COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

EΛΛΑΔΑΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Συνθήκη της Λωζάνης, 100 χρόνια: Η ιστορία της, τι προβλέπει και γιατί οι Τούρκοι θέλουν να την αλλάξουν

Η διπλωματική μάχη Βενιζέλου - Ινονού και ο ρόλος της Entente στη Συνθήκη που καθορίζει τα ελληνοτουρκικά σύνορα έως σήμερα - Οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις των γειτόνων από την ανταλλαγή των πληθυσμών αποκλειστικά με θρησκευτικά κριτήρια μέχρι τη συμφωνία για τις μειονότητες που αθέτησε μονόπλευρα η Τουρκία

Στις 24 Ιουλίου συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Πρόκειται για τη συνθήκη που ρύθμισε εδαφικές και άλλες εκκρεμμότητες ανάμεσα στους Συμμάχους της Entente και την Τουρκία, η οποία αν και ηττημένη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανιζόταν να βρίσκεται πλέον σε θέση ισχύος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η Συνδιάσκεψη της Λωζάνης ξεκίνησε στις 8/21 Νοεμβρίου 1922. Κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση προήδρευσε, τιμής ένεκεν, ο Πρόεδρος της Ελβετίας. Στη Λωζάνη βρίσκονταν αντιπρόσωποι από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Ρουμανία, τη Σερβία και βέβαια την Ελλάδα από τη μία πλευρά και την Τουρκία από την άλλη.

Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και, ανάμεσα στα άλλα μέλη, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, ο Μιχαήλ Θεοτοκάς, ειδικός σε θέματα Πατριαρχείου/Οικονομικών, και ο Δημήτριος Κακλαμάνος. Επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ισμέτ πασάς, μετέπειτα Ισμέτ Ινονού.

Επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας ήταν ο Πουανκαρέ και οι πρέσβεις Μπαρέρ και Μπομπάρ, της βρετανικής ο υπουργός Εξωτερικών λόρδος Κέρζον και ο πρέσβης Ρούμπολντ και της ιταλικής ο Μουσολίνι και οι διπλωμάτες Γκαρόνι, Μοντανά και Λάγκο. Επικεφαλής της Σερβίας και της Ρουμανίας ήταν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών και της Βουλγαρίας ο πρωθυπουργός Σταμπολίνσκι.

Υπήρχαν επίσης στη Λωζάνη αμερικανική αντιπροσωπεία, με τους διπλωμάτες Τσάιλντ και Γκρου και τον ναύαρχο Μπρίστολ, καθώς και σοβιετική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών Τσιτσέριν και τους διπλωμάτες Ρακόβσκι, Μντιβάνι και Βορόβσκι. Η Ιαπωνία, καθώς δεν είχε συμφέροντα στη Μέση Ανατολή εκείνη την εποχή, έστειλε αντιπροσωπεία στη Λωζάνη, χωρίς όμως να λάβει ενεργό μέρος στις διαπραγματεύσεις.

Τέλος, υπήρχαν αντιπρόσωποι από τις ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Πολωνία, Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, Ισπανία, Πορτογαλία και Αλβανία) που είχαν εμπορικές και οικονομικές σχέσεις και συμφωνίες Διομολογήσεων (μόνο η Αλβανία δεν είχε) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίοι συμμετείχαν όταν κρινόταν απαραίτητο από τους προέδρους των επιτροπών και υποεπιτροπών της Συνδιάσκεψης.

Να σημειώσουμε ότι αρχικά υπήρχε πρόθεση από τους Συμμάχους να κληθούν εκπρόσωποι της κυβέρνησης του σουλτάνου, αλλά και κεμαλικοί. Ομως η επίσημη κυβέρνηση της Τουρκίας παραιτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου/4 Νοεμβρίου και ο σουλτάνος φυγαδεύτηκε στις 4/17 Νοεμβρίου 1922 με αγγλικό πλοίο στη Μάλτα. Την εποχή της Συνδιάσκεψης οι αγγλογαλλικές σχέσεις ήταν τεταμένες, κάτι που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ο Ισμέτ, παρά την απειρία του.

