COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

STORIES

Ο Γιώργος Μαζωνάκης το παραδέχτηκε δημόσια: «Το είχα από μικρός, ναι είμαι…» – ‘Βόμβα’ από τον τραγουδιστή!

Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ο Hugh Hefner ήταν και σκιτσογράφος. Με συγκινεί η εικαστική τέχνη. Έχω φίλους καλλιτέχνες και συλλέκτες, και προσπαθώ να μαθαίνω όσα περισσότερα μπορώ. Κάποια στιγμή, λοιπόν, όπως ψαχνόμουν με τα σκίτσα, κάπου είδα ότι ο Hefner είχε αυτό το πάθος. Όταν είπαμε πως θα φτιάξουμε αυτό το αφιέρωμα για τον ένα χρόνο από την επανακυκλοφορία της έντυπης έκδοσης του ελληνικού Playboy, το θυμήθηκα, και σκέφτηκα πως αυτός ο δήθεν χυδαίος και φτηνός και πρόστυχος είχε αυτό το κοινό χαρακτηριστικό με τον Walt Disney, που οι περισσότεροι τον φαντάζονται σαν έναν καλοσυνάτο παραμυθά που περπατάει στο δάσος χέρι-χέρι με την Χιονάτη και τον Mickey Mouse, και που εμπιστεύονται τις ταινίες του και τους ήρωές του για να μάθουν στα παιδιά τους τι είναι καλό και σωστό και όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, πολλοί περισσότεροι έχουν εκπαιδευτεί από τον Hefner, επειδή, όπως ήξερε πολύ καλά, ο καλύτερος τρόπος να μάθεις κάτι είναι μέσα από τη διέγερση των αισθήσεων.

Δεν υπάρχει κάτι περισσότερο παιδαγωγικό από τις αισθήσεις. Όχι τα αισθήματα ή τα συναισθήματα. Τις αισθήσεις. Τη βάση για όλα τα άλλα. Την όραση, την ακοή, την αφή, την όσφρηση, τη γεύση. Τον κοινό παρονομαστή, λέμε. Μαθαίνουμε από τις αισθήσεις. Επειδή κάτι το είδαμε με τα μάτια μας. Επειδή ακούσαμε κάποιον. Επειδή κάτι μας άγγιξε, κάτι πήραμε μυρωδιά, κάτι μας άφησε μια γεύση. Και επειδή όλοι τις έχουμε, είναι και η πιο δημοκρατική εκπαίδευση που υπάρχει. Και βάζουμε όλοι βαθμό ο ένας στον άλλον. Αφού, λοιπόν, αυτό το τεύχος μιλάει για αισθήσεις, και αφού οι αισθήσεις είναι το μόνο σχολείο που περνάμε όλοι μας, εγώ αποφάσισα να μοιραστώ με όλους σας τι έχω μάθει από αυτές. Κυρίες και κύριοι, αγαπητά μου παιδιά, ο μαθητής Γεώργιος Μαζωνάκης του Εμμανουήλ και της Κλειούς σάς παραδίδει τον έλεγχο προόδου του.

