Η Συρία βρίσκεται στο επίκεντρο ενός εξαιρετικά περίπλοκου και σκληρού γεωπολιτικού ανταγωνισμού, με Ρωσία, Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες να επιδιώκουν την κατοχύρωση στρατηγικών πλεονεκτημάτων σε μια περιοχή-κλειδί για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια και τις διαμετακομιστικές οδούς.
Ο «ρόλος- κλειδί» της Συρίας για τα τεράστια γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα Ρωσίας-ΗΠΑ-Κίνας στη Μέση Ανατολή
Παρά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, είναι εξαιρετικά απίθανο η Μόσχα ή το Πεκίνο να περιορίσουν την παρουσία και τις φιλοδοξίες τους στη χώρα, ιδίως σε αυτή τη μεταβατική περίοδο κατά την οποία αναδιαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό και οι δομές εξουσίας στη Δαμασκό.
Η επανεκκίνηση των εξαγωγών πετρελαίου από τη Συρία, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την επαναλειτουργία του διυλιστηρίου στο Μπανιάς, ερμηνεύεται από αρκετούς παρατηρητές ως ένδειξη αποδυνάμωσης της «Σιιτικής Ημισελήνου» επιρροής του Ιράν. Ωστόσο, το κατά πόσο αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί πραγματικά μια βαθιά στρατηγική μεταβολή μένει υπό αμφισβήτηση.
Πριν την ανατροπή του Άσαντ, η λεγόμενη «Σιιτική Ημισέληνος» συνιστούσε έναν ιδιαίτερα κρίσιμο άξονα γεωστρατηγικής ισχύος με επίκεντρο το Ιράν, εκτεινόμενη από την Τεχεράνη έως τη Μεσόγειο, μέσω Ιράκ, Συρίας και Λιβάνου.
Αυτή η «χερσαία γέφυρα» εξυπηρετούσε τόσο στρατιωτικές όσο και οικονομικές επιδιώξεις. Στρατηγικά, διασφάλιζε για το Ιράν – και τους συμμάχους του – διαδρόμους ανεμπόδιστης μεταφοράς όπλων και επιρροής προς το Λίβανο (και τη Χεζμπολάχ), αλλά και δυνατότητα ενίσχυσης θέσεων απέναντι στο Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν.
Η Κίνα και η Ρωσία είχαν σαφώς αναγνωρίσει την αξία αυτής της «Ημισελήνου» στα μακροπρόθεσμα σχέδιά τους:
-
Περιορισμός της αμερικανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή.
-
Δημιουργία αξιόπιστων χερσαίων και ενεργειακών διαδρόμων προς την Ευρώπη.
-
Πρόσβαση σε φθηνά, μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, υπό ευνοϊκές συμφωνίες συνεργασίας.
Η δυναμική αυτή αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στη «Συμφωνία 25 ετών» Ιράν–Κίνας, που δημοσιοποιήθηκε το 2019. Η συμφωνία περιλάμβανε έργα στρατηγικής σημασίας, όπως η ηλεκτροδότηση του σιδηροδρομικού άξονα Τεχεράνης–Μασάντ, με προβλεπόμενη επέκταση μέσω Ταμπρίζ προς την Τουρκία και, τελικά, τη Νότια Ευρώπη.
Η γραμμή αυτή συνιστούσε κομμάτι του κινεζικού σχεδίου για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road Initiative – BRI), με διαδρομές που διέρχονταν από κράτη της Κεντρικής Ασίας και συνδέονταν με την Ευρώπη, παρακάμπτοντας θαλάσσιες οδούς υπό αμερικανική επιτήρηση.
Ο «ρόλος- κλειδί» της Συρίας για τα τεράστια γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα Ρωσίας-ΗΠΑ-Κίνας στη Μέση Ανατολή
Επιπλέον, παράλληλες προσπάθειες στοχεύουν στη δημιουργία διασυνδεδεμένων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας στη Μέση Ανατολή υπό κινεζο-ιρανική αιγίδα, επιτυγχάνοντας μόνιμη τεχνική και στρατηγική παρουσία μέσω υποδομών «δύσκολα αναστρέψιμων».
Η σύνδεση των δικτύων ηλεκτροδότησης Ιράν–Ιράκ, όπως ανακοινώθηκε το 2020, σηματοδότησε ένα ουσιαστικό βήμα για τη συγκρότηση μιας ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Μέση Ανατολή. Το Ιράκ προωθεί παράλληλα συνδέσεις με την Ιορδανία και την Αίγυπτο, σχέδιο που φιλοδοξεί να διαμορφώσει μια κοινή αραβική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτού του είδους οι συνδέσεις δίνουν στο Ιράν – και εμμέσως στην Κίνα και τη Ρωσία – ισχυρούς μοχλούς επιρροής, αντίστοιχους με εκείνους που η Μόσχα αξιοποιούσε στην Ευρώπη μέσω του φυσικού αερίου.
