COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Όταν ο Νίκος Καββαδίας «απάντησε» στον Καίσαρα Εμμανουήλ – Η ιστορία πίσω από το «Γράμμα σ’ έναν ποιητή»

Ο ποιητής Καίσαρ Εμμανουήλ και το ποίημα του «Taedium Vitae» – Το ποίημα-απάντηση «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» του Νίκου Καββαδία – Η μελοποίηση Καββαδία από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη στο «Γράμμα σ’ ένα ποιητή» (1989)

Μια ασυνήθιστη ιστορία από τον χώρο της λογοτεχνίας θα μας απασχολήσει στο σημερινό μας άρθρο, με πρωταγωνιστές δύο ποιητές, γεννημένους στις αρχές του 20ού αιώνα: Tον Καίσαρα Εμμανουήλ και τον Νίκο Καββαδία.

Οι δύο αυτοί «συνδέθηκαν» με την απάντηση που έδωσε ο δεύτερος σε μία φράση από ποίημα του πρώτου. Όλη αυτή η ιστορία γνωστοποιήθηκε, όταν το 1989 ο Δημήτρης Ζερβουδάκης μελοποίησε έξοχα το απαντητικό ποίημα του Νίκου Καββαδία και έκανε ευρύτερα γνωστό τον Καίσαρα Εμμανουήλ. Ας δούμε όμως περισσότερες λεπτομέρειες για όλα αυτά.

Ο Καίσαρ Εμμανουήλ

Ο Καίσαρ Εμμανουήλ ήταν ποιητής και μεταφραστής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1902. Ήταν εξάδελφος του Ελληνογάλλου ποιητή Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (Jean Moreas, 1856- 1910). Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες και μάλιστα το 1940 υπηρέτησε στον στρατό ως διερμηνέας. Το 1930 ίδρυσε Ινστιτούτο Κλασικών Σπουδών στο Νέο Φάληρο, όπου δίδασκε σε ανώτερο επίπεδο αρχαία ελληνικά και λατινικά. Από το 1937 έως το 1940 ήταν ανταποκριτής της γαλλόφωνης ρουμανικής εφημερίδας «Le Moment». Από το 1941 ως το 1945 ήταν βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Από το 1949 ως το 1960 δίδαξε ελληνικά και ξένες γλώσσες σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία στη μέση εκπαίδευση στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Κάιρο και Ισμαηλία). Πέθανε το 1970.

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1924 με ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ο Νουμάς». Ακολούθησαν συνεργασίες με τα περιοδικά «Ελληνική Επιθεώρησις», «Κριτική και Τέχνη», «Ο Κύκλος», «Ο Λόγος», «Μακεδονικά Γράμματα», «Μπουκέτο», «Νέα Εστία», «Νέοι Βωμοί», «Ρυθμός», «Το 3ο Μάτι» κ.α.
Εμμανουηλ-Καββαδιας

Έγραψε τις ποιητικές συλλογές: «Ο παράφωνος αυλός» (1929), «Δώδεκα σκυθρωπές μάσκες» (1931), «Η δυναστεία των χιμαιρών» (1940) και «Stillae Sanguinis» (1951). Μετέφρασε «Το Κοράκι» του Ε.Α. Πόε το 1932, καθώς και ποιήματα των Βαλερί, Μαλαρμέ και Ρεμπό. Στο τέλος της ζωής του μετέφρασε στα νέα ελληνικά το σύνολο των έργων του Ιπποκράτη σε 6 τόμους.