Μάθημα: Όσφρηση
Προσπαθώ και τρέχω όσο πιο συχνά μπορώ. Είτε είμαι στην Αθήνα, είτε είμαι σε κάποια εξοχή. Μου αρέσει. Δεν το καταφέρνω πάντα. Δεν είναι ότι δεν έχω χρόνο. Σκέφτομαι, λοιπόν. Είναι μεγάλη ευλογία αυτό που μου έδωσε ο Θεός, αυτό το ταλέντο. Και είμαι τυχερός που το βρήκα. Θέλει δουλειά. Τρώω πολλές ώρες να κάνω ακόμα μαθήματα, να κάνω πρόβες, να συναντάω ανθρώπους, να ακούω συνθέτες, να διαβάζω στίχους, όλα αυτά. Γεμίζουν πολλές, απείρως περισσότερες ώρες από όσες φαντάζεται κάποιος που νομίζει ότι δουλεύουμε μόνο αυτές τις λίγες ώρες που διαρκεί ένα live. Αλλά δεν έχω και το οχτάωρο το καθημερινό, το συνεχόμενο. Ναι, χρόνο έχω. Θέλω, όμως, να τρέχω συγκεκριμένη ώρα. Πρωί, πολύ πρωί. Κατά τις 6:00, 7:00 το πολύ. Κι ο λόγος είναι η μυρωδιά, ακόμα και στην πόλη. Βγαίνεις εκείνη την ώρα έξω, και ακόμα δεν έχει φύγει η υγρασία και η δροσιά η βραδινή. Βγαίνει, όμως, ο ήλιος, αρχίζει η κίνηση, και έχεις το πολύ μια ώρα, άντε λίγο παραπάνω πριν τη χάσεις. Αυτήν ψάχνω κάθε μέρα. Μετράει πολύ η μυρωδιά για εμένα, με συντονίζει. Όταν έμαθα ότι, περισσότερο από κάθε άλλη αίσθηση, η όσφρηση είναι που συνδέεται με την μνήμη, δεν με εξέπληξε καθόλου, γιατί και η μνήμη μου είναι πάρα πολύ καλή. Τη θυμάμαι, δηλαδή, τη μάνα μου να θυμιατίζει τις εικόνες στο σπίτι, κι είναι σαν να μπαίνει ακόμα και τώρα η μυρωδιά απ’ το θυμίαμα στη μύτη μου. Θρήσκα η μάνα μου, και θρησκευόμενη. Με άνεση, όμως, έτσι; Όπως είναι όλοι οι άνθρωποι που τον αισθάνονται τον Θεό δίπλα τους. Όχι θρησκόληπτη, ή να κολλάει στους τύπους. Μέσα στη ζωή η θρησκεία, και αντιστρόφως. Εκεί που θυμιάτιζε μας έψελνε και κανονικά, ξέρεις, ποιος δεν μάζεψε τα ρούχα του, ποιος κάνει φασαρία. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όμως, αισθάνομαι κι εγώ ελεύθερος στην πίστη μου, είναι σημαντική για εμένα. Είναι αλήθεια και δύναμη. Είναι περίεργο να μιλάμε για θρησκεία στο Playboy; Εγώ προσκυνώ και στο επουράνιο και στο επίγειο σώμα. Τον επιζητώ τον Θεό. Και ξέρω ότι με αγαπάει. Είναι δυνατόν να μην το ξέρω με τόσες ευλογίες που μου έχει δώσει; Έχω κι εγώ στο σπίτι μου μια γωνιά με εικόνες, με ένα καντήλι. Και τη μυρωδιά του λιβανιού, αλλά και του φασκόμηλου, που κρατάει από το πατρικό μου. Είχε κι άλλο καπνό στο σπίτι, άλλη μυρωδιά. Τα Καρέλια του πατέρα μου και τον Άσσο της μάνας μου. Βαριά τσιγάρα και τα δυο, έτσι; Και σου λέει, μετά, άντρες και γυναίκες. Μαλακίες. Ο πατέρας μου, βέβαια, ήταν πάντα άντρας της γενιάς του και της ζωής του. Ξέρεις, ευαίσθητος, αλλά κι απόμακρος. Όχι ότι η μάνα μου ήταν η υπάκουη που έκανε δεύτερο βιολί. Ορχήστρα ολόκληρη δική της κι εκείνη. Μαέστρος. Δεν της κουνιόταν κανείς. Η δικιά μας η οικογένεια ήταν μητριαρχική. Κάποια στιγμή, βεβαίως, άρχισα να κάνω και εγώ τα δικά μου. Αλλά καυγάς στο σπίτι δεν έγινε ποτέ, να μαλώσουν δηλαδή οι γονείς μου εμένα ή τις αδελφές μου, αυτό που λες «θυμάσαι τότε;». Δεν έγινε. Και δεν έγινε επειδή ήμουν κι εγώ αυστηρός με κάθε απόφαση που έπαιρνα. Από μικρό, μικρομέγαλο, δηλαδή. Στην αρχή σίγουρα ενέδιδαν επειδή τους έσπαγα τα νεύρα. Αλλά μετά άρχισε να μπαίνει περισσότερο η διάσταση του σεβασμού. Τα θυμάμαι, και τα θυμάμαι με τις μυρωδιές τους.

