Σέ ἀπόσταση μίας περίπου ὥρας ἀπό τή χώρα τῆς Σκιάθου στήν τοποθεσία Ἀγαλλιανοῦς εἶναι κτισμένο τό μεγάλο μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τό Μοναστήρι τῆς Εὐαγγελίστριας ἤ τῆς Βαγγελίστρας, ὅπως τό λένε οἱ Σκιαθίτες, τό μοναδικό ἐν ἐνεργείᾳ μοναστήρι τῆς Σκιάθου. Γιά τή θέση τῆς μονῆς γράφει σχετικά ὁ Παπαδιαμάντης: «κάτω ἀπό τήν ὑψηλόκρημνον κορυφήν τῆς Καραφιλτζανάκας, παρακάτω ἀπό τήν μυστηριώδη βρύσιν τοῦ Κανάκη, εἰς τήν κορυφήν τοῦ ρεύματος τοῦ Λεχουνιοῦ πρός τήν θάλασσαν».
Τό μοναστήρι εἶναι χτισμένο σέ μία πραγματικά πανέμορφη τοποθεσία. «Προς τό βορειοδυτικόν τῆς χαράδρας ὑψοῦται ἀμέσως ἄνωθεν τοῦ χειμάρρου μέγα καί πετρῶδες τριγωνικόν βουνόν φαλακρόν ἐν τῆ ὀξεία κορυφῆ, ἀλλά σκιαζόμενον πρός τά κάτω ὑπό πυκνού δάσους δρυῶν, ὧν αἱ ρίζαι καί οἱ κορμοί συγχέονται προς τους φαιούς βράχους του. κάτω δέ ο χείμαρρος διευθύνεται προς τάς ἀνατολικάς ἀκτάς τῆς νήσου, διαρρέων παρακάτω ἀπό τα τείχη τῆς μονῆς ὁρμητικῶς μεταξύ τῶν παρασυρομένων βράχων παρά τούς χονδρούς κορμούς καρυῶν καί πλατάνων, αἵτινες μαγευτικήν ὄψιν παρέχουσιν είς τό ἄγριον ρεῦμα. Πρός δέ τό νοτιοανατολικόν ἄνω τοῦ χειμάρρου ὑψοῦται πολύ ταπεινότερος ἄλλος βραχώδης λόφος, εἰς τήν βορειοανατολικήν πλευράν τοῦ ὁποίου λειανθεῖσαν, φαίνεται, ἐκτίσθη ἡ Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ».
Τό ἱερό καθίδρυμα, παρά τό ἐπιβλητικό του μεγέθους τοῦ, εἶναι ἔτσι χτισμένο σέ ὑψόμετρο περίπου διακόσιων μέτρων, στήν κορυφή τοῦ ρέματος τοῦ Λεχουνιοῦ, ὥστε νά μή διακρίνεται σχεδόν ἀπό πουθενά. Ἡ ἐπιλογή τῆς θέσεως αὐτῆς δέν ὑπῆρξε τυχαία. Τέτοιου εἴδους θέσεις ἐπιζητοῦνται, διότι τό νερό, ἐκτός ἀπό τή χρησιμοποίηση του ὡς πόσιμου, ἦταν καί ἡ κινητήριος δύναμη τῶν ὑδρόμυλων τῆς μονῆς.
Ἡ κυρία εἴσοδος τῆς μονῆς βρίσκεται ἀνατολικά, ἀφοῦ ἡ μορφολογία τοῦ ἐδάφους ἐπιτρέπει μόνο ἀπό ἐκεῖ τήν ἐλεύθερη πρόσβαση. Ἡ θύρα τῆς μονῆς εἶναι ἐνδεδυμένη με βαριές σιδερένιες ταινίες Ὁ πυλώνας τῆς εἶναι τοποθετημένος κάτω ἀπό ψηλό τετράγωνο πύργο μέ πολεμίστρες πού καταλήγει σέ σφαιρικό τροῦλλο ὁ ὁποῖος στεγάζει τό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Μέσα στόν περίβολο τῆς μονῆς, πλήν τοῦ καθολικοῦ, ὑπάρχουν ἄλλα δυό παρεκκλήσια τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Στό ἐσωτερικό τῆς μονῆς ἁπλώνεται ὁ περίβολος στό κέντρο, τοῦ ὁποίου εἶναι κτισμένο τό περικαλλές καθολικό, ἐνῶ περικλείεται ἀπό τίς τέσσερες πλευρές μέ διώροφες καί τριώροφες πτέρυγες, πού στεγάζουν τά κελιά, τήν τραπεζαρία, τό μαγειρεῖο, τούς φούρνους, τή βιβλιοθήκη, τό νοσοκομεῖο καί τό ἐλαιοτριβεῖο.
Το καθολικό της μονής
Στο κέντρο της αυλής της μονής, πανταχόθεν ελεύθερο από κτήρια και κατασκευές, είναι οικοδομημένο το καθολικό, ο Ιερός Ναός που είναι ρυθμού τρίκοχης βυζαντινής εκκλησίας σε σχήμα σταυρού με λιτή και νάρθηκα. Καλύπτεται από τρεις τρούλους που επικαλύπτουν γκρίζες σχιστόπλακες. Επειδή το έκτισαν αγιορείτες μοναχοί, κολλυβάδες, ήταν επόμενο να εφαρμόσουν τύπους και μορφές γνωστών παραστάσεων τους (αγιορείτικη αρχιτεκτονική). Κατά την εφαρμογή τους, όμως, στα νέα κτίρια φρόντισαν να τα αποδώσουν με μια ανάλαφρη χάρη που ξεφεύγει από την αυστηρή και βαριά επιβλητικότητα των προτύπων τους. Αποδίδονται όλα πιο απλά, πιο λιτά, πιο ελεύθερα χωρίς να απομακρύνονται από τις γνωστές φόρμες της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Η πρόθεση τους αυτή φαίνεται στην προσπάθεια να αποδώσουν τους μεγάλους σχετικά όγκους με ελαφρές κατασκευές. Αυτό το επιτυγχάνουν με τη σωστή και μελετημένη δόμηση τόσο στο καθολικό όσο και στους άλλους χώρους της μονής.
Έτσι βλέπουμε οι αγιορείτικες μορφές εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής να αποδίδονται με μορφολογικά στοιχεία που συναντώνται σε εκκλησίες και καθολικά της ηπειρωτικής Ελλάδας δημιουργώντας ένα άριστο σύνολο. Αν θέλαμε να το κατατάξουμε σε τύπο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι μια συνεπτυγμένη μορφή του αγιορείτικου τύπου ή μονόκλιτη του αγιορείτικου τύπου.
Το τριμερές ιερό διαιρείται με δυο τόξα, τα οποία στηρίζονται αφ’ ενός στο κίονα και τον πεσσό, αφ’ ετέρου δε στον ανατολικό τοίχο. Το μεσαίο τμήμα καλύπτεται από ημικυλινδρική κάμαρα, η οποία είναι συνεχεία του μεσαίου τόξου του τριβήλου του τύμπανου του ανατολικού τόξου που στηρίζει τον τρούλο. Καταλήγει δε στον ανατολικό τοίχο με τετρατοσφαίριο, που βαίνει σε σφαιρικά τρίγωνα (λοφία). Λίγο χαμηλότερα από τη βάση του τεταρτοοσφαιρίου σχηματίζεται η αψίδα του ιερού. Είναι ημικυκλική εσωτερικά και τρίπλευρη εξωτερικά. Μέσα στην κόγχη είναι ενσωματωμένη η Αγία Τράπεζα η οποία φωτίζεται από μονόλοβο παράθυρο.
Ο χώρος ο οποίος βρίσκεται δυτικά του κεντρικού τετράγωνου και ο χωρίζεται από αυτό με το τρίβηλο (θεωρητικά αποτελεί τη δυτική κεραία του σταυρού) λειτουργεί ως νάρθηκας.
Το ιερό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με υψηλό ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο. Αυτό διαρθρώνεται κατά τα γνωστά: Τη βάση, την ποδιά με τους ταμπλάδες, τους κεταμπέδες, τη ζώνη με τις δεσποτικές εικόνες, το δωδεκάορτο με την επίστεψη και το σταυρό με τα λυπηρά.
Ἵδρυση καί ἐξέλιξη τῆς μονῆς.
Ἡ ἵδρυση τῆς μονῆς ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἔριδα τῶν Κολλυβάδων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὡς γνωστό, τό ἔτος 1754 ἄρχισε στό Ἅγιο Ὄρος ὁ ὀρθόδοξος φωτισμός τῶν κολλυβάδων πού κήρυτταν τήν ἐπιστροφή στήν παράδοση τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη διένεξη κράτησε πάνω ἀπό πενήντα
χρόνια, μέ τό γνωστό ἀποτέλεσμα πολλοί μοναχοί νά ἀναγκαστοῦν νά ἐγκαταλείψουν τόν τόπο τῆς μετανοίας τους καί νά ἀναζητήσουν νέο.
Ἡ μονή ἄρχισε νά χτίζεται τό 1794 ἀπό μία μικρή ὁμάδα μοναχῶν τοῦ κινήματος τῶν ἱεροπρεπῶν “Κολλυβάδων”. Ἐπικεφαλῆς τῆς ὁμάδας ἦταν ὁ Ἱερομόναχος Νήφων, κατά τόν κόσμο Νικόλαος “ἐκ τῆς γενεᾶς τῶν Νικολαράδων”, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τό 1736 στά Πατρικά της Χίου. Ὁ ὅσιος μόνασε στή Μονή Μέγιστης Λαύρας, στή Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος καί στήν Καψάλα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀρχικά μετέβη στήν Χίο, τή Σάμο, τήν Πάτμο, τή Λειψῶ καί Ἰκαρία, ὅπου τό 1775 ἵδρυσε, στή θέση Λευκάδα, τή Μονή τῆς Εὐαγγελιστρίας. Ἀνάμεσα στούς μοναχούς τῆς Εὐαγγελίστριας Ἰκαρίας ἦταν καί ὁ Γρηγόριος Χατζησταμάτης, Σκιαθίτης στήν καταγωγή, ὁ ὁποῖος μετά τό θάνατο τοῦ πατρός Ἰωάννη κληρονόμησε τήν μεγάλη περιουσία του στήν Σκιάθο. Ἔχοντας λοιπόν αὐτή τή μεγάλη περιουσία, ὁ Γρηγόριος ἔπεισε τόν ὅσιο Νήφωνα νά μεταβοῦν στήν δασοστεφή Σκιάθο καί νά οἰκοδομήσουν νέα μονή, ἐγκαταλείποντας τήν Ἰκαρία “διά τό πάντη ἄγονον καί ἄκαρπον καί τό νοσῶδες τοῦ τόπου”. Οὕτω κατά τό 1794 ἐκτίσθη ἐν Σκιάθῳ το περιβόητον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἰς τῆς Ἀγαλλιανοῦς τό πλατανοφύτευτον ρεῦμα, ἔνθα ὑπῆρχε παλαιόν τι μονύδριον πρό χρόνων ἐρημωμένον. Τῷ ὄντι τῇ ἕκτῃ Ἰουνίου 1794 ἡ κοινότης ὅλη, γέροντες καί προεστῶτες με τήν γνώμην καί θέλησιν τῶν λοιπῶν οἰκοκυραίων καί ραγιάδων, ἱερέων τε και λαϊκῶν, καθώς λέγει ἔγγραφόν τι τῆς μονής, μετά πολλῆς χαρᾶς ἐδέχθησαν τόν παπᾶ Νήφωνα καί τόν συμπολίτην Γρηγόριον Χατζησταμάτην καί τούς ἄλλους μοναχούς, καί πολλά κτήματα γειτονικά ἀφιέρωσαν πρός αὐτούς.
