COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

STORIESΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Βίκτωρ Ουγκώ: Ο γίγας της διανοήσεως

Ο ποιητής των αδικημένων, ο ποιητής της ελευθερίας και της απολυτρώσεως

Η Γαλλία ετοιμάζεται να επαναφέρη εις την ανάμνησιν του λαού της και όλου του κόσμου ένα από τα μεγαλείτερα πνεύματα του παρελθόντος αιώνος, το οποίον έσβυσε προ 50 ακριβώς ετών. Πράγματι την 14ην Μαΐου του 1885 μία φρικτή είδησις εγνώσθη εις το Παρίσι και διεδόθη αιφνιδίως εις όλην την Γαλλίαν και εις όλον τον κόσμον. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο αδιάλλακτος εξόριστος, ο λυσσώδης υπερασπιστής του νόμου της αμνηστείας, ο μεγαλοφυής ποιητής ήταν ετοιμοθάνατος. Οκτώ ολόκληρες ημέρες επάλαισε με τον θάνατον και συγγενείς, φίλοι και μαθηταί είχαν οργανώση ένα είδος αδιακόπου φρουράς κοντά εις το κρεββάτι του. Και επήλθε το μοιραίον. Την 22αν Μαΐου το Παρίσι εκήδευσε μεγαλοπρεπώς τον Ουγκώ, παγκόσμιον δόξαν.

Η σορός του ετοποθετήθη εις το Πάνθεον και εξ επίσημοι Γάλλοι ανείχον τας ταινίας του φερέτρου. Μεταξύ αυτών ήτο ένας νέος 37 ετών, με μεγάλα μαλλιά και με πρόσωπον εκφραστικόν. Ήταν ο Γουσταύος Ριβέ. Είνε σήμερον ο τελευταίος από τους ζώντας φίλους του ποιητού, ένα γεροντάκι 87 χρόνων καθισμένο όλην την ημέραν εις το γραφείον του, γεμάτο από χιλιάδας βιβλία. Ήταν ο γραμματεύς και ο έμπιστος φίλος του μεγάλου αυτού Γάλλου, η πεντηκοστή δε επέτειος από του θανάτου του Ουγκώ τον φέρει πάλιν εις την επιφάνειαν. Δημοσιογράφοι ήλθαν εις την Γρενόβλην (σ.σ. Γκρενόμπλ) διά να ακούσουν από τον κ. Ριβέ τας εντυπώσεις του και την περιγραφήν της ζωής του ποιητού.

Advertisement

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 8.2.1935, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Ουγκώ, είπεν ο κ. Ριβέ εις τους επισκεφθέντας αυτόν δημοσιογράφους, ήταν προ παντός ένας απλούστατος άνθρωπος παρ’ όλην την δόξαν, τα πλούτη και τας τιμάς τας οποίας του απένειμεν ολόκληρος ο κόσμος. Μου αρέσει να αρχίσω τας αφηγήσεις του με αυτόν τον χαρακτηρισμόν, διότι υπάρχει ένας ψευδής θρύλος περί κάποιας δήθεν αλαζονείας η οποία είχε καταλάβη κατά τα τελευταία έτη τον ποιητήν. Αι σχέσεις μου με τον Ουγκώ χρονολογούνται από της εποχής της εξορίας του. Όταν ο λαός μιλούσε για τον Ουγκώ, έλεγεν απλώς «ο εξόριστος» και ήξευραν όλοι τι εσήμαινεν ο χαρακτηρισμός αυτός. Όλη η νεολαία έχει στρέψη τα βλέμματά της προς εκείνον, ο οποίος είνε αναμφισβητήτως ο ηγέτης της πρωτοπορείας. Εγώ προσωπικώς έχω γίνη την εποχήν εκείνην ο διερμηνεύς αυτής της πνευματικής εξεγέρσεως. Του γράφω και του αποστέλλω στίχους. «Έχομεν εμπιστοσύνην μόνον σε σας. Τι περιμένετε;» Και εκείνος μού απαντά με ημερομηνίαν 29 Νοεμβρίου 1868:

«Μείνατε ήσυχος, ποιητά. Δεν θα λιποψυχήσω προ της εκκλήσεως της νεολαίας και προ της αναμονής της πατρίδος. Όλοι οι ιεροί παλμοί περιλαμβάνονται εις τους ευγενικούς σας στίχους. Δικαιοσύνη, αλήθεια, ελευθερία, ενθουσιασμός, μίσος, έρως, μέλλον. Σας χειροκροτώ εκ βάθους καρδίας. Βίκτωρ Ουγκώ». Και ιδού μία άλλη επιστολή του εξορίστου η οποία αποδεικνύει ότι τίποτε άλλο δεν απησχόλει τον νουν του από την «Ελευθερίαν». «26 Ιουλίου 1868. Έλαβα όσα μου εστείλατε αλλά τη στιγμή εκείνη πενθούσα βαθύτατα τον θάνατον ενός παιδιού και γι’ αυτό καθυστέρησα να σας απαντήσω. Χαιρετίζω άλλη μια φορά το νεαρόν και ευγενικόν σας πνεύμα. Όλη η ποίησις και όλον το φως περιέχονται εις μίαν μόνον λέξιν. Ελευθερία. Σας χειροκροτώ και σας ευχαριστώ». Την μεγάλην δημοτικότητα του Βίκτωρος Ουγκώ χαρακτηρίζει ένα επεισόδιον το οποίον συνέβη την 18ην Μαρτίου 1871. Είνε η ημέρα της κομμούνας. Το Παρίσι είνε γεμάτο από οδοφράγματα. Ο λαός έχει εξεγερθή και λιθοβολεί τους εθνοφρουρούς. Η ατμοσφαίρα είνε γεμάτη από καπνούς πυρίτιδος και σκόνην όπως σε όλες τις επαναστατικές ημέρες.

Αιφνιδίως άνοιξαν οι σιδερένιες πόρτες του σταθμού της Ορλεάνης, που ήσαν καλά κλεισμένες διά τον φόβον των επαναστατών. Προχωρούν πρώτοι οι ιερείς και ακολουθούν οι άνθρωποι που φέρουν ένα φέρετρον. Είνε ο νεκρός του Καρόλου Ουγκώ ο οποίος μεταφέρεται εις το Παρίσι από το Μπορντώ. Πίσω από το φέρετρο συντετριμμένος ακολουθεί ο εβδομηκοντούτης ποιητής. Μόνον ένας άνθρωπος ημπορούσε εκείνην την ημέραν να περάση από τα οδοφράγματα που είχε στήση ο λαός στους δρόμους. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ συνοδεύων την κηδείαν του συγγενούς του.

Το έτος 1873 ήταν πολύ δύσκολο για μένα, είπε ο κ. Ριβέ.

Ήμουν καθηγητής στην Διέππη και είχα απολυθή. Χωρίς θέσιν, χωρίς φίλους, απηυθύνθην εις τον Ουγκώ, ο οποίος μου απήντησε με αυτάς τας ολίγας λέξεις: «Φευ, ποιητά μου, τι να σας πω. Η στιγμή αυτή έχει δύο όψεις. Όψιν προδοσίας και όψιν ανανδρίας. Και αι δύο αυτές σάς βλέπουν κακά, σας, τον έντιμον άνθρωπον, την άφοβη καρδιά. Εν τούτοις, θάρρος. Απόψε θα μιλήσω διά σας με τον Βακερί. Σας σφίγγω το χέρι». Ένα βράδυ του Μαΐου του 1885 ο Ουγκώ έπεσε άρρωστος. Έχει πυρετό και είνε απηλπισμένος. Τον βρήκα ανήσυχο αλλά η διάνοιά του διαυγεστάτη.

Οι ιατροί ομιλούν διά μερικήν αποπληξίαν. Αλλά το κακόν χειροτερεύει. Εγγίζει η αγωνία, η οποία διήρκεσε πολύ. Επί οκτώ ολοκλήρους ημέρας και οκτώ νύκτας, ο γέρων εκείνος 83 ετών παλαίει βήμα προς βήμα με τον θάνατον. Την παραμονήν του τέλους του επέταξε τα σκεπάσματά του και αποφεύγει τους περιστοιχίζοντας αυτόν φίλους του. Με μεγάλες χειρονομίες απαγγέλλει ποιήματα και φράσεις ολοκλήρους από τους παλαιούς του λόγους. Έτσι ετελείωσε. Η κυρία Καρόλου Ουγκώ, τα μέλη της οικογενείας του, ο βουλευτής Λοκρουά και εγώ μένομεν κοντά του και δεν ημπορούμε να πιστεύσωμεν ότι έχει σβύση η μεγάλη εκείνη διάνοια.