Μάθημα: Ακοή
Η μάνα μου είχε μονίμως ανοιχτό ένα ραδιόφωνο. Μεγάλωσα, λοιπόν, με «χαλί» μέσα στο σπίτι. Μια ζωή κάτι έπαιζε, και, όσο μακριά κι αν ήταν, κάποιος του έδινε σημασία. Κανένας ήχος δεν έπεφτε κάτω. Έμαθα να ακούω κι εγώ. Σε πολλά επίπεδα. Ευτυχώς που έχω καλό αυτί, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να κάνω άλλη δουλειά. Δυστυχώς, εγώ ήμουν και ευήκοος και υπάκουος. Όχι μόνο άκουγα ό,τι μου έλεγαν, αλλά από πάνω έκανα και ό,τι μου έλεγαν. Συνέχεια άκουγα, λοιπόν, ότι «ο Γιώργος είναι το καλύτερο παιδί». Μέχρι και πριν 8 -10 χρόνια, όποτε το άκουγα αυτό, μου πηρούνιαζε τον εγκέφαλο, επειδή ως «καλύτερο παιδί» εννοούσαν αυτό που κάνει ό,τι του ζητήσουν. Και το έκανα. Δεν ξέρω, το είχα και λίγο σαν υποχρέωσή μου, να τους κάνω τα χατήρια, παρ’ ότι είχα μεγαλώσει πια κάπως. Οι φίλοι μου και τα άλλα παιδιά ήταν λίγο-πολύ αυτό που περίμενες –λίγο σχολείο, λίγο μπάλα, η κωλοπαιδαριά η… απλή, η γνώριμη. Τους καταλάβαιναν καλύτερα. Εγώ ήμουν μυστήριο. Και με είχαν από κοντά επειδή φαινόταν σαν να μην έχω δικό μου δρόμο, αν και ήμουν πιο κατασταλαγμένος από όλους. Απλώς δεν με ένοιαζε αυτό το πράγμα που ήταν η καθημερινότητα για τους άλλους, μου ήταν λίγο. Και τα σπορ, και οι γκόμενες, όλα αυτά. Ένιωθα ότι όλο αυτό δεν αξίζει, I am busy. Καίγεται ο κόσμος, δηλαδή, πρέπει να δούμε πώς θα κάνουμε τη ζωή μας πιο μεγάλη, πώς θα τη γεμίσουμε όσο περισσότερο γίνεται. Αλλά τους άκουγα όλους, επειδή ακόμα δεν είχα ταιριάξει εκεί που έπρεπε. Σ’αυτό όλο με βοήθησε ότι στα 19 μου ξεριζώθηκα και πήγα στην Πάτρα μόνος μου, και το ότι από νωρίς είχα επιτυχία, με το «Με τα μάτια να το λες» και όλα αυτά. Ξεκαθάρισαν πολλά για εμένα. Πέρασα πολύ καιρό στην Πάτρα, που είναι πόλη, αλλά είναι και επαρχία. Είναι αλλιώς κάποια πράγματα εκεί. Ψάχτηκα, βρήκα τη δουλειά, βρήκα φίλους, βρήκα καταχρήσεις διάφορες –ξέρεις. Μου είχε πει η Νέλλη Γκίνη, «η νύχτα γεννάει». Ε, ξέρεις πόσες νύχτες έχω ξεγεννήσει εγώ; Μεγάλο σχολείο. Μπορεί να σε πάει στα άκρα η νύχτα, και το μόνο καλό είναι ότι, αν προσέχεις, και επιστρέψεις από τα άκρα, έχεις δει πια περισσότερα πράγματα, περισσότερες καταστάσεις. Έχεις δει περισσότερο και από τον εαυτό σου, και δεν κωλώνεις πια με το ποιος είσαι. Καλύτερο παιδί και αηδίες. Ούτε να τα ακούω