Η Συρία αποτελεί κρίσιμο κρίκο αυτής της στρατηγικής αρχιτεκτονικής.
Για τη Ρωσία, η χώρα έχει μετατραπεί σε στρατηγικό προγεφύρωμα στη Μεσόγειο μέσω των βάσεων σε Ταρτούς (ναυτική) και Χμεϊμίμ (αεροπορική), ενώ η εμπλοκή της στους τομείς πετρελαίου και φυσικού αερίου εξασφαλίζει επιρροή στα οικονομικά θεμέλια της συριακής οικονομίας.
Η Συρία διέθετε αποδεδειγμένα αποθέματα 2,5 δισ. βαρελιών πετρελαίου και σημαντικές δυνατότητες φυσικού αερίου. Η παρακμή της παραγωγής λόγω έλλειψης τεχνολογίας και υποδομών καθιστά αναγκαίες επενδύσεις, τις οποίες η Μόσχα σπεύδει να προσφέρει με αντάλλαγμα στρατηγική πρόσβαση και επιρροή.
Πριν την απομάκρυνση του Άσαντ, Ιράν, Ρωσία και Κίνα είχαν σχεδόν ολοκληρώσει τον σχεδιασμό μιας «χερσαίας γέφυρας» από την Τεχεράνη έως τη Μεσόγειο.
Αυτή η γέφυρα θα διευκόλυνε όχι μόνο το εμπόριο και τη μεταφορά ενέργειας, αλλά και τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού προς τον Λίβανο και τα σύνορα με το Ισραήλ. Συμπληρωματικά σχέδια, όπως ο Στρατηγικός Δρόμος Ανάπτυξης Ιράκ–Κίνας, ύψους 17 δισ. δολαρίων, υπόσχονταν τη δημιουργία επιπλέον αξόνων μεταφορών που θα εντάσσονταν στην κινεζική πρωτοβουλία BRI.
Η στρατηγική αυτή συνέπιπτε με τον στόχο του Ιράν για διαμόρφωση ενός ισλαμικού μετώπου απέναντι στη «δυτική συμμαχία» υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών – μια σύγκρουση που η Τεχεράνη αντιλαμβάνεται ως υπαρξιακή.
Η κινεζική και η ρωσική πολιτική στη Μέση Ανατολή εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια οικοδόμησης ενός «πολυπολικού» διεθνούς συστήματος, στο οποίο η Ουάσινγκτον δεν θα διατηρεί μονοπωλιακή ισχύ.
Η στάση αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στην πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική του Πεκίνου υπό τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Χαρακτηριστική είναι η σειρά συναντήσεων με ηγέτες της Μέσης Ανατολής (Δεκέμβριος 2022 – Ιανουάριος 2023), με στόχο την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών, τη σύναψη Συμφωνίας Ελεύθερων Συναλλαγών με το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου και τη δημιουργία μιας «βαθύτερης στρατηγικής συνεργασίας» σε μια περιοχή όπου η αμερικανική επιρροή δείχνει σημάδια υποχώρησης.
Ο «ρόλος- κλειδί» της Συρίας για τα τεράστια γεωπολιτικο-οικονομικά συμφέροντα Ρωσίας-ΗΠΑ-Κίνας στη Μέση Ανατολή
Παρά την αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό, Ρωσία και Κίνα παραμένουν σταθερά προσανατολισμένες στη διατήρηση και ενίσχυση της επιρροής τους στη Συρία.
Η Ρωσία κινείται αθόρυβα για να διασφαλίσει την επιστροφή της στον πετρελαϊκό και φυσικό αέριο τομέα της χώρας, κεφαλαιοποιώντας την τεχνογνωσία και τις υφιστάμενες υποδομές της. Παράλληλα, η Κίνα δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει τα φιλόδοξα σχέδια της BRI, στα οποία η Συρία παραμένει στρατηγικός κρίκος.
Η πρόσφατη επίσκεψη του Ρώσου Υφυπουργού Εξωτερικών Μιχαήλ Μπογκντάνοφ στη Δαμασκό και οι επαφές υψηλού επιπέδου με τη νέα συριακή ηγεσία επιβεβαιώνουν τη συνέχιση αυτής της δέσμευσης. Αντίστοιχα, η παρουσία ιρακινής αντιπροσωπείας στη Δαμασκό καταδεικνύει τον ευρύτερο περιφερειακό χαρακτήρα αυτής της γεωπολιτικής διελκυστίνδας.
Συμπερασματικά, Μόσχα και Πεκίνο φαίνεται να τηρούν στρατηγική «αναμονής» – αξιοποιώντας την προσοχή της Ουάσινγκτον σε άλλες προτεραιότητες – ώστε να παγιώσουν την παρουσία και τα συμφέροντά τους σε μια περιοχή καίριας σημασίας για τη διαμόρφωση της μελλοντικής παγκόσμιας τάξης.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα