COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

STORIES

Σον Κόνερι: Η συναρπαστική διαδρομή από το ‘μηδέν’ στην κορυφή, οι γυναίκες και το ‘βυθισμένο’ στην άνοια τέλος του

Τρία ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που ο Σον Κόνερι επισκέφτηκε τη λατρεμένη του πατρίδα, τη Σκωτία. Αυτή, άλλωστε, κοσμεί και το μπράτσο του, το οποίο φρόντισε να “σημαδέψει” στη νεότητά του, με τη φράση «Scotland Forever». Ήταν επιλογή του, όμως, το τελευταίο διάστημα να της γυρίσει την πλάτη. Είχε βρει καταφύγιο στην έπαυλη που διατηρούσε στις Μπαχάμες. Εκεί γιόρτασε και τα 90κοστά γενέθλιά του, μόλις λίγους μήνες νωρίτερα.

Είχε δώσει εντολή στον ατζέντη του να απορρίπτει κάθε επαγγελματική πρόταση. Ακόμα και ένα διαφημιστικό, το οποίο θα του απέφερε πολλά εκατομμύρια δολάρια για ελάχιστες ώρες εργασίας. Εξάλλου, είχε χαρακτηρίσει την συνταξιοδότηση, στην οποία κυριαρχούσε το γκολφ, η συντροφικότητα με τη δεύτερη σύζυγό του και οι βόλτες στην ιδιωτική παραλία της κατοικίας του, πολύ πιο απολαυστική από κάθε ταινία της καριέρας του.
Δεν έκρυβε πια τη δυσφορία του για μία σόουμπιζ που «έχει γεμίσει ασφυκτικά από ηλίθιους», όπως συνήθιζε να λέει. Στην τελευταία του ταινία, το 2002, είχε φτάσει κοντά στο να πιαστεί στα χέρια με τον σκηνοθέτη.

Παρά την εκούσια απομόνωση, ούτε τα μίντια ούτε και το κοινό, τον λησμόνησε. Για την ακρίβεια τον τίμησε δεόντως, ανασύροντας ιστορίες από την πολύχρονη πορεία του στη σόουμπιζ και στη δημόσια σφαίρα. Σύσσωμα τα έντυπα πολυσέλιδα αφιερώματα, αλλά και τα σχόλια στα σόσιαλ μίντια τον αποθέωσαν, καταλήγοντας στην κοινή διαπίστωση ότι ο Σον Κόνερι ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα αρχετυπικά αρσενικό. Εκεί, που συνέκλινε το γούστο της μάνας και της κόρης, με την μη ομολογουμένη έγκριση του πατέρα. «Ε, μάλιστα, αυτός είναι άνδρας με τα όλα του», συνήθιζαν να λένε, αναφερόμενοι σε αυτόν. Και κατά την ωριμότητά του, αλλά και μετά το πέρας αυτής.

Ο Κόνερι μεγάλωσε, αλλά δεν γέρασε. Δεν είναι τυχαίο ότι το περιοδικό People, τον έχρισε τον πιο σέξι άνδρα στα 59 του χρόνια. Τα πυκνά του φρύδια, η βαριά προφορά του, η κορμοστασιά και το πονηρό μειδίαμά του, παρέμειναν αναλλοίωτα, ακόμα και όταν κυκλοφόρησε μία φωτογραφία, στην οποία κράταγε μπαστούνι.

Ψηλός, μελαχρινός και παθιασμένος, ενσάρκωσε τον γοητευτικό και επινοητικό μυστικό πράκτορα του Ian Fleming στις πέντε πρώτες ταινίες του James Bond, νικώντας διαβολικούς κακούς και κατακτώντας ηδονικές γυναίκες.
Έναν ρόλο που κατέληξε να απεχθάνεται, παρά τη δόξα, χρήμα και δημοφιλία που του εξασφάλισε. Στην προτελευταία ταινία του Μποντ, επιστρατεύτηκε ένα εκατομμύριο ως προκαταβολή –εν έτει 1971- και 12% των εσόδων της ταινίας για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του. Άγνωστη παραμένει η αμοιβή του, όταν το 1983 ξαναφόρεσε τα κομψά κουστούμια του Μποντ. Τότε που υποδύθηκε τον πράκτορα που βρέθηκε αντιμέτωπος με τις ανασφάλειες της μέσης ηλικίας.