αυτά. Τώρα πια προσέχω πολύ ποιον ακούω και τι ακούω. Μου αρέσει, δηλαδή, που έρχεται ο κόσμος και μου μιλάει. Αυτή είναι η αποστολή μου, άλλωστε. Αλλά χρειάστηκε να ψάξω πολύ μέσα μου για να καταλάβω ότι, από όλα όσα έλεγαν, το τι φοβερός performer είναι ο Μαζωνάκης, το πόσο ξεχωριστός, πώς ντύνεται, όλα αυτά, εγώ έπαιρνα πραγματική ανάσα όποτε μου έλεγαν ότι είμαι καλός τραγουδιστής. Το είχα έγνοια. Έλεγαν πάντα ότι ο Μαζωνάκης δεν είναι ούτε στους ποιοτικούς, ούτε στους εμπορικούς. Κι εγώ τότε αγχωνόμουν. Δεν είχα καταλάβει ότι η δική μου η ζωή είναι σε αυτά τα «ανάμεσα». Ήθελα να ανήκω σε μια ομάδα, να είμαι ο καλύτερος παίκτης της. Και δεν το ένιωθα. Αν και έχω συνεργαστεί με σπουδαία ονόματα από κάθε χώρο του τραγουδιού . Την έπαιρνα την επιβεβαίωση, αλλά δεν την έκανα κτήμα μου. Τα εύσημα δεν γίνονταν ένσημα. Παρ’ ότι και από τους ποιοτικούς, που λένε, πήρα αγάπη, και από όλους. Μόνο με τη δουλειά που έχω ρίξει εγώ, ακούγοντας τον εαυτό μου, ακούγοντας τον κόσμο, ακούγοντας τους δασκάλους μου –μόνο έτσι εξελίχθηκα, και βρήκα και την αυτοπεποίθησή μου, και τη φωνή μου, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είμαι πολύ καλύτερος τραγουδιστής πια, επειδή κάθε μέρα ακούω τον εαυτό μου και περισσότερο, σε κάθε επίπεδο. Κι όταν τώρα λένε ότι ο Μαζωνάκης είναι καλός τραγουδιστής, αυτό για εμένα είναι και το καλύτερο παιδί. Είμαι το καλύτερο παιδί γιατί κάνω αυτό που θέλω, όπως ξέρω ότι πρέπει. Ακούγεται εγωιστικό; Δεν πειράζει. Σέβομαι αυτά που μου λένε οι άλλοι. Τους ακούω. Αλλά τώρα πια ξέρω πως, όταν μιλάω εγώ, σημασία έχει να ακούω τη δική μου φωνή στα λόγια μου. Όχι των άλλων.

Μάθημα: Όραση
Η γιαγιά μου είχε έναν οδοντίατρο, τον Μωυσή, ο οποίος έμενε στο Λαγονήσι. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Ήταν γιατρός, επιστήμονας, δούλευε με παράξενα εργαλεία, ήταν κάτι ξεχωριστό –το ίδιο και η γυναίκα του. Ήταν άλλος κύκλος, ξέρεις. Έμεναν και στο Λαγονήσι, που και περίεργο όνομα είχε, και θάλασσα είχε, άρα άπλα και ταξίδια, και όλα αυτά, τα είδα και κάτι έπαθα, επειδή η όραση για εμένα είναι στόχος. Δεν είμαι αμέτοχος εκεί που κοιτάζω. Συμμετέχω. Βλέπω. Βλέπω κάτι επειδή θα το κάνω, επειδή θα φτάσω εκεί. Ε, και ξεκίνησα μια μέρα, 5 χρονών παιδί, με τις πυτζάμες, από τη Νίκαια, στην Πέτρου.
Ράλλη, για να πάω στο Λαγονήσι. Δεν ξέρω αν η τύχη τούς ευνοεί τους τολμηρούς, αλλά πάλι καλά που τους προστατεύει, κι έτσι με γυρίσανε σπίτι μου. Τη σέβομαι την όραση. Έχω και αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια, καταλαβαίνεις. Το θέμα το δικό μου, ας πούμε, το είδα από νωρίς. Είδα πού θέλω να πάω και πού δεν θέλω. Το είχα από μικρός αυτό, να κοιτάω το παρόν και να βλέπω το μέλλον. Αυτό με έχει σώσει. Λένε μερικοί ότι δεν μπορούν να με κατατάξουν στην τάδε κατηγορία ή στην άλλη. Μα εγώ προσπαθώ να ταιριάξω στο μέλλον, όχι σε όσα βλέπουν οι άλλοι τώρα. Ήθελα, δηλαδή, να γίνω τραγουδιστής. Και είδα κι εμένα, είδα κι εκείνους που δεν ήθελα να τους μοιάζω. Είδα και όσους ήθελαν εκείνοι να τους μοιάζω, να μην γίνω διαφορετικός. Ε, τι να κάνουμε. Ήμουν. Είμαι. Και τους βλέπω ακόμα, μερικές φορές, ακόμα και τα βράδια που τραγουδάω. Αλλά εγώ είμαι εκεί πάνω, και εκείνοι περιμένουν να βγω και να ανέβω εκεί πάνω για να διασκεδάσουν, για να ψυχαγωγηθούν. Κέρδισα. Πρόσεξε, δεν λέω «νίκησα», δεν λέω ότι έχασε ο άλλος. Λέω ότι κέρδισα. Ότι τον κέρδισα. Μπήκε σε αυτό που έφτιαξα για μένα. Για αυτό σου λέω, τη σέβομαι την όραση. Και τη δική μου και των άλλων. Όταν βγαίνω στη σκηνή, είμαι βουνό. Είμαι 7 μέτρα. Όχι μόνο επειδή έτσι με βλέπω εγώ στη σκηνή, αλλά επειδή έτσι θέλουν να με βλέπουν κι οι άλλοι. Έρχονται να με δουν, να με ακούσουν, για να ψηλώσουν, για να φτάσουν στα όριά τους. Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο, αν ο καλλιτέχνης δεν είναι πιο μεγάλος από αυτά; Τα όρια τα δικά μου, λοιπόν, είναι πιο απομακρυσμένα από ό,τι είναι των άλλων. Έχω κι εγώ τα όριά μου, όπως όλοι. Αλλά για εμένα τα όρια δεν είναι απαγόρευση, είναι στόχος. Τα χρειάζομαι, τα αποζητώ, αλλά με προκαλούν κιόλας. Θέλω να τα βρίσκω, να τα καταλαβαίνω, και μετά να τα ξεπερνάω. Να πηγαίνω στα επόμενα. Αυτό είναι τα θέμα. «Μεγαλώνω» σημαίνει μεγαλώνουν τα όριά μου. Και τα δικά μου όρια πρέπει να χωράνε πολλά. Είμαι παιδί της νύχτας, αλλά είμαι και πιστός του φωτός. Είμαι Gucci φόρεμα, αλλά είμαι κι οινόπνευμα φτηνό. Είμαι ό,τι βλέπουν οι άλλοι, είμαι κι όσα κρατάω στο σκοτάδι. Ό,τι είμαι, είναι ένα όριο που το ξεπέρασα. Δεν το παραβίασα, απλώς το ξεπέρασα. Ωρίμασα. Είμαι σχεδόν 30 χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Όταν ξεκίνησα πήγαινα σε δύο σχολεία, ένα το κανονικό, κι ένα το Μουσικό Ρετιρέ, το πρώτο νυχτερινό κέντρο, όπου άρχισα να τραγουδάω. Μαθητής και στα δύο. Μήπως δεν ήταν όριο κι αυτό; Βεβαίως και ήταν. Είμαι περήφανος που το είχα, είμαι περήφανος και που το κατέκτησα. Τα ξέρει ο κόσμος αυτά, επειδή εγώ την κουβαλάω την ζωή μου ολόκληρη σε αυτά που κάνω. Λένε μερικοί ότι ο Μαζωνάκης σοκάρει με το στυλ του, με το ένα, με το άλλο. Κανέναν δεν σοκάρω. Δεν μπορώ να σοκάρω, επειδή είμαι συνεπής. Όποιο και να είναι το επόμενο βήμα μου κάθε φορά, ο κόσμος καταλαβαίνει πως μόνο αυτό θα ήταν το φυσιολογικό για εμένα.