Οι δυνάμεις της Entente ωστόσο είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τις σχεδόν καθημερινές πληροφορίες από την αποκρυπτογράφηση των τουρκικών τηλεγραφημάτων από και προς τη Λωζάνη. Στις 9/21 Νοεμβρίου 1922 άρχισε το κυρίως έργο της Συνδιάσκεψης, με τον ορισμό τριών επιτροπών: η Πολιτική και Εδαφική με πρόεδρο τον Κέρζον, η Επιτροπή για όλα τα σχετικά με τις Διομολογήσεις με πρόεδρο τον Γκαρόνι και η Οικονομική Επιτροπή με πρόεδρο τον Μπαρέρ («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).

Το ζήτημα της Θράκης

Η Θράκη από το 1912 ως το 1922 είχε γίνει αντικείμενο αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων και πεδίο μαχών. Ο Ισμέτ στις 9/22 Νοεμβρίου ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη και την παραχώρηση στην Τουρκία των καζάδων του Καραγάτς και του Διδυμοτείχου. Τις τουρκικές θέσεις αντέκρουσαν ο Βενιζέλος και ο Κέρζον. Η Τουρκία έλαβε την Ανατολική Θράκη, όπως είχε αποφασιστεί με την Ανακωχή των Μουδανιών.

Τα εδάφη της Θράκης στην αριστερή όχθη του Εβρου παρέμειναν στην Ελλάδα. Τέλος, η ηττημένη στον πόλεμο Βουλγαρία δεν δέχτηκε την παραχώρηση της διοίκησης του ελεύθερου λιμένος της Αλεξανδρούπολης και της σιδηροδρομικής γραμμής κατά μήκος της αριστερής όχθης του ποταμού Εβρου, θέλοντας να εξασφαλίσει τα κεκτημένα της από τη Συνθήκη του Νεϊγί. («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).

Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου

Μετά τη λήξη των συζητήσεων για τα ζητήματα της Θράκης, η Πολιτική Επιτροπή ασχολήθηκε με το θέμα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Τα νησιά αυτά μπορούν να χωριστούν σε αυτά του Βορείου Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Ιμβρος, Τένεδος), του Κεντρικού Αιγαίου (Χίος, Λέσβος, Σάμος, Ικαρία) και τα Δωδεκάνησα. Ο Μουσολίνι λίγο πριν την έναρξη της Συνδιάσκεψης είχε διαμηνύσει ότι δεν θα δεχόταν καμία συζήτηση για τα Δωδεκάνησα, που τότε ανήκαν στην Ιταλία. Οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα και ο Βενιζέλος αποφάσισε να μη θέσει το Δωδεκανησιακό στη Λωζάνη.

Ο Ισμέτ ζήτησε να παραχωρηθούν στην Τουρκία όχι μόνο η Ιμβρος και η Τένεδος (που είχαν πάνω από 80% ελληνικό πληθυσμό), αλλά και η Σαμοθράκη. Η ενότητα των Συμμάχων, όπως και στο ζήτημα της Θράκης, αποθάρρυνε τους Τούρκους. Αποφασίστηκε τελικά στις 18/31 Ιανουαρίου 1923 να δοθούν στην Τουρκία η Ιμβρος και η Τένεδος και ο Ισμέτ ανέλαβε την υποχρέωση της δημιουργίας στα νησιά αυτά «ειδικού καθεστώτος τοπικής αυτοδιοικήσεως».

Η Τουρκία ποτέ δεν εφάρμοσε αυτό το καθεστώς και φρόντισε να εκδιώξει από την Ιμβρο και την Τένεδο όλους σχεδόν τους Ελληνες. Μόνο την τελευταία δεκαετία υπάρχει επιστροφή αρκετών εκατοντάδων Ελλήνων στην Ιμβρο, κάτι που προοιωνίζεται ένα καλύτερο μέλλον για το νησί. Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε ήταν αυτό της αποστρατικοποίησης των νησιών.

Η συζήτηση για τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, την Ιμβρο και την Τένεδο αναβλήθηκε, για να εξεταστεί αργότερα μαζί με το νέο καθεστώς των Στενών. Ο Ισμέτ ζήτησε την πλήρη αποστρατικοποίηση Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας και την εγκαθίδρυση σε αυτά τα νησιά ειδικού καθεστώτος αυτονομίας. Ομως οι Σύμμαχοι και πάλι δεν δέχθηκαν τις μαξιμαλιστικές τουρκικές αξιώσεις.

Τελικά συμφωνήθηκε η λήψη μιας σειράς μέτρων αποστρατικοποίησης που θα ικανοποιούσαν και την Ελλάδα. Τα μέτρα αυτά θα έκαναν δύσκολη τη χρήση των νησιών από την Ελλάδα ως «βάσεων εξορμήσεως», κάτι που είχε γίνει σύμφωνα με την κεμαλική αντιπροσωπεία κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, αλλά και θα εξασφάλιζαν την αποτελεσματική άμυνά τους. («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).

Η ανταλλαγή των πληθυσμών

Από τη δεύτερη εβδομάδα της Συνδιάσκεψης ήδη τέθηκε το ζήτημα της ανταλλαγής πληθυσμών, καθώς και θέμα ανταλλαγής Ελλήνων και Τούρκων αιχμαλώτων (η οποία ρυθμίστηκε εύκολα). Ωστόσο για την ανταλλαγή των πληθυσμών συγκροτήθηκε ειδική υποεπιτροπή που συνεδρίασε 31 φορές, περισσότερες από κάθε άλλη.

Ανταλλαγή πληθυσμών είχε γίνει και λίγα χρόνια νωρίτερα, συγκεκριμένα το 1913 μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, σε μια ζώνη 15 χιλιομέτρων εκατέρωθεν των νέων, τότε, τουρκοβουλγαρικών συνόρων. Επρόκειτο ουσιαστικά όμως για βίαιο εκπατρισμό 48.570 μουσουλμάνων και 46.760 Βουλγάρων. Συζητήσεις για την ανταλλαγή των Ελλήνων της Σμύρνης και των Τούρκων της Μακεδονίας είχαν γίνει και το 1914, όμως η κατ’ αρχήν συμφωνία που επιτεύχθηκε δεν εφαρμόστηκε ποτέ, όπως και η σχετική πρόβλεψη της Συνθήκης Ειρήνης του Νεϊγί (1919).

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Σύμβαση Ανακωχής των Μουδανιών είχαν οδηγήσει στην Ελλάδα πολλούς πληθυσμούς από την Τουρκία. Υπήρχαν όμως 400.000-450.000 Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη, στην Καισάρεια και στον Πόντο. Στην Ελλάδα υπήρχαν 460.000 μουσουλμάνοι στη Μακεδονία, στη Θράκη, στην Ηπειρο, στην Κρήτη, στη Θεσσαλία, καθώς και σε μερικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφτηκε η Σύμβαση της Λωζάνης «περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Στα δύο πρώτα άρθρα της οριζόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, η οποία έγινε με θρησκευτικά και όχι με φυλετικά κριτήρια. Το θρησκευτικό ήταν το μόνο ασφαλές κριτήριο διαχωρισμού. Ουσιαστικά η ανταλλαγή βασίστηκε στο οθωμανικό σύστημα των «μιλέτ».

Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις. Σφοδρές κατηγορίες δέχτηκαν τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος όσο και ο Υπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες Φ. Νάνσεν. Από την αλληλογραφία των βασικών πρωταγωνιστών πριν από τη Συνδιάσκεψη προκύπτει ότι Βενιζέλος και Νάνσεν υιοθετούσαν την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Είχε όμως προηγηθεί ο εκπρόσωπος της κεμαλικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη Χαμίντ μπέης, ο οποίος είχε δηλώσει ότι η κυβέρνησή του επέμενε σε υποχρεωτική ανταλλαγή.

Σύμφωνα με τον Αγγελο Συρίγο, ο Βενιζέλος γνωρίζοντας τους διωγμούς των Νεότουρκων από το 1914 σε βάρος των Ελλήνων στην οθωμανική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας, ήταν βέβαιος ότι αν έμεναν Ελληνες στην Τουρκία θα εκδιώκονταν βίαια από τον Κεμάλ.

Από την ανταλλαγή πληθυσμών εξαιρέθηκαν ρητά οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης (300.000-350.000 τότε), της Ιμβρου και της Τενέδου, καθώς και οι μουσουλμάνοι της (Δυτικής) Θράκης, οι οποίοι σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ήταν 102.621, σαφώς λιγότεροι από όσοι είναι σήμερα. Ο ακριβής αριθμός όσων «ανταλλάχθηκαν» με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης δεν είναι σαφής.

Σύμφωνα με τον Αγγελο Συρίγο, οι μουσουλμάνοι που εγκατέλειψαν την Ελλάδα ήταν 355.635, ενώ οι ανταλλαχθέντες Ελληνες 189.916. Υπήρχαν όμως 862.110 πρόσφυγες (στοιχεία Απριλίου 1923) και γύρω στους 70.000 πρόσφυγες που απεβίωσαν (μεταξύ Οκτωβρίου 1922 – Ιουλίου 1923). Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων που εγκατέλειψαν την Τουρκία με βάση τα στοιχεία αυτά ήταν 1.122.026. Πάντως στην ελληνική απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.221.849 πρόσφυγες.

Από αυτούς, 151.892 είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επίσης, 117.633 πρόσφυγες προέρχονταν από χώρες εκτός Τουρκίας (Ρωσία, Βουλγαρία, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία κ.λπ.). Είναι άγνωστος ο αριθμός όσων πέθαναν στην Ελλάδα από τις κακουχίες, αλλά και ο αριθμός όσων μετανάστευσαν προς τρίτες χώρες (Συρίγος, 2016).

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Ενα άλλο πολύ σοβαρό θέμα ήταν η απαίτηση των Τούρκων για απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, κάτι που ζήτησαν στις 16/12/1922. Το μόνο που δεχόταν ο Ισμέτ ήταν η ελευθερία της λατρείας στην Τουρκία. Παρά τις έντονες πιέσεις από όλες τις ξένες αντιπροσωπείες, οι Τούρκοι ήταν αμετάπειστοι και τόνιζαν ότι αν δεν απομακρυνόταν το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη δεν επρόκειτο να υπογράψουν καμία άλλη συμφωνία.

Ο Κέρζον αποφάσισε να αναγγείλει την εξέταση του θέματος από την ολομέλεια της Πολιτικής Επιτροπής στις 28/12/1922 (παλαιό ημερολόγιο) και να προτείνει νέο κύκλο ιδιωτικών συνομιλιών μέχρι τη μέρα εκείνη. Ο Βενιζέλος δεν δέχτηκε τη συμβιβαστική γαλλική πρόταση και διαβίβασε στην τουρκική πλευρά, μέσω του Νίκολσον, «συνδέσμου του» με τον Κέρζον, την αντιπρόταση να διατηρήσει η Τουρκία το Πατριαρχείο και τη διοίκηση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά να περιορίσει τη δραστηριότητά τους σε αυστηρά θρησκευτικά πλαίσια.

Την πρόταση αυτή απέρριψε κατηγορηματικά ο Ισμέτ στις 27 Δεκεμβρίου 1922/9 Ιανουαρίου 1923, για να τη δεχθεί τελικά το πρωί της επόμενης μέρας, λίγο πριν την έναρξη της συνεδρίασης της Πολιτικής Επιτροπής. Από την πλευρά του ο Βενιζέλος ανέλαβε και τήρησε την υποχρέωση να πείσει τον Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, ο οποίος είχε αναπτύξει έντονη πατριωτική δράση κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, σύμφωνα με την τουρκική πλευρά, να παραιτηθεί («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).

