Μια νέα επιστημονική έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Κάλγκαρι στον Καναδά φωτίζει τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εμπειρία και την αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου. Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι γυναίκες όχι μόνο βιώνουν πιο συχνά χρόνιο πόνο, αλλά η βιολογία τους μπορεί να επηρεάζει και την ανταπόκρισή τους στις υπάρχουσες θεραπείες.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Neuron, επικεντρώθηκε στον νευροπαθητικό πόνο—μια μορφή πόνου που προέρχεται από τραυματισμό σε νεύρα ή στο νευρικό σύστημα. Ένα από τα πιο έντονα συμπτώματα αυτής της κατάστασης είναι η αλλοδυνία, όπου ακόμη και ελαφριά ερεθίσματα, όπως ένα απαλό άγγιγμα ή η αλλαγή θερμοκρασίας, προκαλούν δυσφορία.
Χρόνιος πόνος: Τι αποκάλυψε μελέτη
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα σήματα πόνου μεταδίδονται μέσω των καναλιών pannexin 1 (Panx1) και στα δύο φύλα, αλλά με διαφορετικό μηχανισμό. Στα θηλυκά ποντίκια και αρουραίους, η ενεργοποίηση αυτών των καναλιών προκαλεί την απελευθέρωση της ορμόνης λεπτίνης, η οποία έχει συσχετιστεί με αυξημένη ευαισθησία στον πόνο.
Ο καθηγητής Τουάν Τρανγκ από το Πανεπιστήμιο Cumming School of Medicine εξηγεί ότι η πλειονότητα των προκλινικών μελετών για τον πόνο έχει διεξαχθεί σε αρσενικά δείγματα, γεγονός που σημαίνει ότι οι θεραπείες έχουν σχεδιαστεί κυρίως με βάση τη βιολογία των ανδρών. Αυτό θα μπορούσε να εξηγεί γιατί τα φάρμακα για τον χρόνιο πόνο μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικά στις γυναίκες.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με χρόνιο πόνο εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης σε σχέση με εκείνες που δεν υποφέρουν από αυτόν, κάτι που υποδηλώνει ότι αυτή η ορμόνη μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο.
«Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να υποφέρουν από χρόνιο πόνο, αλλά είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί κάποιοι ασθενείς ανταποκρίνονται καλύτερα στη θεραπεία από άλλους», δήλωσε η Δρ. Λόρι Μόντγκομερι, ειδικός στη διαχείριση πόνου.
Η νέα έρευνα δίνει ελπίδες για πιο εξατομικευμένες θεραπείες που θα λαμβάνουν υπόψη τις βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων για τον χρόνιο πόνο.