COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

STORIES

Σταμάτης Κόκοτας: Ο νεκρός Ωνάσης, οι λιποθυμίες με το «Γιε Μου» και το ποσό – ‘μαμούθ’, για να κόψει τις φαβορίτες!

Ήταν για πολλά χρόνια ο άρχοντας της πίστας. Η πιο μεγάλη φίρμα με φήμη που ξέφευγε από τα ελληνικά σύνορα. Ένας τραγουδιστής που έζησε αμέτρητες στιγμές λατρείας και πάθους από τα κοριτσόπουλα που ξεροστάλιαζαν έξω από το καμαρίνι και το σπίτι για να τον δουν από κοντά. Ο Σταμάτης Κόκοτας με την χαρακτηριστική λαϊκή φωνή είναι από τα μεγαλύτερα ονόματα που έχουν γράψει ιστορία. Ένας ζωντανός θρύλος που έζησε τα πάντα.

Ο πατέρας του ήταν γιατρός και η μητέρα του υπάλληλος τραπέζης και εκείνος γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1941. Το σχολείο δεν του άρεσε ιδιαίτερα γι αυτό και μόλις πήρε στα χέρια του δώρο μία κιθάρα από την μητέρα του, σε ηλικία 15 ετών, κατάλαβε με τι ήθελε να ασχοληθεί. Το τραγούδι ήταν η μεγάλη του αγάπη και έτσι στα 60ς πήγε στην εκπομπή νέα ταλέντα της κρατικής τηλεόρασης μαζί με 2 φίλους του και παρουσίασαν το τρίο Μπραζίλ. Ο Σταμάτης ξεχώρισε αμέσως. Ο πατέρας Κόκοτας όμως τον έστειλε στο Παρίσι για να ακολουθήσει τα χνάρια του στην ιατρική.

Στην Γαλλία ο Σταμάτης Κόκοτας ξεκινά δειλά δειλά την επαγγελματική του πορεία, όχι όμως στην ιατρική αλλά στο τραγούδι. Εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα, τραγουδά στην Γαλλική τηλεόραση και εκεί τον ανακαλύπτει ο Σταύρος Ξαρχάκος. Τον πείθει να επιστρέψει στην πατρίδα και το 1966 τραγουδώντας Ξαρχάκο και Γκάτσο αρχίζει να χτίζει την καριέρα του. Η δισκογραφική εταιρία τον πιέζει να αλλάξει το επίθετο του για να κάνει καριέρα και εκείνος αρνείται. Λόγω της ξεχωριστής χροιάς της φωνής του, αλλά και του ιδιαίτερου λουκ, ο Σταμάτης Κόκοτας έγινε τη δεκαετία του ’70 ένας μεγάλος σταρ με πωλήσεις 100.000 δίσκων κάθε φορά που έβγαζε μια επιτυχία.

Έχει για σήμα κατατεθέν ακόμη και σήμερα, τις εξαιρετικά μακριές φαβορίτες του και ο θρύλος λέει ότι γνωστή εταιρία με ξυραφάκια του έδινε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για να τις κόψει αλλά αυτός αρνήθηκε. Από το 68 ξεκινά συνεργασίες με όλους τους μεγάλους δημιουργούς της εποχής, Τσιτσάνης, Θεοδωράκης, Σπανός, Καλδάρας, Μούτσης, Ζαμπέτας, Πυθαγόρας και τόσοι άλλοι. Στα νυχτερινά κέντρα που εμφανίζεται επικρατεί το αδιαχώρητο. Τα πιάτα πέφτουν βροχή και φτάνουν μέχρι την μέση του, τα κορίτσια λιποθυμούν και οι άνδρες στο άκουσμα του τραγουδιού γιε μου, λυγίζουν και κλαίνε.

Δύο κλασικοί μύθοι/υποθέσεις για το τραγούδι “γιέ μου”

—“Αφιερωμένο στον Αλέξανδρο, υιό του Ωνάση, για τη δολοφονία του μετά από πτώση του αεροπλάνου του και φυσικά σε όλα τα παιδιά που θάψαν οι γονείς τους.”

—“Το τραγούδι γράφτηκε για ένα πατέρα με ναρκωμανή γιό. Τότε, τέλη δεκαετίας 70, άρχισε να μπαίνει η πρέζα στη ζωή μας. Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα λέει όλα εδώ….είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς………Γιέ μου, είν οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου, οι αρχόντοι είν εμπόροι του πολέμου και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά. Ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά”.

Back to top button