Ἡ κατασκευή τοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς ὁλοκληρώθηκε τό 1806 καί κατέστη τό κυριότερο ἔργο τῶν κολλυβάδων, τόσο κατά τή διάρκεια τῆς ἔριδος ὅσο καί τούς μετέπειτα χρόνους. Τό πνεῦμα τῶν κολλυβάδων ἐπηρέασε ἔντονα τή ζωή τῶν κατοίκων τῆς Σκιάθου, καθώς καί τῶν
ἐξαδέλφων Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καί Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη. Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως καί οἱ ἄλλες μονές τοῦ νησιωτικοῦ συμπλέγματος, ἔχουν ἰδιαίτερη τοπική σημασία. Περικλείουν μέσα τους ἀναμνήσεις καί παραδόσεις τῆς ἐποχῆς τους πού βοήθησαν καταλυτικά στή διαμόρφωση τῆς θρησκευτικότητας τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ, ἀλλά, συνάμα, καί τῆς λογιοσύνης καί πνευματικότητας. Παρηγόρησαν τούς πονεμένους κατοίκους στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ἐνῶ συνάμα δυνάμωσαν τούς δεσμούς τους μέ τό Ἅγιο Ὄρος, φέρνοντας τους κατοίκους πιό κοντά στίς ἀρχαῖες παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας μας.
Ὁ ἱερομόναχος Νήφων, πρῶτος ἡγούμενος καί ἱδρυτής τῆς Μονῆς, γνήσιος ἐνσαρκωτής τοῦ πνεύματος τῶν κολλυβάδων, ἔδωσε στό ἱερό κοινόβιο τό πνεῦμα του καί ἔθεσε γερές βάσεις, πάνω στίς ὁποῖες στηρίχτηκε, γιά νά ἐξελιχθεῖ σ’ ἕνα ἀπό τά λαμπρότερα πνευματικά κέντρα τῆς χώρας μας τό ΙΗ΄ αἰῶνα. Τό 1797 τό μοναστήρι εἶχε μόνο τό καθολικό καί λίγα κελιά, ἐνῶ μέ ἐνέργειες τοῦ ἡγουμένου τό Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπολύεται πατριαρχικό γράμμα, ὅπου ἔδιδε στή μονή τή σταυροπηγιακή ἀξία. Μόλις δώδεκα χρόνια μετά τήν ἵδρυσή της, ἡ μονή εἶχε κιόλας ἑξήντα πέντε κελιά, τριώροφες πτέρυγες, φρουριακά τείχη, καί πάνω ἀπό ἑβδομήντα μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιά τήν ἀρετή, τή σεμνή πολιτεία καί τήν παιδεία τους. Ὁ ὅσιος Νήφων ἐκοιμήθη στίς 28 Δεκεμβρίου τοῦ 1809 σέ ἡλικία 73 ἐτῶν, ἀφοῦ εὐτύχησε νά δεῖ τό μοναστήρι νά γίνεται Σταυροπήγιο ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Δεύτερος ἡγούμενος διετέλεσε ὁ συνιδρυτής καί συνάμα δωρητής τῆς πατρικῆς του μεγάλης περιουσίας ὁ Σκιαθίτης Γρηγόριος Χατζησταμάτης (1809-1815).
Μέχρι τό 1833 τό μοναστήρι εἶχε 111 κτήματα, ἐλαιῶνες, ἀμπέλια καί χωράφια, ἀπό τά ὁποῖα τά 22 ἦταν περιουσία ἄλλοτε τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ Κάστρου, ἐνῶ στή συνέχεια προστέθηκαν καί ἄλλες δωρεές. Στή Σκιάθο εἶχε δυό μεγάλα μετόχια στον Πύργο, ἀλλά καί στό μεγάλο Τσουγκριά, ἀλλά καί ἕνα ὁλόκληρο νησάκι στίς μικρές βόρειες Σποράδες, τό Πιπέρι, ὅπου ὑπάρχει τό ἐκκλησάκι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἄλλοτε σταυροπήγιο μοναστήρι.
Οἱ Κολλυβάδες καί ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννηση.
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρξε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγώνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ αὐτὴ τὴ στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, “νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ”. Στήν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλές προσπάθειες μοναχῶν γιά τήν ἐμβάθυνση στό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀπό τίς ὁποῖες διακρίνονται δυό: ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ μέ ὑπέρμαχο τόν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ καί ἡ προσπάθεια τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων γιά τήν ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στό πνεῦμα τῆς ὑγιοῦς παραδόσεως.
Τό κίνημα τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων κατατάραξε τόν φιλήσυχο καί εἰρηνικό Ἄθωνα κατά τό δεύτερο μισό τοῦ ΙΗ αἰώνα. Τό Κίνημα ἐμφανίσθηκε ἀπό μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμή γιά τήν ἔριδα αὐτή δόθηκε ἀπό τούς μοναχούς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοί αὐτοί ἄρχισαν τό 1750 νά κτίζουν τό καινούργιο Κυριακό, γιά τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοί εὐεργέτες, πού ἔδωσαν χρήματα για τήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλά ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπό τούς μοναχούς νά
προσεύχονται γιά τούς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κάτ’ αὐτόν τόν τρόπο μαζεύτηκαν πολλά ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά τελοῦν πιό ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπό τίς συνηθισμένες.
Κατά τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρχικά μετά τόν ἑσπερινό της Παρασκευῆς καί τελικά τό πρωϊ τοῦ Σαββάτου μετά τήν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Μέχρι τότε, σέ ὅλες τίς ἱερές Μονές καί Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τίς ἐπιμνημόσυνες αὐτές ἀκολουθίες στά παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σαββάτο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγω τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδή κάθε Σαββάτο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορά στίς Καρυές, τό διοικητικό κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοί πουλοῦσαν τά ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νά μεταφέρουν τά μνημόσυνα ἀπό τό Σάββατο στήν Κυριακή. Ἡ μετάθεση αὐτή τοῦ χρόνου τέλεσης τῶν μνημοσύνων σκανδάλισε μερίδα Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνέχονταν αὐτή τήν καινοτομία. Οἱ μοναχοί διχάστηκαν σέ δυό παρατάξεις. Στήν πρώτη ἀνῆκαν οἱ ὑποτιμητικῶς χαρακτηρισθέντες ὡς Κολλυβάδες, Κολυβιστές ἤ Σαββατιανοί, ὀνόματα πού τους δόθηκαν ἀπό τούς ἀντιπάλους τους, προφανῶς γιά νά ὑποβαθμίσουν τό κίνημά
τους. Πρωταγωνιστές τῆς παράταξης ἦταν ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ὁ Ἀθανάσιος Πάριος, ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης καί ὁ Μακάριος Νοταρᾶς. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν επίσης πατέρων τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης ὁ Χῖος, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοῦ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Παίσιος ὁ Καλλιγράφος ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης ὁ Παρθένιος ὁ Ζωγράφος κ.ἄ.
Στή δεύτερη ὁμάδα πού χαρακτηρίστηκαν ὡς Ἀντικολλυβάδες πρωταγωνιστοῦσαν ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων, ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης κ.α.
Τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀγωνίστηκε σθεναρά γιά τήν ἐπιστροφή τῶν ὀρθόδοξων πιστῶν στή σεβάσμια ἀρχαία παράδοση καί τούς ἀκατάλυτους λειτουργικούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτά βιώθηκαν καί ἐκφράστηκαν ἀπό τήν πατερική παράδοση τῆς ὁποίας ἦταν βαθεῖς γνῶστες καί μελετητές καί ὄχι ἐπιφανειακοί ἐρασιτέχνες. Οἱ πνευματικοί αὐτοί ἀνακαινιστές τοῦ Γένους δέν ἀσχολήθηκαν μόνο μέ τήν τήρηση τῆς ἀκριβοῦς λειτουργικῆς τάξεως καί παραδόσεως, ἀλλά καινοτόμησαν μέ τήν ἐπιστροφή στήν ἀπαραχάρακτη παράδοση τῆς ὀρθόδοξης καθολικῆς Ἐκκλησίας, μέ μόνο σκοπό τήν πνευματική ἄνοδο τοῦ λαοῦ, καί τήν προφύλαξή του ἀπό τούς δυτικότροπους νεωτερισμούς, μέσω τῶν ὁποίων οἱ ἐκ τῆς Ἑσπερίας πεπαιδευμένοι ἤθελαν νά ἐξαλείψουν τό σκότος τῆς ἀμάθειας πού εἶχε καλύψει τή πατρίδα μας μετά τήν Ἅλωση.
Ἀγωνία τους πνευματική δέν ὑπῆρξε κάποια ἐπιφανειακή νεωτεριστική μεταρρύθμιση, ἀλλά οἱ πηγάζουσες ἀπό τήν παράδοση ἀλλαγές πού θά συντελοῦσαν στήν ἀνατροπή τῶν τυποποιήσεων καί στήν ἐπιστροφή στό γνήσιο πατερικό καί πρωτοχριστιανικό πνεῦμα. Ἀλλά καί στήν ἐνεπίγνωστη συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τήν ἀρχαία πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκριναν ὅτι ἡ ἐποχή
τους εἶχε ἀνάγκη νά ἐπιστρέψει στούς ἁγίους πατέρες καί ὄχι στά νεότερα εὐρωπαϊκά φιλοσοφικά ρεύματα. Πρότυπό τους ὑπῆρξε ὁ ἅγιος, ὁ Θεούμενος ἄνθρωπος. Ἀντιτάσσοντας στόν Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό καί τό κοσμικό πνεῦμα του, τούς Θεούμενους, τούς ἁγίους, καί τή σοφία τοῦ κόσμου, τή Θεία σοφία καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία.
Μετά τήν ἐξέλιξη τῆς ἔριδας τῶν κολλύβων, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθωνα ἀναγκάστηκαν νά ἀφήσουν τίς ἀγαπημένες τους σκῆτες, ὅπου εἶχαν περάσει ὁλόκληρη ζωή πνευματικῶν ἀγώνων καί νά διασκορπιστοῦν σέ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας, ἰδιαιτέρως στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια, πού ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Ὁ διωγμός αὐτός εἶχε καί «εὐχάριστες συνέπειες», γιατί τό ἀναμορφωτικό τους κήρυγμα διαδόθηκε καί στό λαό. Σέ πολλές πόλεις τῆς ἠπειρωτικῆς καί νησιωτικῆς Ἑλλάδας χτίστηκαν μοναστήρια καί ἀναζωπυρώθηκε ἡ θρησκευτικότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἔκθεση τῶν ἰδεῶν τους, ἡ μόρφωση, ἀλλά καί ὁλόκληρος ὁ πρότυπος καί ἀσκητικός βίος τους προκάλεσαν σεβασμό στό λαό καί πολλοί τούς ἀκολούθησαν.
Τό νησιώτικο σύμπλεγμα πού ἀποτελεῖ τήν ἐπαρχία τῶν Βορείων Σποράδων ἀλλά καί τῶν ὑπόλοιπων νησιῶν τοῦ Αἰγαίου εὐεργετήθηκε καί ἀναζωογονήθηκε πνευματικά ἀπό τήν παρουσία τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων Πατέρων. Τό Κολλυβάδικο πνεῦμα διατηρήθηκε στίς Σποράδες ἀπό πλῆθος μοναχῶν καί λαϊκῶν, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ δύναμη τοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος μέσα ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες δέν παύει νά διαμορφώνει στή ζῶσα πραγματικότητα τούς ὑπογραμμούς τῆς ἁγιότητας.