Αργότερα, δοκιμάστηκε σε απαιτητικούς ρόλους και ταλαντούχους σκηνοθέτες, αποδεικνύοντας ότι η παρουσία του στη οθόνη φέρει κάτι από τους μεγάλους, όπως ο Μπράντο και ο Ολίβιε. Παρ’ ότι δεν φοβήθηκε το κινηματογραφικό του τσαλάκωμα, στην ζωή του αποδείχθηκε πολύ πιο διστακτικός. Σχεδόν βαρύθυμος όταν έκλειναν οι κάμερες. Τον κατέκλυζε ο φόβος ότι θα τον εκμεταλλευθούν: φίλοι, συνεργάτες, μάνατζερς και παραγωγοί. Έχει, άλλωστε, μηνύσει δεκάδες από αυτούς.

Γεννήθηκε ως Τόμας Σον Κόνερι στις 25 Αυγούστου του 1930. Πέρασε τους πρώτους μήνες της ζωής του, αντί σε κούνια, στο χαμηλότερο συρτάρι ενός ντουλαπιού στο παγωμένο διαμέρισμα της οικογένειας. Τον σκέπαζαν τα κουρέλια της μητέρας του. Ο πατέρας του, μετά βίας εξασφάλιζε το φαγητό της οικογένειας ως εργάτης και η μητέρα του συμπλήρωνε το εισόδημά τους, καθαρίζοντας γειτονικά σπίτια.

Μόλις στα εννιά του, συνέβαλε και αυτός στα οικονομικά του σπιτιού μοιράζοντας γάλα. Όταν ο αδελφός του γεννήθηκε, το ήδη φτωχό μεσημεριανό πιάτο, μοιράστηκε στα δύο. Για να διατηρήσει μία στοιχειώδη προσωπική υγιεινή, τρύπωνε σε δημόσια μπάνια. Η στέρηση αυτή σημάδεψε την προσωπικότητά του. Αυτό δεν άλλαξε, ακόμα και όταν ο τραπεζικός του λογαριασμός είχε φουσκώσει με εκατομμύρια.

Σε μία σπάνια συνέντευξή του είχε εξομολογηθεί στον δημοσιογράφο ότι ένα μπάνιο αποτελεί και σήμερα για αυτόν μία πολυτέλεια, μία μοναδική στιγμή. Ο θυμός που δεν σταμάτησε να τον ταλανίζει σε όλη του τη ζωή, επίσης προερχόταν από τη δύσκολη παιδική του ηλικία. Συνάδελφοι και φίλοι τον περιγράφουν ως ένα περίεργο μίγμα τσιγκούνη και γενναιόδωρου, κοινωνικού, αλλά και μοναχικού τύπου. Μία ισορροπία του τρόμου… Γλυκός, αλλά και οργισμένος.

Παθιασμένος γκόλφερ, ανακάλυψε το άθλημα την εποχή του Τζέιμς Μποντ. Ήταν ο μοναδικός παίκτης στο κλαμπ του Λος Άντζελες που κουβαλούσε μόνος την τσάντα του. Κάποιοι σχολίαζαν τότε καυστικά ότι προσπαθούσε να αποφύγει το φιλοδώρημα. Και, όμως, την ίδια στιγμή δώριζε εκατομμύρια σε ιδρύματα πίσω στην Σκωτία. Συνήθιζε να διηγείται ιστορίες για την πατρίδα και την παιδική του ηλικία, τότε που εκτός από γαλατάς, εργάστηκε ως επιπλοποιός, υπάλληλος γραφείου κηδειών, ποδοσφαιριστής και μποντιμπιλντεράς. Αυτό ήταν που εν τέλει τον οδήγησε και στην υποκριτική.