Ο Αλέξης Ζήρας γράφει γι’ αυτόν στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (Εκδόσεις Πατάκη): «Ως το 1930 η ποίηση του Εμμανουήλ απηχεί τη συγκινημένη διάθεση, την ονειροπόληση και αργότερα την αίσθηση της ματαιότητας και του σκοτεινού πεπρωμένου όπως ήδη μετουσιώθηκε στο έργο του Ch. Baundelaire (Μποντλέρ). Η αναλυτική και περιγραφική ματιά θα συρρικνωθούν πολύ στα επόμενα έργα, ενώ θα προβληθεί ένας λόγος υπαινικτικός, με εσωτερικό ρυθμό, με ωραία λογική και μυστικιστική διάθεση». Στη συνέχεια, επηρεασμένος από τους Μαλαρμέ, Βαλερί και Απόστολο Μελαχρινό, στράφηκε στον ανομοιοκατάληκτο στίχο και επεξεργάστηκε εντατικά την ποιητική μορφή.

Ο Γιάννης Κορδάτος γράφει για τον Κ. Εμμανουήλ: «(Ο Καίσαρ Εμμανουήλ) στην πρώτη του εξόρμηση είναι επηρεασμένος από τις νέες ιδέες του καιρού του… Αργότερα όμως άλλαξε ιδεολογική πορεία. Αν και δημοσίευσε αυστηρή κριτική για τη «μοντέρνα» στιχουργική του Καβάφη, προσχώρησε και αυτός στη «μοντέρνα ποίηση». Είναι ένας από τους αιρετικούς, που έχουν «νέες» αισθητικές προτιμήσεις και τάσεις». Να μερικοί χαρακτηριστικοί στίχοι του:

Μια νύχτα φθινοπωρινή πικρά αρωματισμένη,

απ’ τους αργούς και τους πυκνούς των λουλουδιών θανάτους,
στα πλήκτρα επάνω ενός παλιού πιάνου λιποθυμούσαν
δύο γυναικεία θεσπέσια χέρια.

(Δάχτυλα ιάσμινα, ελιγμοί, σπασμοί εκλεκτής μιας σάρκας,
το θαλερό σας όραμα, μες στη δυσοίωνη νύχτα
δρέπω σα δέσμη από λαμπρές νυμφαίες της σελήνης).
Σε μίαν ανθοδόχη, στη γωνιά, δύο κλώνοι αβρών υακίνθων
σε μιάν λευκήν ευθανασία τα μέτωπα είχαν κλίνει…
«Μοντέρνοι στίχοι, αλλά χωρίς περιεχόμενο», καταλήγει ο Κορδάτος.

Το ποίημα του Καίσαρα Εμμανουήλ «Taedium Vitae»

Στην ποιητική συλλογή «Stillae Sanguinis» («Σταγόνες αίματος», 1951) του Καίσαρα Εμμανουήλ, υπάρχει το ποίημα «Taedium Vitae» («Κουρασμένος από τη ζωή»). Το ποίημα αυτό όμως, που παραθέτουμε στη συνέχεια είχε πρωτοδημοσιευθεί σε κάποιο από τα λογοτεχνικά περιοδικά με τα οποία συνεργάστηκε ο Εμμανουήλ τη δεκαετία του 1920.

TAEDIUM VITAE (του Καίσαρα Εμμανουήλ)
Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.

Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμοσφαίρα,
το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,
που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο,
λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,
όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε
τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!

Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα χείλη
έχω, οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει, στρέψει.
Σ’ αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη,
όταν ωραία θα φλέγεσαι, μαρμάρινη εσύ στήλη,
μη με ζητήσεις: μια κλειστή θα κρούεις και ξένη πύλη!

Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.

Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν,
πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι αλκυόνες
μες στου κρανίου μας τις βουβές και νυχτωμένες κόχες.

Κάτω απ’ αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας φέγγος
(σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!)
μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου ατμοσφαίρα,
όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει,
μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη:
πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας,
μια πομπική, νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!

Στο ποίημα αυτό που διαπνέεται από έντονη απαισιοδοξία (θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο στίχος «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει» είναι προφητικός και επίκαιρος…) απάντησε το 1933 ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) με το «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», που υπάρχει στην πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Μαραμπού».