Οἱ Κολλυβάδες τῆς Σκιάθου και τῶν σποράδων.
Κύριος σταθμός καί φάρος πραγματικός ὑπῆρξε ἡ μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στή Σκιάθο. Ο Ἄθωνας, τό Ἁγιονόρος, τό περιβόλι τῆς Παναγίας ηὗρε στό νησί αὐτό τήν “ἀγαθήν γῆν”, ὅπως λέγει ὁ
Εὐαγγελικός λόγος, γιά νά φυτεύσει ἐκεῖ φύτευμα ἀληθείας, τή γνήσια Ὀρθόδοξη λειτουργική πνευματικότητα καί ζωή, η ὁποία διακρατεῖται στό ὄρος ὡς ἄλλη “ἔμψυχος Κιβωτός”τοῦ Γένους καί τῆς πίστεώς μας. Μία ἰσχυρή παραφυάδα τῶν Κολλυβάδων μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ὅσιο Νήφωνα κατέληξε στή Σκιάθο, ὅπου ἵδρυσε τό 1794 τό μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Καί ἦταν τότε πού στήθηκαν οἱ βάσεις της Σκιαθίτικης πνευματικότητας, ἀλλά καί ὅλων τῶν Σποράδων. Στοιχεῖα ὀρθόδοξης πνευματικότητας πού εἶχαν παγιωθεῖ καί διαμορφωθεῖ ἀπό τίς θεοφιλεῖς ἐπιδράσεις τοῦ Ἄθωνος καί ἀπό τήν ἀρχαία λειτουργική παράδοση. Πνευματικές ἀντιστάσεις μέ ἄλλα λόγια πού δέν ἦταν ἀποτέλεσμα σωβινισμού ἤ μισαλλοδοξίας, ἀλλά βίωμα σεβασμοῦ καί ἀγάπης, αὐτοθυσίας καί προσφορᾶς.
Ὁ ὅσιος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης ὑπῆρξε τό πρότυπό τοῦ πνευματικοῦ πατρός ἀφωσιωμένου πλήρως στή σωτηρία τῶν ψυχῶν. Στά ἁγιασμένα ἴχνη του βάδισε τά ἑπόμενα χρόνια μία πλειάδα σπουδαίων πνευματικῶν ἀνδρῶν ὁμοϊδεατῶν καί ὁμοφρόνων τῶν Κολλυβάδων.
Τήν ἀγιοπνευματική παράδοση τοῦ Γέροντος Νήφωνος συνέχισε τό κατά πνεῦμα τέκνο καί διάδοχός του στήν ἡγουμενία, ὁ ἰερομόναχος Γρηγόριος Χατζησταμάτης. Ὁ Γρηγόριος ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας καί κατά σάρκα γιός ἐνός ἀπό τούς πλουσιότερους νησιῶτες τῶν Βορείων Σποράδων. Ὑπῆρξε “πρᾶος καί ἡσύχιος μοναχός”, ἀλλά καί πολύ φημισμένος πνευματικός, ὥστε νά ὑπερβεῖ ἡ φήμη του τά στενά ὅρια τῆς Σκιάθου. Ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρει ὅτι ἦταν καί ὑμνογράφος. Πάντως ἦταν σπουδασμένος στή Σχολή τῆς Πάτμου, ὅπου καί γνώρισε τόν Γέροντα Νήφωνα.
Μεγάλη ἦταν ἡ προσφορά καί ἡ ἀκτινοβολία τοῦ τρίτου ἡγουμένου, τοῦ ἱερομ. Φλαβιανοῦ Ρίζου ἀπό τήν Ἄρτα, ἀνθρώπου δραστήριου καί μέ πολλές γνωριμίες μέ ἐξέχοντα πρόσωπα τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Ἀλύπιος Δημητριάδης, ἄν καί γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῆς Σκιάθου, ὑπῆρξε ἀσκητικός καί ἱκανός. Οἱ ἱερομόναχοι Βικέντιος καί
Κασσιανός, ἡγούμενοι τῆς μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ὁ Βικέντιος ἀνήκει στούς λόγιους μοναχούς τῆς Ι. Μ. τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου·ὁ ἴδιος κατέστη ἡγούμενος, γιά μικρό διάστημα, τό ἔτος 1821, μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ ἡγούμενου Φλαβιανοῦ. Νωρίτερα ἦταν ἡγούμενος στήν Ἱερά Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς Πόρου. Μετά τήν παραμονή του στή Σκιάθο, ἔφυγε γιά τήν Κέα, ὅπου ἡγουμένευσε στό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
Ἕνας ἀκόμη ἀπό τούς πολλούς ὑποτακτικούς τοῦ Ὁσίου Νήφωνος ἦταν καί ὁ ἱεροδιάκονος Κασσιανός ἀπό τή Σάμο, ἡγούμενος τῆς μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου κατά τό ἔτος 1830. Πρόκειται γιά λόγιο καί ἐνάρετο μοναχό, ἕναν ἀπό τούς πρώτους συνοδούς τοῦ Νήφωνος.
