Η 24ωρη απεργία που προκηρύχθηκε για τις 20 Νοεμβρίου αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές αναταράξεις στην καθημερινότητα των πολιτών, καθώς οι εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς θα συμμετάσχουν με στάσεις εργασίας και περιορισμένο ωράριο. Τα λεωφορεία, το μετρό και το τραμ θα κινούνται μόνο για συγκεκριμένες ώρες ή θα σταματήσουν για μεγάλα διαστήματα, με στόχο να καταδείξουν τη δυσαρέσκεια τους για τις κυβερνητικές πολιτικές. Παρά τις σχετικές ανακοινώσεις, δεν έχει ακόμα γίνει σαφές ποια ακριβώς Μέσα θα συμμετάσχουν και πώς θα επηρεαστούν τα δρομολόγια. Αυτή η κατάσταση προκαλεί μεγάλη ταλαιπωρία στους επιβάτες, καθώς οι μετακινήσεις σε όλη τη χώρα αναμένεται να διακοπούν ή να καθυστερήσουν σημαντικά.
Στην ίδια γραμμή, η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (ΠΝΟ) αποφάσισε να συμμετάσχει στην πανελλαδική απεργία, γεγονός που θα οδηγήσει στη δέσμευση των πλοίων στα λιμάνια. Οι ναυτικοί διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, όπως και την ενίσχυση των κοινωνικών πολιτικών για την προστασία των εργαζομένων. Η απεργία των ναυτικών αφορά όλες τις κατηγορίες πλοίων πανελλαδικά και θα ξεκινήσει από τα μεσάνυχτα της 20ης Νοεμβρίου και θα διαρκέσει έως το τέλος της ημέρας, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σύνδεση των νησιών με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή των νοσοκομειακών γιατρών στην απεργία, οι οποίοι καταγγέλλουν την υποστελέχωση του δημόσιου τομέα υγείας και την υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) τονίζει ότι το 49% των ασθενών δεν βρίσκουν γιατρό, ενώ το 24% δεν μπορεί να κάνει τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις. Οι γιατροί διαμαρτύρονται για την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και την εκχώρηση δημόσιων μονάδων υγείας σε ιδιωτικά συμφέροντα, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για τις περικοπές και τις επιδοτήσεις προς τις ιδιωτικές κλινικές, εις βάρος του δημόσιου συστήματος.
Από την πλευρά της, η ΓΣΕΕ απαιτεί άμεσα μέτρα για την καταπολέμηση της ακρίβειας και τη μείωση των τιμών, την αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων και την εφαρμογή πολιτικών κοινωνικής κατοικίας. Η Συνομοσπονδία επισημαίνει ότι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων έχει μειωθεί κατά 8% από το 2019 και η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να ανακουφίσει τους πολίτες από την αύξηση του κόστους ζωής. Οι εργαζόμενοι απαιτούν πραγματική αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις και τη μείωση της ανισότητας στην αγορά, ενώ δεσμεύονται να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις τους μέχρι να υλοποιηθούν τα αιτήματά τους.