Ο τελευταίος από τους ζώντας φίλους του μεγάλου ποιητού δεν ηθέλησε να επεκταθή περισσότερον και να αποκαλύψη τον άγνωστον ακόμη Βίκτωρα Ουγκώ, αν και η μικρά αφήγησίς του αποκαλύπτει μίαν νέαν πτυχήν της ζωής του μεγάλου ανδρός. Όλοι εκείνοι που τον επλησίασαν, όλοι όσοι έζησαν εις το περιβάλλον του, διετήρησαν μέχρι της τελευταίας των πνοής τον βαθύτατον σεβασμόν προς τον μεγάλον των φίλον και καμμία ανάμνησις της ιδιωτικής του ζωής δεν τους συγκινεί, παρά μόνον ότι συντελεί εις την αύξησιν της αίγλης η οποία περιβάλλει την παγκόσμιον πλέον φυσιογνωμίαν του. Διότι και οι τελευταίοι φίλοι του, όπως οι φανατικοί σημερινοί μαθηταί του, αισθάνονται την ανάγκην να υπερασπίζουν την μνήμην του μεγάλου πατριώτου, του μεγάλου ποιητού. Πράγματι, από τινων ετών έχουν εκδηλωθή τάσεις απαρνήσεως της μεγάλης λογοτεχνικής αξίας των έργων του Ουγκώ.

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν θέλουν να τον αναγνωρίσουν ούτε καν ως μεγάλον ποιητήν και του αμφισβητούν αυτήν ακόμη την μεγάλην πνοήν των κλασικών ποιημάτων του.

Δεν διστάζουν να αποκαλέσουν την παγκόσμιον αυτήν μεγαλοφυΐαν «ένα φλύαρον λογοτέχνην», και η βλασφημία αυτή όπως και τόσαι άλλαι έχουν εξεγείρει τους ανθρώπους οι οποίοι δεν εννοούν να αφήσουν ανυπεράσπιστον την μνήμην του Βίκτωρος Ουγκώ. Τα βιβλία τα οποία έχουν δημοσιευθή μετά σχετικάς συζητήσεις των φίλων και των αντιπάλων του έργου του Ουγκώ θα ημπορούσαν να γεμίσουν μίαν ολόκληρον βιβλιοθήκην. Το να μάχεται κανείς εναντίον ενός μεγάλου πνεύματος όπως ο Ουγκώ είνε ίσως και ένας τρόπος επιδείξεως, και οι υποστηρικταί του έργου αντιλαμβάνονται την ποταπότητα αυτής της υστεροβουλίας, αλλά δεν ημπορούν οπωσδήποτε να αφήσουν αναπάντητον διά την ιστορίαν μίαν επίθεσιν τόσον άνανδρον και τόσον ταπεινήν εναντίον του γίγαντος.

Τον γίγαντα αυτόν της διανοήσεως ετοιμάζεται να εορτάση η Γαλλία, και θα τον εορτάση κατά τρόπον τόσον μεγαλοπρεπή, ώστε η απήχησις να φθάση και εις τα πλέον απομεμακρυσμένα σημεία του κόσμου, όπου από πολλού ήδη έχει φθάση η δόξα με την οποίαν περιέβαλε η ιστορία το μεγάλο αυτό τέκνον της Γαλλίας. Λογοτεχνικοί σύλλογοι, θέατρα, δήμοι και τέλος αυτό το κράτος θα εορτάσουν φέτος την μνήμην του Βίκτωρος Ουγκώ, του ποιητού των αδικημένων, του ποιητού της ελευθερίας και της απολυτρώσεως. Και επειδή η Ελλάς είχε την τιμήν να συγκινήση με την επανάστασίν της και με την τραγωδίαν των δεινοπαθημάτων της φυλής το μέγα αυτό πνεύμα, δεν πρέπει να λείψη από τον πανηγυρισμόν, και ας ετοιμασθή να συμμετάσχη και αυτή εις την μεγάλην ανάμνησιν εκείνου ο οποίος έψαλε την ελευθερίαν της.

*Άρθρο αφιερωμένο στη μνήμη του Βίκτωρος Ουγκώ, με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από το θάνατό του. Το κείμενο, που έφερε τον τίτλο «Η επέτειος του Ουγκώ», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 8 Φεβρουαρίου 1935.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ (Victor-Marie Hugo), μέγας γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στην Μπεζανσόν στις 26 Φεβρουαρίου 1802 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 22 Μαΐου 1885.

Back to top button