Ὅμως στή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔζησαν καί κάποιοι ἀγιορεῖτες πατέρες, φιλοξενούμενοι τῶν Κοινοβιατῶν, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ἦταν ὁμοϊδεάτες καί ὁμόφρονες τῶν Κολλυβάδων.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ἦταν ὁ πολύς ἱερομόναχος Εὐθύμιος Σταυρουδᾶς, Γέροντας τοῦ ἐρειπωμένου σήμερα Καρακαλλινοῦ κελλίου τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, πού ὑπῆρξε, σύμφωνα μέ τελευταῖες ἔρευνες, ὁ παραδελφός καί ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί ἕνας ἀπό τούς ἄγνωστους Κολλυβάδες. Ὁ Εὐθύμιος διακρίθηκε ὡς πνευματικός τοῦ νησιοῦ τῆς Σκιάθου. Μαζί μέ τόν Εὐθύμιο στή μονή φιλοξενοῦνται ὁ ἄλλος παραδελφός τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὁ Νεόφυτος ὁ Σκοῦρτος, οἱ ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ ό Πάριος καί Ἰωάσαφ ὀ Χῖος, ἀπό τή Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημτρίου, καί αὐτοί ἄγνωστοι Κολλυβάδες .
Δέ θά μπορούσαμε νά μή μνημονεύσουμε τή μορφή, πού χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ τελευταῖος τῶν Κολλυβάδων, τοῦ γέροντα Διονυσίου Δημητριάδη.
Συνεχιστής ἄξιος καί παρήγορη παρουσία στό Σκιαθίτικο λαό τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ, ἀλλά καί ἀδιαμφισβήτητος ἀπόγονος τῶν σεμνοπρεπῶν Κολλυβάδων ὑπῆρξε ό και ο ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα Διονυσίου, παπα-Ἱερεμίας.
Παράλληλες ὧρες πνευματικῆς ἀνατάσεως ἔζησε ἠ Ὀρθόδοξη Σκιάθος καί στή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κατά τήν ὁλιγόχρονη ἡγουμενεία τοῦ σεβασμίου καί μεγάλου πνευματικοῦ, τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Κεχαγιόγλου. Πρώην Λαυριώτου, ἐρημίτου, ἀποφοίτου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης καί φίλου τοῦ Ἀγίου Νεκταρίου.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τή Σκιάθο καί στά ἄλλα νησιά τῶν Βορείων Σποράδων, ἔζησαν Κολλυβαδικές μορφές πού μέ τήν παρουσία τους ἁγίασαν καί ἐνίσχυσαν πνευματικά τόν τόπο. Μεταξύ αὐτῶν ὁ πρόδρομος τῶν Κολλυβάδων ὅσιος Ἰερόθεος ὁ Ἰβηρίτης ἀλλά καί ὁ Γέρων Ἰερόθεος Γεωργίου πολιός πνευματικός πού ἔζησε γιά κάποιο διάστημα στά Γιοῦρα καί στή νησίδα τοῦ Ἁλατᾶ στό Τρίκερι. Τέλος στό ἐρημονήσι Πιπέρι τῶν Βορείων Σποράδων καί στό ἐκεῖ μοναστηράκι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς πού εἶναι μετόχι τῆς μονῆς εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου μόνασε γιά τρία χρόνια καί ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ὁ ἐκ Ζαγορᾶς, ἁγιότατος πνευματικός καί ἐξαίρετος καλλιγράφος.
Ἡ Φιλανθρωπική καί Ἐθνική προσφορά τῆς Ἱερᾶς μονῆς.
Πολύ μεγάλες εἶναι οἱ ὑπηρεσίες πού προσέφερε ἡ μονή στήν περίοδο τῆς ἀκμῆς της. Ἡ ἱστορία της ταυτίζεται μέ αὐτή τοῦ νησιοῦ μέσα ἀπό λαμπρές σελίδες πνευματικῆς προσφορᾶς, παιδείας, ἀλλά καί ὑλικῆς. Στό ἱερό αὐτό ἐνδιαίτημα κατέφυγαν πολλές φορές τό κοινό του Κάστρου μέ τίς ἄπορες οἰκογένειές τους. Ἐκεῖ ξεκουράστηκαν καί φιλοξενήθηκαν μυστικά, κυρίως, τά προεπαναστατικά χρονιά οἱ Ἁρματολοί καί οἱ κλέφτες τοῦ Γιάννη Σταθᾶ καί τοῦ Νικοτσάρα. Σ’ αὐτήν ὁρκίστηκαν οἱ καταδρομεῖς καί οἱ ὁπλαρχηγοί τό 1807 μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης, ὁ Παπαθύμιος Βλαχάβας, ὁ Γιάννης Σταθᾶς, ὁ Νικοτσάρας, ὁ Σκιαθίτης διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἐπιφάνιος-Στέφανος Δημητριάδης ἀλλά καί ἄλλοι πολλοί. Ἀλλά ἐκεῖ
εὐλογήθηκε καί ἡ πρώτη Ἑλληνική σημαία ἀπό τά χέρια τοῦ ἡγουμένου Νήφωνος. Ἡ Μονή Εὐαγγελιστρίας βοήθησε συστηματικά ἠθικά καί ὑλικά, τόσο τά προεπαναστατικά κινήματα, ὅσο καί τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀλλά καί περιέθαλψε τούς πρόσφυγες πού κατέφευγαν στή Σκιάθο ἀπό τό Πήλιο τή Χαλκιδική τόν Ὄλυμπο καί τήν Εὔβοια.
Ὁ ἀκαδημαϊκός Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί μετέπειτα μοναχός Ἀνδρόνικος, ἀδελφός της μονῆς, γράφει γιά τή μεγάλη προσφορά της στό γένος: «Ἐάν κατά τούς χρόνους ἐκείνους διέπρεψαν πλεῖστοι Ἕλληνες εἰς ἄλλα μέρη τῆς ἑλληνικῆς πατρίδος, λαβόντες ἐπίσημα βραβεῖα τῆς φιοπατρίας των,μέ τό νά δαπανήσουν τας στέρνας τοῦ Χρυσίου των διά τήν ἐλευθεροπατρίαν τῆς Ἑλλάδος, ἕνα ἐκ τῶν πρώτων βραβείων ἀνήκει εἰς τήν μονήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, προηγηθεῖσαν εἰς τάς ἱεράς θυσίας, πρίν ἔτι ἀναλάμψει ἡ πυρκαϊά τῆς μεγάλης ἐπαναστάσεως».