Η διακοπή των διαπραγματεύσεων

Μετά τη συζήτηση για τα παραπάνω θέματα, η Πολιτική Επιτροπή ασχολήθηκε με τα δύο κυριότερα θέματα που ανήκαν στην αρμοδιότητά της: το νέο καθεστώς των Στενών και τη Μοσούλη, όπως επίσης τις Διομολογήσεις και τα οικονομικά ζητήματα. Οι συζητήσεις για το καθεστώς των Στενών στην Πολιτική Επιτροπή ήταν παρατεταμένες και συχνά πολύ έντονες μεταξύ της τουρκικής, της βρετανικής, αλλά και της σοβιετικής αντιπροσωπείας.

Τελικά, το νέο καθεστώς των Στενών προέβλεπε την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου (όχι όμως και της Θάλασσας του Μαρμαρά), της Ιμβρου, της Τενέδου, της Λήμνου και της Σαμοθράκης, την ελευθερία διέλευσης εμπορικών και πολεμικών πλοίων και, τέλος, τη δημιουργία «Διεθνούς Επιτροπής Ναυσιπλοΐας για τα Στενά» που θα επιτηρούσε την τήρηση της εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων, οι οποίες ίσχυσαν μέχρι τη Σύμβαση του Μοντρέ (1936).

Στα υπόλοιπα θέματα (Μοσούλη, Διομολογήσεις, Οικονομικά) δεν υπήρξε συμφωνία και στις 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου 1923 η βρετανική αντιπροσωπεία αναχώρησε για το Λονδίνο. Οι Βρετανοί απέδωσαν την άρνηση των Τούρκων να υπογράψουν σε πιέσεις των Αμερικανών παρατηρητών, που ήταν τελείως αντίθετοι με τα βρετανικά σχέδια για την περιοχή της Μουσούλης, αλλά και την επικύρωση της σύμβασης της αγγλικής εταιρείας Turkish Petroleum, της σημαντικότερης από τις προπολεμικές προνομιακές συμβάσεις των Συμμάχων στην οθωμανική αυτοκρατορία («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).

Η ελληνική πλευρά πίστευε ότι μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων θα ξεσπούσε πόλεμος ανάμεσα στην Entente και την Τουρκία, κάτι που δεν έγινε. Ο Ισμέτ επέστρεψε στην Αγκυρα και υπέβαλε το ειρηνευτικό σχέδιο της Entente στην Εθνοσυνέλευση. Αυτό υπερψηφίστηκε με 190 ψήφους υπέρ, 20 κατά και περίπου 80 αποχές. Οι κύριες αντιρρήσεις είχαν να κάνουν με τον χειρισμό του θέματος της Μοσούλης από τον Ισμέτ.

Η τουρκική Εθνοσυνέλευση δέχτηκε σαν οριστικές τις συμφωνίες στα υπόλοιπα θέματα και ανέθεσε στον Ισμέτ τη συνέχιση των συζητήσεων με τους Συμμάχους με βάση νέες τουρκικές αντιπροτάσεις. Μετά από μια ειδική διασυμμαχική διάσκεψη στο Λονδίνο (21-27 Μαρτίου 1923), η Συνδιάσκεψη της Λωζάνης επανέλαβε τις εργασίες της στις 23/4/1923. Από όσους μετείχαν στο πρώτο μέρος της Συνδιάσκεψης, μόνο οι Βενιζέλος και Ισμέτ ήταν παρόντες.