Μάθημα: Γεύση
Μου αρέσει το φαγητό, και τα gourmet, και οι απλές γεύσεις. Έχω κάποιους φίλους που έχουν εστιατόρια και πηγαίνω εκεί όταν βγαίνω, ξέρουν τι μου αρέσει, με προσέχουν. Αν τρως εκεί που σε αγαπάνε, κάθε φαγητό είναι σπιτικό. Να σου πω ένα πραγματικό σπιτικό φαγητό που θυμάμαι; Ο πατέρας μου έπαιρνε βαμβάκι, του έριχνε οινόπνευμα και του έβαζε φωτιά στο μπαλκόνι για να ψήσει ρέγκες. Τρία αστέρια Michelin κατευθείαν! Ξέρεις, τα Michelin είναι και τα ίδια που πουλάνε τα λάστιχα. Τα τρία αστέρια, λοιπόν, η μεγαλύτερη βαθμολογία, δείχνουν ένα εστιατόριο που αξίζει να οργανώσεις ολόκληρο ταξίδι για να φας εκεί. Μπορώ να κάνω ολόκληρο ταξίδι για να μην χάσω μια γεύση. Ετοιμάζω το σπίτι μου, σε ένα ορεινό χωριό στην Κρήτη, και ο λόγος είναι αυτός. Όχι μόνο το φαγητό, αλλά η γεύση της ζωής εκεί. Η γεύση της ζωής μου. Είναι άλλο πράγμα η Κρήτη. Πατρίδα μου, κι ας μην γεννήθηκα εκεί. Είναι το μέρος που μου τα εξηγεί όλα. Εκεί καταλαβαίνω τι συμβαίνει στη ζωή μου, πώς περνάω καλά, πώς να περνάω καλά. Αισθάνομαι καλά στο νησί, επειδή αισθάνομαι πιο κοντά στον πραγματικό εαυτό μου. Και φιλιώνω μαζί του, με αγαπάω όλο και περισσότερο. Μου αρέσω. Το έχω ανάγκη να τα βρίσκω με τον εαυτό μου. Καταλαβαίνω σιγά σιγά ότι η μόνη σχέση που θα κρατήσει για πάντα είναι με τον εαυτό μου. Η πιο μεγάλη μου σχέση, παρ’ ότι εγώ γενικά τις κρατάω τις σχέσεις μου, και τις συνήθειές μου. Αλλά συνέχεια φτιάχνω και καινούριες ρουτίνες, ψάχνω καινούριες γεύσεις. Είτε είναι φιλίες, είτε είναι σεξ, είτε είναι δουλειά. Θέλω να τα γευτώ όλα. Για αυτό με βλέπεις και σε τόσα διαφορετικά πράγματα, στη μόδα, στα σχέδια, στο θέατρο. Το αγαπώ το θέατρο, θέλω να ξανακάνω θέατρο. Και κινηματογράφο.

Μάθημα: Αφή
Εδώ και κάποια χρόνια ξεκίνησα και είμαι χειμερινός κολυμβητής. Όταν ξεκίνησα να γράφω κάτι σημειώσεις για αυτό εδώ το άρθρο, ήταν μια μέρα που είχα καταφέρει και να πάω για τρέξιμο, και να πάω στη θάλασσα. Σπουδαία αίσθηση η χειμερινή κολύμβηση. Έτσι κι αλλιώς διαλέγω παραλίες που ακόμα και το καλοκαίρι δεν έχουν κόσμο –φαντάσου το χειμώνα. Δεν είμαι μόνος μου, όμως. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αισθανθεί μόνος του στο νερό. Σκέψου το: Το σώμα είναι μεγάλο θαύμα. Και το δέρμα είναι το μεγαλύτερο ανθρώπινο όργανο. Το μεγαλύτερο όργανο. Και είναι αφιερωμένο στην αφή. Τόση σημασία έχει αυτή η αίσθηση. Φτάνω στο βυθό, λοιπόν, και το νερό αγγίζει κάθε χιλιοστό στο δέρμα, κάτι με ακουμπάει παντού, συνέχεια. Έτσι είναι η αφή για εμένα. Καθολική και κατακλυσμική. Μάλλον για αυτό έχω και τέτοια σχέση με τα ρούχα. Δεν είναι η μόδα το θέμα. Η μόδα είναι περαστική. Η αισθητική, όμως, είναι διαχρονική. Πάντα σημαίνει κάτι βαθύτερο από το αντικείμενο που την εκφράζει. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, ήθελα να φοράω σακάκι όσο πιο συχνά μπορούσα. Και φώναζα! Μέχρι να μου βάλουν αυτό που ήθελα μας άκουγαν όλοι. Μια μέρα μου έβαλε η μάνα μου το σακάκι και όλα, και ούρλιαζα επειδή δεν μου είχε βάλει «πατέρα». Έτσι την έλεγα τη γραβάτα, «πατέρα». Δεν την είχα κάνει τη σύνδεση με την δική της λέξη, αλλά ήξερα ότι τη φορούσε ο πατέρας μου. Και όταν την έβαζα και την ακουμπούσα καταλάβαινα ότι τώρα ξεκινάει η μέρα μου, επειδή έτσι ξεκινάνε την μέρα τους οι άντρες, αυτοί που ντύνονται και φεύγουν το πρωί, και πάνε κάπου επειδή έχουν κάτι να κάνουν που είναι σημαντικό. Ε, αυτό δεν είναι ζήτημα μόδας, πώς θα είναι η γραβάτα. Είναι η αισθητική έκφραση της καθημερινότητας με τη γραβάτα. Πάντα η ομορφιά πρέπει να εκφράζει κάτι. Βλέπεις έναν άντρα, μια γυναίκα, και μπορεί να είναι άλλοι που είναι αντικειμενικά πιο όμορφοι. Ε, κι εσύ δεν καυλώνεις με κανέναν άλλο και καμία άλλη, επειδή δεν εκφράζουν αυτό, με το οποίο ταυτίζεσαι. Έτσι είναι με ό,τι έχει αισθητική διάσταση. Δεν έχει σημασία τι χρώμα έχει το κάθε ρούχο, αν είναι φόρεμα ή αν είναι κοστούμι, ποιο σκηνικό σηκώνει τα φώτα καλύτερα, τι φύλο έχει η κάθε σχέση –τίποτα από όλα αυτά δεν καθορίζει τι θα σε αγγίξει. Για τον κάθε άνθρωπο, κάθε στιγμή, η ομορφιά είναι οτιδήποτε του λέει κάτι ουσιαστικό για τον εαυτό του.

Διαγωγή
Λοιπόν, αυτό ήταν. Έλεγχος προόδου. Δεν είναι ανάγκη να υπάρχει πάντα έλεγχος, αλλά πρόοδος πρέπει να υπάρχει πάντα. Και θέλω να ελπίζω ότι προάγομαι. «Θέλω» μου είναι πάντα να μορφώνομαι, μέσα από τις αισθήσεις, μέσα από κάθε τι. Λέει μια φίλη ότι ο Μαζωνάκης είναι ο πιο μορφωμένος τραγουδιστής, επειδή θέλει να μορφώνεται. Πράγματι το θέλω αυτό. Θέλω να πάω παραπέρα. Δεν ξέρω ποια είναι η επόμενη τάξη στις αισθήσεις. Υπάρχει μια συνθήκη που λέγεται συναισθησία, όταν, δηλαδή, δυο και τρεις αισθήσεις ανταποκρίνονται συγχρόνως σε κάποια ερεθίσματα. Αυτός που το έχει, δηλαδή, ακούει μια μουσική και αυτομάτως την αισθάνεται και σαν γεύση ή σαν χρώμα, ή και τα δυο μαζί. Και ο συνδυασμός δεν αλλάζει –αν μια φορά που άκουσε τον Μαζωνάκη αισθάνθηκε ότι το τάδε τραγούδι έχει μπλε χρώμα και την τάδε γεύση, μια ζωή αυτό το τραγούδι θα έχει αυτό το χρώμα και αυτή τη γεύση. Θα μου άρεσε να είναι αυτό το επόμενο στάδιο. Η συναισθησία. Να αισθάνεσαι τα πάντα με όσο περισσότερες αισθήσεις γίνεται. Και με όλες μαζί, γιατί όχι; Αλλά δεν θέλω να είναι πάντα ίδιοι οι συνδυασμοί. Δεν με αφορά αυτό. Ποιο είναι το νόημα να αισθάνεσαι, αν είναι να αισθάνεσαι πάντα το ίδιο;

Back to top button