Έρευνα: Πόσο έχει αλλάξει η σχέση του Έλληνα με το κρέας τις τελευταίες δεκαετίες

Από την σχεδόν απόλυτη απουσία από το κρέας της αυθεντικής μεσογειακής διατροφής μέχρι τη σημερινή υπερκατανάλωση, μας χωρίζουν λίγες μόλις δεκαετίες. Ωστόσο κάτι έχει αρχίσει να αλλάξει και οι αριθμοί δεν ψεύδονται ποτέ.

Ιστορικά, μέχρι να φτάσουμε στη δεκαετία του ‘70, το κρέας δεν υπήρξε ποτέ  ο στυλοβάτης το ελληνικής παραδοσιακής διατροφής. Ήταν πάντα σπάνιο και δυσεύρετο, και κατά συνέπεια, το εξαιρετικό φαγητό της γιορτής και της χαράς. Σήμερα, η η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει προσχωρήσει πλέον ομαδικά στη «φυλή» των κρεατοφάγων.

Αποτυπωμένο αυτό το γεγονός σε αριθμούς της ΕΛΣΤΑΤ, δείχνει εντυπωσιακές αλλαγές στο καταναλωτικό -διατροφικό μοντέλο σε σχέση με το 2009, τελευταία «κανονική» χρονιά πριν μπει η χώρα σε αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις. Αν και το μέσο νοικοκυριό έχει μειώσει από τότε την κατανάλωση του κρέατος και των προϊόντων του σχεδόν κατά 2 κιλά το μήνα. το 2022 διαθέσαμε περισσότερα από 3,66 δισ. ευρώ για να αγοράσουμε 509 χιλιάδες τόνους κρέατος και προϊόντων κρέατος. Περίπου ,  400 εκατ. περισσότερα από το 2021. Στην πρώτη θέση βρίσκεται το (ακριβό) βόειο κρέας με 37,6% της συνολικής δαπάνης και ακολουθούν τα πουλερικά με 20,3%, το χοιρινό με 17,6% και το αιγοπρόβειο με 8,5%. (https://meatnews.gr/ -Δεκέμβριος 2023).

Γυρίζοντας το χρόνο πίσω

Στους βυζαντινούς χρόνους, η  πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς λεγόταν  “προφωνή” γιατί διαλαλούσαν τον ερχομό της Αποκριάς προτρέποντας τον κόσμο να προμηθευτεί κρέας με κάθε τρόπο για να γιορτάσει τις Απόκριες πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή του Πάσχα:, «Προσφωνούμαι σοι, πτωχέ, το σακκίν σου πώλησον, την εορτήν διάβησον”. Με λίγα λόγια να πουλήσει ο φτωχός τα πάντα για να αγοράσει κρέας…
Κάνοντας μια μικρή αναδρομή στις συνθήκες που καθόρισαν τις διατροφικές μας συνήθειες πρέπει να θυμηθούμε με πόσο σεβασμό τηρούνταν οι νηστείες πιο παλιά. Συνολικά μέσα στο έτος γύρω στις 240 μέρες απαγορευόταν να φάει ο χριστιανός κρέας. Η θρησκευτική αυτή απαγόρευση αντιστοιχούσε βεβαίως και στην στερητική πραγματικότητα.

Το κρέας δεν ήταν διαθέσιμο λόγω της φτώχειας και της εμπορικής πραγματικότητας. Μια κότα υπηρετούσε την επιβίωση περισσότερο με τα αυγά της παρά με τη σάρκα της, μια κατσίκα υπηρετούσε την επιβίωση περισσότερο με το γάλα της παρά το κρέας της, ένα βόδι -και εδώ μιλάμε για χλιδή πιά- υπηρετούσε καθοριστικά την καλλιέργεια του χωραφιού. Παράλληλα, το δέρμα, το μαλλί, τα τυριά, ήταν σημαντικά εμπορικά αγαθά με κέρδος σοβαρό. Με εξαίρεση λοιπόν το σωτήριο γουρούνι και τα χοιροσφάγια, η «θυσία» των ζώων που θα παρείχε καθημερινά και συστηματικά κρέας στον Έλληνα δεν έπαιζε, παρά μόνο σε επίπεδο φαντασίας και μόνιμης σιελόρροιας.

Αυτά, μέχρι τη δεκαετία του ‘50, που ελευθερώνεται το εισαγωγικό εμπόριο και αρχίζουν οι εισαγωγές μοσχαρίσιου κρέατος. Η χώρα αναπτύσσεται, το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται, η ζήτηση για κρέας αυξάνεται ραγδαία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1965 κάνει την εμφάνισή του και το κατεψυγμένο κρέας. Τη δεκαετία του ‘70 η συστηματοποίηση της ελληνικής χοιροτροφίας γίνεται ουσιώδες κομμάτι της ελληνικής κτηνοτροφίας και την επί χούντας καμπάνια «τρώτε νόστιμο καλό και φθηνό χοιρινό» θα τη θυμούνται ακόμα οι μεγαλύτεροι. Από τη μεταπολεμική κυριαρχία της φασολάδας, το κρέας παίρνει για πρώτη φορά καθολικά τη ρεβάνς. Το ψητό της Κυριακής όπου η ελληνική οικογένεια τιμούσε την πραγματική ή φαντασιακή  συνένωσή της γύρω από το τραπέζι, οι εξορμήσεις σε εξοχικές ψησταριές για παϊδάκια, το σουβλάκι ως εθνικό φαγητό και τα κεφτεδάκια στο τάπερ για τη θάλασσα, γίνονται καθημερινότητα.

Exit mobile version