Την πρώτη του σύζυγο την γνώρισε το 1957. Συμπρωταγωνιστούσαν σε μία τηλεοπτική σειρά. Παντρεύτηκαν λίγα χρόνια αργότερα και έφεραν στη ζωή τον γιo τους Τζέισον, ο οποίος ακολούθησε τα βήματα των γονιών του. Το ζευγάρι χώρισε και αργότερα, η πρώην σύζυγος δεν έκρυψε τον θυμό της για τον αλλοτινό της αγαπημένο. Ισχυρίστηκε ότι την κακοποιούσε σωματικά και ψυχολογικά.

Τη δεύτερή του σύζυγο, την Γαλλομαροκινή ζωγράφο Μισελίν την γνώρισε ενόσω ήταν ακόμα παντρεμένος. Το ίδιο και αυτή. Συναντήθηκαν σ’ ένα παιχνίδι γκολφ. Διαγωνίστηκαν για την πρώτη θέση. Εντέλει, τον κέρδισε η Μισελίν. Ο Κόνερι πήρε τη δεύτερη θέση. Μετά τον γάμο επέλεξαν ως μέρος διαμονής του την Ισπανία.

Παρ’ ότι υπήρξε μέχρι το τέλος της ζωής του θερμός υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της πατρίδας του και κάθε μήνα συνέφερε στα οικονομικά του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας 4.800 αγγλικές λίρες, δέχθηκε να χριστεί ιππότης από τη Βασίλισσα. Το παλάτι είχε επιμείνει τρείς φορές, πριν ο ίδιος συμφωνήσει. Ο ίδιος είχε υποστηρίξει ότι δεν έγινε ποτέ ένας αληθινός βρετανός ιππότης. «Νομίζω ότι το βασικό μου προτέρημα είναι ότι παρέμεινα πιστός σε αυτό που ήμουν. Ό,τι και αν ήταν αυτό….» είχε δηλώσει.

«Πέθανε στον ύπνο του και έφυγε τόσο γαλήνια… Ήμουν μαζί του όλη την ώρα και απλά έφυγε. Ήταν αυτό που ήθελε»
Η σύζυγος του θρύλου της μεγάλης οθόνης, Σερ Σον Κόνερι, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 90 ετών, το βράδυ του Σαββάτου αποχαιρέτησε τον ηθοποιό έντονα συναισθηματικά φορτισμένη, αποκαλύπτοντας τον άνισο αγώνα που έδινε με την άνοια.

Αποκαλύπτοντας πώς οι τελευταίοι μήνες του είχαν σημαδευτεί από την άνοια, η Μισελίν Ροκμπρίν, που ήταν παντρεμένη με το βραβευμένο με Όσκαρ αστέρα επί 45 χρόνια, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν ήταν ζωή γι’ αυτόν. Δεν ήταν σε θέση να εκφραστεί τελευταία.

Τουλάχιστον πέθανε στον ύπνο του και έφυγε τόσο γαλήνια… Ήμουν μαζί του όλη την ώρα και απλά έφυγε. Ήταν αυτό που ήθελε».

«Είχε άνοια και αυτό είχε επιπτώσεις πάνω του. Ικανοποιήθηκε η τελευταία του επιθυμία να φύγει ήσυχα» πρόσθεσε.

Η 91χρονη γαλλομαροκινή ζωγράφος, η οποία γνώρισε τον Σκωτσέζο ηθοποιό το 1970 σε ένα τουρνουά γκολφ και έγινε η δεύτερη σύζυγός του, πρόσθεσε: «Ήταν εντυπωσιακός και είχαμε μια υπέροχη ζωή μαζί.

Ήταν ένας άνδρας υπόδειγμα. Θα είναι πολύ δύσκολο χωρίς αυτόν, το ξέρω. Αλλά (η ιστορία της υγείας του) δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα και έφυγε ήρεμα».

Σε μια συγκλονιστική απαγγελία της «Ιθάκης» του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη με μουσική επένδυση του διεθνούς φήμης μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, είχε προχωρήσει το 2004 ο Σον Κόνερι.

Back to top button