Στό πλούσιο ἀρχεῖο τῆς μονῆς διασώζονται πολλά ἔγγραφα πού πιστοποιοῦν τήν προσφορά της στόν ἐθνικό ὑπέρ τῆς πατρίδος ἀγῶνα: «Διά χρείαν τῆς διοικήσεως τοῦ Ἀρείου Πάγου δόθηκαν ἀπό τό μοναστήρι ψιλοί παράδες καί διάφορα ἀσήμια καί ὅτι τήν ἀναγκαίαν ζωοτροφίαν τῶν πατέρων καί ὅλην τήν ἐσοδείαν τοῦ μοναστηριοῦ προθύμως καί ἀλύπως ἡ μονή ἐδαπάνησε», γιά τούς Ὀλύμπιους ἀγωνιστές καί τίς οἰκογένειές τους.
Σέ ἄλλη ἐπιστολή τῆς δημογεροντίας Σκιάθου πρός τήν ἑλληνική πολιτεία, τό 1833, οἱ δημογέροντες ἀναφέρουν ὡς ἑξῆς τήν προσφορά τῆς μονῆς. Ἀλλά ἡ Ἱερά Μονή ὑπέφερε πολλά δεινά καί ἀπό τίς ἐπιδρομές
τῶν Τουρκαλβανῶν καί τῶν πειρατῶν. Ὁ ἡγούμενος Γρηγόριος σέ ἐπίστολή τῆς 26ης τοῦ 1815 γράφει χαρακτηριστικά: «Πυνθάνει πῶς ἔχει τό καθ’ ἠμᾶς ἀπό μέρους τῶν πειρατῶν, ἀλλά πῶς ἀποκρινοῦμαι; πῶς ἀδακρυτί διεξέλθω; πῶς ἀξίως διηγήσομαι; Ἐν τούτοις καί τοσούτοις δεινοίς ἴσως ποτέ ἐξαρκέσει κάλαμος Εὐριπίδειος καί γλῶσσα Αἰσχύλειος τῶν τραγικοτάτων ποιητῶν. Αἱ καθ’ ἠμᾶς τραγωδίαι ὑπερέβησαν καί τάς πώποτε μνημονευομένας. ἀλλ’ ἴνα μή παρήκοος φανῶ αὐτή ἐπιμόνως τοῦτ’ αὐτό ἐπιζητούση, ἰχνογραφίαν τινά αὐτοσχέδιον καταγράψω ἔνθεν ἀρξάμενος τριετίαν ἤδη πάσχομεν πολυειδῶς καί πολυτρόπως ὑπηρετοῦντες ἀρτοποιοῦντες, μαγειρεύοντες, τράπεζας παρατιθέμενοι, πλύοντες καί διαλευκαίνοντες τά αὐτῶν μηδέποτε διαλευκαθέντα, νοσοκομοῦντες αὐτούς…»
Τέλος, τήν πιό σημαντική ἁρπαγή καί καταστροφή ὑπέστη ἡ Μονή τό καλοκαίρι τοῦ 1849, ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἡγουμενίας τοῦ ἱερομονάχου Φλαβιανοῦ, ἀπό τό ληστή Ἰωάννη Βελέντζα. Ἀναφέρει σχετικά ὁ Τρ. Εὐαγγελίδης: «Περί ὥραν 5 τῆς Πέμπτης 23 Ἰουλίου (1849), 40 λησταί εἰσελθόντες εἰς τήν Μονήν καί συλλαβόντες τούς μοναχούς ἐστρέβλουν καί ἐβασάνιζον αὐτούς, ἀνοίξαντες δέ τό δωμάτιον τοῦ ἀπόντος ἡγουμένου ἔλαβον ὅ, τι εὗρον: Χρήματα, (4.363 δρχ.) πολύτιμα πράγματα, εἰκόνας βαρύτίμους, ἐνδύματα. Ἔπειτα ἀνενοχλήτως φορτώσαντες ἐπί ἡμιόνου τῆς Μονῆς, τῇ ὁδηγίᾳ τοῦ δοκίμου μοναχοῦ Ἰωάννου Θηραίου, ἔφθασαν εἰς τόν ὅρμον Κεχρηάν, ὅπου περίμενον ἄλλοι ληστοπειραταί περί τούς 50 ἐν συνόλῳ».
Οἱ μοναχοί μέ ἀναφορά τους στό ὑπουργεῖο, γράφουν: «εἰσῆλθον ἐν τῇ μονῇ μέ τόν πλέον ἄγριον καί ληστρικόν τρόπον στρεβλώνοντες κτυποῦντες καί τά λοιπά κακοποιοῦντες τούς μοναχούς καί τέλος ἐπειράθησαν νά ζεματίσουν αὐτούς μέ ἔλαιον, ἐπῆραν ὅλα τά χρήματα, σταυρούς χρυσούς καί ἀσημοζώναρα καί ἄλλα καί αὐτά τά ἐργαλεῖα τῆς χειρουργικῆς». Τήν καταστροφική αὐτή ληστεία τῆς μονῆς ἔχει ὡς ὑπόθεση καί ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στό διήγημα τοῦ Νεράιδες.