Γράμμα στόν ποιητή Καίσαρα Ἐμμανουήλ (του Νίκου Καββαδία)

«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα –
τίποτα δὲν μᾶς σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

 

 

Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.

Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,
κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,
ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·
νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,
ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.
Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ… Σκεφτεῖτε… Ἐγώ.
Ἕνα καράβι… Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ… Νὰ μᾶς πάρει…
Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.

Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
– Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.

Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.

Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,
γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.

Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.

Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.

Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο –
μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.

Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
θὰ δεῖτε – ἴσως – τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.

Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,
γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.

Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.

Προσθέτουμε μερικές πραγματολογικές παρατηρήσεις στο ποίημα, που έγιναν από εμάς.
Μπούρμα: Παλαιότερο όνομα ασιατικού κράτους, που ήταν γνωστότερο ως Βιρμανία. Σήμερα λέγεται Μιανμάρ.
Μπατάβια: Παλαιότερη ονομασία της πρωτεύουσας της Ινδονησίας Τζακάρτα.
Αννάμ (σήμερα Ανάμ): Κινέζικη ονομασία του Βιετνάμ, την οποία απορρίπτουν οι Βιετναμέζοι. Υπάρχει όμως περιοχή Ανάμ στο Βιετνάμ.
Ντόκους: ντοκ, αποβάθρες(<αγγλ. dock)

Το σύνολο των ποιημάτων του Καίσαρα Εμμανουήλ εκδόθηκε το 1980, ενώ το 1981 συγκεντρώθηκαν όλες οι ανεξάρτητα τυπωμένες μεταφράσεις του. Ωστόσο, ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός. Ήρθε όμως στο προσκήνιο χάρη σε μελοποίηση, όχι δικού του ποιήματος, αλλά του ποιήματος που έγραψε γι’ αυτόν ο Νίκος Καββαδίας.

Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, οι «Νέοι Επιβάτες» και το «Γράμμα σ’ ένα ποιητή»

Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, γεννημένος το 1960 στη Θεσσαλονίκη, είναι ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της νεότερης γενιάς. Ξεκίνησε τη δισκογραφική του καριέρα με το συγκρότημα «Νέοι Eπιβάτες», που το 1985 κυκλοφόρησαν το «ανεξάρτητο» L.P. «Σχετικά παράνομο», από το οποίο ξεχώρισε το τραγούδι «Πέρασε ο Καιρός», με εξαιρετική ερμηνεία από τη Μαρία Φωτίου. Μετά από δύο ακόμα L.P. («Ρεπορτάζ» και «Τολμηρή Επικοινωνία») έκλεισε ο κύκλος των «Νέων Επιβατών». Το 1989 κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ με τίτλο «Ακροβάτης».

Στο άλμπουμ αυτό υπάρχει το «Γράμμα σ’ ένα ποιητή». Ο Ζερβουδάκης δεν μελοποίησε ολόκληρο το ποίημα του Καββαδία, ενώ έκανε κάποιες μικρές μετατροπές σε κάποιους στίχους. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν εντυπωσιακό. Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία, καθιέρωσε τον Δημήτρη Ζερβουδάκη και ακούγεται μέχρι σήμερα, σχεδόν 35 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.

Να γράψουμε και λίγα λόγια για τα μελοποιημένα ποιήματα του Νίκου Καββαδία. Η Μαρίζα Κωχ ήταν η πρώτη που μελοποίησε τα ποιήματά του το 1977. Ακολούθησε ο Θάνος Μικρούτσικος με τον «Σταυρό του Νότου» το 1979, δίσκο σταθμό που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 200.000 και άλλοι. Ίσως λιγότερο γνωστό από όλα, είναι ότι τραγούδια του Καββαδία μελοποίησαν το 1986 και οι «Ξέμπαρκοι» (Ηλίας Αριώτης- Νότης Χασάπης) στο άλμπουμ «S/S Ιόνιον 1934»

Back to top button