Η Γαλλία αντιπροσωπεύτηκε από τον στρατηγό M. Πελέ, Υπατο Αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη, η Βρετανία από τον Ράμπολντ και η Ιταλία από τον Μοντανά. Στις αντιπροτάσεις της η Τουρκία ζήτησε να της δοθεί και το Καστελλόριζο, που ανήκε όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα τότε στην Ιταλία. Φυσικά ο Μουσολίνι απέρριψε κατηγορηματικά τις τουρκικές αξιώσεις για το «Kastel Rosso». Το ίδιο αρνητικές όμως απέναντι στην Τουρκία ήταν η Βρετανία και η Γαλλία. Καθώς η κεμαλική αντιπροσωπεία δεν διέθετε κανένα επιχείρημα για την αξίωσή της αυτή, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Εκεί όμως που υπήρχε τεράστιο πρόβλημα ήταν με τις πολεμικές αποζημιώσεις που ζητούσε επίμονα η Τουρκία από την Ελλάδα. Στην Αθήνα είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μια φιλοπολεμική τάση απέναντι στην Τουρκία, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Πάγκαλο, διοικητή της Στρατιάς του Εβρου, αλλά και τον Ναύαρχο Χατζηκυριάκο, αρχηγό του στόλου.

Σε σύσκεψη που έγινε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου και στην οποία έλαβαν μέρος οι Πλαστήρας, Γονατάς, Μαυρομιχάλης, Σακελλαρόπουλος, Χατζηκυριάκος, Πάγκαλος και ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής, ο μόνος μη στρατιωτικός, αποφασίστηκε να διοριστεί «πρώτος πληρεξούσιος» της Ελλάδας στη Λωζάνη ο Αλεξανδρής «εις αντικατάστασιν του Βενιζέλου». Ο σκοπός του ήταν να προκαλέσει ρήξη μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας που θα οδηγούσε σε διακοπή των διαπραγματεύσεων και θα έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επιτεθεί στην Τουρκία.

Η υπογραφή

Ο Αλεξανδρής έφθασε στη Λωζάνη στις 13 Μαΐου. Η προσπάθειά του να πείσει τον Βενιζέλο να καταγγελθεί η Ανακωχή των Μουδανιών και να επιτευχθεί ο ειρηνικός διακανονισμός του ζητήματος των επανορθώσεων απέτυχε. Ηταν φανερό ότι καμία από τις συμμαχικές χώρες δεν ήταν διατεθειμένη να υποστηρίξει την Ελλάδα ή να τηρήσει έστω ευμενή ουδετερότητα σε περίπτωση επίθεσης στην Τουρκία. Η παρουσία του Αλεξανδρή επέσπευσε τις ελληνοτουρκικές συζητήσεις.

Στις 26 Μαΐου 1923 η κεμαλική αντιπροσωπεία εγκατέλειψε την απαίτησή της για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων με αντάλλαγμα την παραχώρηση από την Ελλάδα του Τριγώνου του Καραγάτς. Ο Ελληνικός Στρατός στη Θράκη όμως παρέμεινε σε ετοιμότητα για δύο ακόμα μήνες. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα διευθετήθηκαν με υποχωρήσεις, κυρίως των Συμμάχων, και τα υπόλοιπα θέματα της Συνδιάσκεψης. Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης υπογράφηκε μαζί με τις σχετικές συμβάσεις, δηλώσεις και πρωτόκολλα στις 24 Ιουλίου 1923.

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης η Τουρκία κέρδιζε σε βάρος της Ελλάδας, σε σύγκριση με τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, την Ανατολική Θράκη, το «Τρίγωνο του Καραγάτς», την Ιμβρο, την Τένεδο και τη ζώνη της Σμύρνης. Με την ίδια Συνθήκη αναγνωριζόταν η κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα.

Στα τέλη Μαρτίου 1924 η Πρεσβευτική Διάσκεψη επικύρωσε τα ελληνοαλβανικά σύνορα του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1913 – και μάλιστα όρισε ως σύνορο Ελλάδας και Αλβανίας τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς, αντί του υδροκρίτη μεταξύ Δεβόλη και Αλιάκμονα που ίσχυαν ως σύνορο από το 1913. Ετσι 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς, δυτικά των Πρεσπών, παραχωρήθηκαν από την Ελλάδα στην Αλβανία («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).

Back to top button