Ἀργότερα, οἱ συνεχεῖς δηώσεις, ὅπως ἐκείνη ἀπό τούς Τουρκαλβανούς πού περιγράφει ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν οἰκονομική ἐξασθένηση τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σέ τέτοιες περιπτώσεις, γιά νά κατορθώσει νά ὑπερβεῖ τά προβλήματα, ἔφθανε στό σημεῖο ν᾿ ἀπολύσει, πάντα μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου, Ἐγκυκλίους ὑπέρ βοηθείας της, τίς γνωστές” Ἁπανταχοῦσες”. Μία ἀπο αὐτές, τήν ὁποία ἀπέλυσε ὁ τότε ἡγούμενος, ἱερομόναχος Γρηγόριος στούς Ὑδραίους, ὕστερα ἀπό τά δεινά πού ὑπέστη ἡ Μονή ἀπό τούς «κλέπτας καί τάς φρεγάτας», δηλαδή τούς πειρατές πού λυμαίνονταν τήν περιοχή., δημοσιεύεται στο Παράρτημα. (Ἔγγρ. 8.2)
Ὡστόσο, ἐκτός τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν καί τῶν ληστῶν ἡ Μονή εἶχε ν᾿ ἀντιμετωπίσει κι ἄλλο ἕνα πρόβλημα, τό ὁποῖο σχετιζόταν μέ τήν παρουσία τῶν «πεγιλίδικων πλοίων καί τῶν φρεγάδων» πού συχνά ἄραζαν στή Σκιάθο. Αὐτό μέ παράπονο τό ἀναφέρει ὁ ἡγούμενος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Γρηγόριος στόν ἐπιφανῆ Ὑδραῖο Γεώργιο (Μ)Πέγη ἄνθρωπο τοῦ τότε Δραγουμάνου τοῦ Στόλου Κων. Ν. Μαυρογένη.
Ἀλλά και μέ τήν Ὑδρα εἶχε σχέσεις πολλές ἡ Μονή. Ἰδιαίτερα μέ τό ἐκεῖ, ἐπίσης κολλυβαδικό μοναστήρι, τοῦ Προφήτου Ἡλία.
Τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε τότε στή Μονή μαρτυρεῖ καί ἡ “Ἁπανταχοῦσα”, πού ἀπέλυσε στίς 25 Νοεμβρίου 1819 ὁ ἡγούμενος Φλαβιανός γιά τή συλλογή ἐλεῶν, ἀναφορικά μέ τήν ἀνασύσταση τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ὅμως καί στά χρόνια τοῦ Ἀγώνα ἀντιμετώπισε προβλήματα τό μοναστήρι «παρά τῶν ἐνταῦθα παροικούντων ἀνημέρων καί ἀσπλάχνων Λαπίθων· ὁμοίως καί τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ Ληϊτομένων», ὅπως ἀναφέρει στήν ἀχρονολόγητη ἀναφορά του πρός τό Ὑπουργεῖο τῆς Θρησκέιας ὁ τότε ἡγούμενος Ἀλύπιος.
Μέ τήν Ἱερά Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τήν περίοδο τοῦ ἀγώνα ἔχει συνδεθεῖ καί τό ὄνομα τοῦ πειρατῆ-ἀγωνιστῆ Νικοτσάρα. Στό ρέμα τοῦ Λεχουνιοῦ, πού βρίσκεται παραπλεύρως τῆς ἱερᾶς μονῆς καί καταλήγει σ’ ἕνα μικρό λιμανάκι, ἦταν τό ὁρμητήριο τοῦ περίφημου πειρατῆ Νικοτσάρα, τοῦ φόβου καί τοῦ τρόμου τοῦ Αἰγαίου, μέ πολλούς ἄνδρες στή δικαιοδοσία του. Αὐτά τά παλικάρια θέλησε ὁ πρῶτος ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ ὅσιος Νήφων νά μυήσει στήν ἐπανάσταση, πρᾶγμα πού ἐν πολλοῖς τό πέτυχε. Ἔτσι τά παλικάρια τοῦ Νικοτσάρα σταδιακά τόν ἐγκατέλειπαν καί προσέρχονταν στόν ὅσιο Νήφωνα καί ἐν συνέχειᾳ προσχωροῦσαν στήν ἐπανάσταση. Διαπιστώνοντας ὁ Νικοτσάρας ὅτι σιγά – σιγά ἔχανε τή δύναμή του, ἀποφάσισε νά σκοτώσει τόν ὅσιο. Ἕνα ἀπόγευμα μετέβη στο Μοναστήρι γι’ αὐτό τό σκοπό καί ἀφοῦ εἰσῆλθε ἀπό τή μισάνοιχτη πόρτα τοῦ ἡγουμενείου, ἀντίκρισε τό Νήφωνα νά διαβάζει ἕνα βιβλίο καί νά τόν περιβάλλει ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς. Φοβήθηκε καί ἔφυγε.
Μετά ἀπό λίγο καιρό ἐπανῆλθε μέ τόν ἴδιο σκοπό καί μόλις εἰσῆλθε στό ἡγουμενεῖο, γιά νά σκοτώσει τό Νήφωνα, παρέλυσε καί τυφλώθηκε. Ὁ ὅσιος Νήφων, ὡς καλοκάγαθος πού ἦταν, στεναχωρήθηκε πολύ πού εἶδε τό γενναῖο Νικοτσάρα παράλυτο καί τυφλό καί ἀμέσως γονάτισε καί προσευχήθηκε γιά τή συγχώρεση τοῦ πειρατῆ, πρᾶγμα πού ἔγινε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες.
Ὁ Νικοτσάρας θεώρησε θαῦμα τό γεγονός, καί, ἐγκαταλείποντας τήν πειρατεία, προσχώρησε στήν ἐπανάσταση, δίνοντας γενναῖες μάχες ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἔπεσε, ἡρωικά μαχόμενος, στή μάχη τοῦ Λιτόχωρου σέ ἡλικία 33 ἐτῶν. Ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοί καί τά παλικάριά του παρέστησαν στήν ταφή του, πού ἔγινε, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του, στοῦ Λεχουνιοῦ τό ρέμα, στῆς Βαγγελίστρας τό Μοναστήρι τῆς Σκιάθου, ὅπως λένε καί τά δημοτικά τραγούδια. Τόν ἔθαψαν μάλιστα μέ ὅλο τόν ὁπλισμό του καί ὅλη τήν περιούσια πού ἦταν 40 μουλάρια (φορτώματα) χρυσάφι.