COVID-19 LIVE όλες οι εξελίξεις

ΑΡΘΡΑ ΓΝΩΜΗΣΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Υπερβαθμολόγηση: Είναι άραγε η πραγματική αιτία του κατώτερου μορφωτικού επιπέδου των σημερινών μαθητών;

Ενας στους τέσσερις μαθητές στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο είναι άριστος.

Την ίδια στιγμή, η προαγωγή και η απόλυση από το Λύκειο είναι πολύ εύκολη, καθώς ένας μαθητής μπορεί να τις εξασφαλίσει έχοντας πολύ χαμηλούς βαθμούς σε βασικά μαθήματα όπως Αρχαία, Γλώσσα, Μαθηματικά και υψηλούς σε εύκολα. «Το σχολείο πολλές φορές “αποκοιμίζει” τα παιδιά βάζοντάς τους βαθμούς υψηλότερους από ό,τι αξίζουν», παρατηρεί στην «Κ» ο μαθηματικός-αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης. Είναι σωστή η υπερβαθμολόγηση; Πόσο σωστή είναι η αξιολόγηση των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Ποιος ευθύνεται; Μήπως οι γονείς παίζουν ένα κρίσιμο –και μάλλον αρνητικό– ρόλο, ασκώντας πίεση στους καθηγητές των παιδιών τους να μην «αδικήσουν» τα παιδιά τους;

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας (παρουσιάστηκαν στην ιστοσελίδα www.esos.gr) φέτος θα χορηγηθούν 179.580 αριστεία σε μαθητές Γυμνασίου – Λυκείου σε σύνολο περίπου 680.000 μαθητών. Πρόκειται για παιδιά που κατάφεραν να συγκεντρώσουν κατά την περυσινή σχολική χρονιά μέσο όρο πάνω από 18.

Ο αριθμός έμεινε στα ίδια επίπεδα το σχολικό έτος 2020-2021 όταν είχαν χορηγηθεί 180.700 αριστεία, ωστόσο καταγράφεται εντυπωσιακή μείωσή του σε σχέση με το 2019-2020. Τότε οι άριστοι μαθητές ήταν 227.100. Αντίστοιχη πορεία εμφανίζουν οι αριθμοί των βραβείων προόδου (απονέμονται στους μαθητές που πέτυχαν τον μεγαλύτερο βαθμό στο τμήμα τους) και οι έπαινοι προσωπικής βελτίωσης για όσους μαθητές βελτίωσαν σημαντικά την επίδοσή τους σε σχέση με την προηγούμενη σχολική χρονιά.

Σχολεία: Στο περίπου η καταγραφή των κενών
Σχολεία: Στο περίπου η καταγραφή των κενών
Η προσγείωση έρχεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, όπως επισημαίνει στην «Κ» ο μαθηματικός-αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης.

Από 161.500 το σχολικό έτος 2016-2017 οι αριστούχοι μαθητές στα δύο επίπεδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκαν στους 227.100 το 2019-2020. Η αύξηση οφείλεται στη μείωση των γραπτώς εξεταζόμενων μαθημάτων στο Γυμνάσιο από το 2015-2016 σε 4 (από 12 για την Α΄ τάξη και 13 για τις Β΄ και Γ΄ τάξεις) και στο Γενικό Λύκειο σε 8 από 12 για την Α΄ τάξη, σε 6 από 16 για τη Β΄ τάξη και σε 4 από 14 για την Γ΄ τάξη. Οι χρονιές της πανδημίας, όταν για προληπτικούς, υγειονομικούς λόγους δεν πραγματοποιήθηκαν εξετάσεις, οδήγησαν στην εκτόξευση των αριστούχων, ενώ η καθοδική πορεία του αριθμού τους ξεκίνησε τα σχολικά έτη 2020-2021 και 2021-22 λόγω της «επιστροφής» των προαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων.

Τα στοιχεία δείχνουν πάντως ότι δεν διαφέρει η άλλη όψη του νομίσματος: ο λόγος για τον πήχυ στην προαγωγή και απόλυση των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Χαρακτηριστικά, με βάση την υπόθεση εργασίας που έκανε ο κ. Στρατηγάκης, ένας μαθητής με βαθμούς κάτω από 10 σε βασικά μαθήματα μπορεί να προαχθεί εάν έχει πάρει καλό βαθμό στα Θρησκευτικά, στη Γυμναστική και στα Αγγλικά. Αντίστοιχα, στην Γ΄ Λυκείου ακόμη κι αν ένας τελειόφοιτος έχει κάτω από τη βάση στα κρίσιμα μαθήματα των Πανελλαδικών, μπορεί να πάρει απολυτήριο εάν έχει πολύ καλούς βαθμούς σε Αγγλικά, Γυμναστική και Θρησκευτικά. Το απολυτήριο ουσιαστικά δίνεται σε όλους με δεδομένο ότι ο μέσος όρος της χρονιάς υπολογίζεται σε κάποια μαθήματα μόνο από τους προφορικούς βαθμούς. Από την άλλη, όπως παρατηρεί ο κ. Στρατηγάκης, πολλοί γονείς πιέζουν τους καθηγητές για υψηλούς βαθμούς, σε μια λογική ανταγωνισμού και «προστασίας» του παιδιού από τυχόν αδικία του. «Καλλιεργείται έτσι η ψευδής εντύπωση σε μαθητές και γονείς ότι τα παιδιά είναι άριστοι μαθητές. Η προσγείωση έρχεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις…».

