άξονα της επόμενής σου λογοτεχνική δουλειάς; Αυτή σε κινεί; Δεν το ήξερα πριν αρχίσω να γράφω το «Τι είναι ένας κάμπος», αλλά πράγματι η Ιστορία με γοητεύει συγγραφικά. Κι επειδή γράφοντας εξερευνώ κάτι, ώστε να το κατανοήσω καλύτερα πρώτα η ίδια, γράφοντας και για την Ιστορία καταφέρνω να την γνωρίσω μέσα από διαφορετικές οπτικές πλευρές, κάτι που με βοηθά εν τέλει να αποκαλύψω και να φωτίσω τα παράλληλα και συχνά αντικρουόμενα στρώματα πραγματικότητας που ενυπάρχουν στην πραγματικότητά μας. Οπότε, ναι, δεν αποκλείω και σε επόμενη λογοτεχνική δουλειά μου να αξιοποιήσω την Ιστορία ως φόντο ή ως καταλύτη στις ανθρώπινες ιστορίες με τις οποίες θα καταπιαστώ.

– Αν και αυτή η συνέντευξη θα αφορούσε κυρίως την βράβευσή σου και όχι το καθαυτό βιβλίο, κάτι τελευταίο, αμιγώς για τον «Κάμπο»: Η φράση σου «Ο άνθρωπος είναι ο τόπος», ήταν τελικά η φράση-κλειδί, ο κύριος άξονας του συνόλου της βραβευμένης αυτής νουβέλας σου; Το τι σημαίνει να χάνεις κανείς τον τόπο του, με τον τόπο να μην αποτελεί μια απλή γεωγραφική συντεταγμένη, αλλά το άθροισμα όσων συνθέτουν την ατομική και κοινωνική μας ταυτότητα, είναι ένας από τους κύριους άξονες του βιβλίου μου. Μαζί με αυτόν λειτουργούν κι άλλοι άξονες, όπως η αδιάκοπη εναλλαγή των ρόλων μέσα στη διαρκή κίνηση της Ιστορίας ή όπως λέει μία από τις ηρωίδες μου: «Με το γύρισμα της μοίρας μπορεί ο ένας να βρεθεί στη μεριά του άλλου». Πολύ σημαντικό, επίσης, είναι το εάν και το πώς επιλέγει ο καθένας μας να σταθεί από την πλευρά της ανθρωπιάς και «να υπερασπιστεί τα ανυπεράσπιστα», με χαρακτηριστική φράση, η οποία τώρα, μέσα και από τη βράβευση, νιώθω πως δικαιώνεται, την εξής: «Καμιά φορά συλλογιέμαι πως ο Θεός έβαλε την πένα στα δάχτυλά μου, για να μη μείνει τέλεια ανόητο το πέρασμά μου από το κόσμο».

Info: Τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία της Ελλάδας, που είναι ο κορυφαίος θεσμός -κύρους και ουσίας- στο χώρο των Γραμμάτων στην Ελλάδα, αποτελούν την έμπρακτη αναγνώριση της Πολιτείας προς το έργο και την προσφορά των δημιουργών και αποσκοπούν στην προβολή και τη διάδοση της Ελληνικής γραφής και σκέψης και στην υποστήριξη της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής.

Αυτό είναι το σκεπτικό βράβευσης της απονομής του φετινού Κρατικού Βραβείου Διηγήματος – Νουβέλας 2022, στην συμπατριώτισσά μας, Νάσια Διονυσίου, για το βιβλίο της «Τι είναι ένας κάμπος» («Εκδόσεις Πόλις»): «Στη νουβέλα της, η Νάσια Διονυσίου επιχειρεί, μέσω της λογοτεχνίας, να θέσει μεγάλα και οικουμενικά ζητήματα γύρω από τις μεγάλες κινήσεις στην Ιστορία και την επίδρασή τους στη μοίρα και την τύχη των ανθρώπων αλλά και του ενός εκάστου. Φωτίζοντας μια άγνωστη πτυχή της διεθνούς Ιστορίας, η Νάσια Διονυσίου ξετυλίγει, με πυκνότητα και οικονομία όπως και με ιδιαίτερη τεχνική αρτιότητα, την αφήγησή της με άξονα τα βρετανικά στρατόπεδα στην Αμμόχωστο, όπου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κρατούνταν Εβραίοι πρόσφυγες στην πορεία τους προς την Παλαιστίνη. Με ήρωα ένα δημοσιογράφο που εισέρχεται στο στρατόπεδο των Βρετανών, η Νάσια Διονυσίου ακτινογραφεί, όχι μόνο ένα ιστορικό γεγονός, αλλά ένα ψυχικό τοπίο ρεαλιστικού βιώματος και ονειρικής μετατόπισης. Οι παράλληλες ιστορίες εντείνουν το βίωμα και την αίσθηση του εκτοπισμού, της αιχμαλωσίας, της κράτησης και του νόστου σε συνθήκες που κρατήθηκαν στο ημίφως της επίσημης κυπριακής, όσο και της διεθνούς, ιστορίας και έχουν απηχήσεις μέχρι τις μέρες μας. Η Νάσια Διονυσίου ενορχήστρωσε με τρόπο άμεσο, όσο και υπαινικτικό, έναν χορό σκιών στο περιθώριο της Ιστορίας ανασυντάσσοντας προτεραιότητες και ιεραρχήσεις. Η νουβέλα “Τι είναι ένας κάμπος” ενισχύει τη δύναμη της λογοτεχνίας απέναντι στην ανάγκη της αυτοσυνειδησίας στον ρουν της Ιστορίας. Παράλληλα, εκφράζει τον νέο δυναμισμό της κυπριακής λογοτεχνίας, που 50 σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή, παρουσιάζει ωριμότητα και αυτοπεποίθηση».

Back to top button