«Με το κινητό αγκαλιά αλλάζει όλη η εμπειρία του σχολείου»
«Με το κινητό αγκαλιά αλλάζει όλη η εμπειρία του σχολείου»
Ο τρόπος αξιολόγησης των μαθητών στο ελληνικό σχολείο πάσχει, θεωρούν οι τρεις εκπαιδευτικοί που καταθέτουν σήμερα στην «Κ» την άποψή τους για το θέμα. Η θέσπιση του εθνικού απολυτηρίου αλλά και η αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών με βάση και τα νέα προγράμματα σπουδών θα μπορούσαν να είναι σημαντικά βήματα. Η πίεση των γονιών ωστόσο στους εκπαιδευτικούς πώς εξαλείφεται;

Τις συντριπτικά περισσότερες φορές που οι γονείς επικοινωνούν μαζί μου σχετικά με τους βαθμούς, ο σκοπός είναι να διαμαρτυρηθούν: κάποιο άλλο παιδί βαθμολογήθηκε υψηλότερα, για τον βαθμό ευθύνεται η λανθασμένη μου κρίση, στο φροντιστήριο το παιδί έχει άριστες επιδόσεις. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που αναζητούν το «γιατί» πίσω από ένα χαμηλό βαθμό. Ακόμη σπανιότερα ενδιαφέρονται να συζητήσουν πώς θα βελτιωθεί η επίδοση του παιδιού. Δικαιολογεί η κοινωνική πίεση προς εκπαιδευτικούς τα φαινόμενα υπερβαθμολόγησης; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Ιδιαίτερα στη βαθμίδα του Λυκείου όπου εργάζομαι, η υπερβαθμολόγηση δεν είναι μόνο παραπλανητική αλλά μπορεί να θέσει ακόμη και σε κίνδυνο τους άμεσους στόχους των μαθητών στις Πανελλαδικές.

Eνας εκπαιδευτικός που υπερβαθμολογεί εκτίθεται και ο ίδιος όταν η κρίση του διαψεύδεται στις Πανελλαδικές.

Ενα εικοσάρι στο τετράμηνο δεν μεταφράζεται σε ένα εικοσάρι στις Πανελλαδικές. Δεν πρέπει, βεβαίως, να παραβλέπουμε ότι η τετραμηνιαία βαθμολογία είναι εξίσου λανθασμένο να βασίζεται σε αποκλειστικά εξετασιοκεντρικά κριτήρια. Λαμβάνουμε υπόψη και άλλες παραμέτρους: τη συνέπεια, την επιμέλεια, τη συμμετοχή, το πνεύμα συνεργασίας. Ωστόσο, δεν νοείται η βαθμολογία των παιδιών στο Λύκειο να παρουσιάζει δραματική απόκλιση από την εκτίμησή μας για την επίδοσή τους στις εξετάσεις.

Εξάλλου, ένας εκπαιδευτικός που παγίως υπερβαθμολογεί στα τετράμηνα εκτίθεται και ο ίδιος, όταν η κρίση του διαψεύδεται στις Πανελλαδικές. Το ίδιο ισχύει και για τα σχολεία, κυρίως ιδιωτικά, που υιοθετούν ανάλογες πρακτικές. Οπως γράφει η Νατάσα Πολονύ στο βιβλίο «Τα χαμένα παιδιά μας», σε ένα δημοκρατικό και ανθρωπιστικό σχολείο «πρέπει να εξυψώνεται η προσπάθεια και η επιτυχία, σε οποιονδήποτε τομέα, […] να αμείβεται με διπλώματα που θα έχουν αξία μόνο αν έχουν περιεχόμενο…».

Η βαθμολόγηση των μαθητών του Γυμνασίου και του Λυκείου με πολύ υψηλούς βαθμούς είναι μια πραγματικότητα με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι, γονείς και εκπαιδευτικοί, ολοένα και πιο εκτεταμένα τα τελευταία χρόνια. Οι λόγοι για μία τέτοια τάση σίγουρα χρήζουν διερεύνησης, καθώς η υπερβαθμολόγηση δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις και λανθασμένες προσδοκίες –μαθησιακές και κοινωνικές– στους μαθητές.

Σημαντικό ρόλο κατέχει η πίεση εκ μέρους των γονέων τόσο σε μαθητές όσο και στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, με τη μορφή παραπόνων, υποδείξεων ακόμα και απειλών για εξασφάλιση υψηλότερης βαθμολόγησης. Ωθούμενοι από το ανταγωνιστικό πνεύμα της εποχής, υιοθετούν την τακτική σύγκρισης βαθμών σε διαγωνίσματα και ελέγχους προόδου. Σε αυτό το σημείο, και για να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τη σχεδόν λαϊκιστική διάθεση εκ μέρους μιας μερίδας εκπαιδευτικών να κερδίζουν την εύνοια μαθητών και γονέων με όχημα την αδικαιολόγητα υψηλή βαθμολόγηση. Παράλληλα, η απαξίωση του απολυτηρίου του Λυκείου οδηγεί σε βαθμολόγηση των τελειόφοιτων με πολύ υψηλούς βαθμούς, με γνώμονα την καλή διάθεση του εκπαιδευτικού, γεγονός που όμως μεταφέρεται και στις μικρότερες τάξεις ως σκεπτικό και επιδίωξη.

Ωθούμενοι από το ανταγωνιστικό πνεύμα της εποχής, υιοθετούν την τακτική σύγκρισης βαθμών σε διαγωνίσματα και ελέγχους.

Τέλος, ενώ οι τάξεις της συμπερίληψης έχουν αδιαμφισβήτητα οφέλη για την κοινωνία και τα μέλη της, στην πράξη η παιδαγωγική βαθμολόγηση μαθητών με σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες ανεβάζει τον πήχυ για τη βαθμολόγηση του συνόλου της τάξης. Για μία ακόμη φορά και σε αυτό το πολυδιάστατο ζήτημα, φαίνεται πως η εξατομικευμένη αντιμετώπιση των αναγκών των μαθητών αποτελεί τη μόνη –αν και εξαιρετικά απαιτητική– λύση.

Για να είναι η αξιολόγηση αποτελεσματική, πρέπει να είναι σαφείς στα παιδιά οι μαθησιακοί στόχοι, να υπάρχει ανατροφοδότηση για τον βαθμό επίτευξης των στόχων αυτών, δηλαδή η αξιολόγηση να είναι περιγραφική και επίσης να υπάρχει δυνατότητα διαφοροποιημένης αξιολόγησης. Αρχικά πρέπει να τεθούν στα παιδιά οι στόχοι του μαθήματος, ώστε να γνωρίζουν την κατεύθυνση προς την οποία δουλεύουν και τι πρέπει να πετύχουν.

Ο ρόλος της/του εκπαιδευτικού είναι να τα καθοδηγεί ώστε το καθένα να κατακτήσει τους στόχους αυτούς στον μέγιστο δυνατό. Είναι σημαντικό να τους εξηγεί ότι το κάθε παιδί έχει τις δικές του δυνατότητες και σημασία έχει να ανταγωνίζονται τον εαυτό τους. Εφόσον τα παιδιά έχουν εργαστεί συστηματικά για να πετύχουν τους μαθησιακούς στόχους, ακολουθεί η αξιολόγηση.

Ωστόσο για να είναι εποικοδομητική, πρέπει να είναι περιγραφική. Ενας βαθμός σε μία κλίμακα, δεν είναι αρκετός για να αντιληφθούν τα παιδιά σε τι βαθμό έχουν κατακτήσει τον κάθε μαθησιακό στόχο. Ο βαθμός δεν προσφέρει ανατροφοδότηση και δεν είναι σαφές στο παιδί τι ακριβώς πρέπει να κάνει για να βελτιωθεί. Απαιτούνται σαφή και στοχευμένα σχόλια ώστε να γνωρίζει ποιο είναι το επίπεδο επίτευξης του κάθε μαθησιακού στόχου στον οποίο αξιολογείται, αλλά και τι πρέπει να κάνει για να έχει καλύτερη επίδοση.

Απαιτούνται στοχευμένα σχόλια ώστε να γνωρίζει το παιδί τι πρέπει να κάνει προκειμένου να έχει καλύτερη επίδοση.

Επίσης πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τα διαφορετικά μαθησιακά στυλ: δεν αποδίδουν όλα τα παιδιά το ίδιο με ένα γραπτό διαγώνισμα. Αυτό συνεπάγεται ότι ένας από τους ρόλους τους εκπαιδευτικού είναι ο σχεδιασμός ποικίλων μέσων αξιολόγησης όπως για παράδειγμα μία προφορική παρουσίαση, μία ερευνητική εργασία ή η δημιουργία ενός τεχνήματος.

Back to top button