Μάτι: Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα θα έπρεπε να είναι και οι 6 στην φυλακή

Η δίκη έγινε με τον ευμενέστερο νόμο που ίσχυε μέχρι το 2019

Τη Μεγάλη Δευτέρα, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων, έπειτα από αποδεικτική διαδικασία 1,5 έτους, ανακοίνωσε ποινές-χάδι για μόλις έξι από τους συνολικά 21 κατηγορούμενους της υπόθεσης για τη φονική φωτιά στο Μάτι. Ποινές που ο καθένας από τους έξι καταδικασθέντες μπορεί μάλιστα να εξαγοράσει, αρκεί να καταβάλει ποσό 38.000 ευρώ -περίπου 365 ευρώ για κάθε ανθρωποκτονία εξ αμελείας για την οποία κρίθηκε ένοχος- και μάλιστα σε δόσεις!

 

Είδαν τους δικούς τους ανθρώπους να σβήνουν στις φλόγες. Θρήνησαν και θρηνούν παιδιά, γονείς, συντρόφους και φίλους. Οσοι κατάφεραν να επιζήσουν σώθηκαν σαν από θαύμα, μένοντας για ώρες αβοήθητοι σε στεριά και θάλασσα. Με πληγές που ποτέ δεν θα κλείσουν, οι συγγενείς των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι αλλά και οι επιζήσαντες της ανείπωτης καταστροφής «πορεύονταν» έξι χρόνια τώρα με την προσδοκία της απονομής Δικαιοσύνης. Μια προσδοκία που, όμως γι’ αυτούς, δεν εκπληρώθηκε.

Πώς στάθμισε η «ζυγαριά» της Δικαιοσύνης τις ποινικές ευθύνες όσων κάθισαν στο εδώλιο κατηγορούμενοι για τη μεγάλη καταστροφή στο Μάτι; Είχαν τη δυνατότητα οι δικαστές να επιβάλουν αυστηρότερες ποινές; Θα μπορούσε η απόφαση του δικαστηρίου να ήταν άλλη αν οι κατηγορούμενοι δικάζονταν με τις νέες ποινικές διατάξεις που ισχύουν από την 1η Μαΐου; Αντιστοιχεί η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου με το μέγεθος της εθνικής καταστροφής που έλαβε χώρα στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018 και στοίχισε τη ζωή σε 104 συνανθρώπους μας; «Οχι», είναι η απάντηση που ακούγεται από τα χείλη όλων, ειδικών και μη. Ομως ποιος ευθύνεται γι’ αυτό;

Η ετυμηγορία

Το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας, ο πόνος και η οργή των συγγενών των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς ξεχείλισε μέσα στη δικαστική αίθουσα, όταν άκουσαν την πρόεδρο του δικαστηρίου να κηρύσσει αθώους 15 κατηγορούμενους και να επιβάλλει στους υπόλοιπους έξι από αυτούς εξαγοράσιμες ποινές φυλάκισης από πέντε έως τρία έτη, κρίνοντάς τους κατά περίπτωση ενόχους για ανθρωποκτονίες κατά συρροή από αμέλεια και σωματικές βλάβες κατά συρροή.

Συγκεκριμένα, σε πενταετή φυλάκιση εξαγοράσιμη καταδικάστηκαν πέντε τότε υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού και συγκεκριμένα οι Σωτήρης Τερζούδης, αρχηγός Επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, Βασίλης Ματθαιόπουλος, υπαρχηγός Επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, Ιωάννης Φωστιέρης, διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων, Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, διοικητής της Διοίκησης Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αθηνών και Χαράλαμπος Χιώνης, διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής. Ποινή φυλάκισης μόλις τριών ετών, επίσης εξαγοράσιμη, επιβλήθηκε στον Κων. Αγγελόπουλο, τον άνθρωπο που προκάλεσε την πυρκαγιά καίγοντας ξερά κλαδιά στην αυλή του σπιτιού του, στο Νταού Πεντέλης. Επιπλέον, το δικαστήριο αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου στους τέσσερις από τους έξι καταδικασθέντες και συγκεκριμένα στους Σωτήρη Τερζούδη, Ιωάννη Φωστιέρη, Νικόλαο Παναγιωτόπουλο και Χαράλαμπο Χιώνη.

Αντίθετα, για το δικαστήριο δεν προέκυψε καμία ποινική ευθύνη για στελέχη της Περιφέρειας Αττικής, παράγοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της Πολιτικής Προστασίας και της Αστυνομίας. Ετσι, αθώοι ομόφωνα κρίθηκαν ο τότε αξιωματικός στα Εναέρια Μέσα της ΕΛ.ΑΣ. Χαράλαμπος Συρογιάννης, ο τότε γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας Ιωάννης Καπάκης, η τότε περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου, οι τότε δήμαρχοι Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης και Πεντέλης Δημήτριος-Στέργιος Καψάλης, όπως επίσης ομόφωνα αθωώθηκαν και τα στελέχη της Πυροσβεστικής Χρήστος Γκολφίνος, Φίλιππος Παντελεάκος, Δαμιανός Παπαδόπουλος, Χρήστος Λάμπρης, Χρήστος Δροσόπουλος, Γεώργιος Πορτοζούδης και Στέφανος Κολοκούρης. Ακόμη, αθώοι κρίθηκαν, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, οι Βάιος Θανασιάς, τότε αντιδήμαρχος Δήμου Μαραθώνα, Ευάγγελος Μπουρνούς, τότε δήμαρχος Ραφήνας – Πικερμίου και Αντώνης Παλπατζής, τότε αντιδήμαρχος Ραφήνας – Πικερμίου. Και οι αθωώσεις αυτές είναι ακόμη «αγκάθι» για τους συγγενείς των θυμάτων και τους επιζήσαντες, που αναρωτιούνται γιατί δεν αποδόθηκαν καν ποινικές ευθύνες σε εκπροσώπους για παράδειγμα του Λιμενικού Σώματος, το οποίο την ημέρα της τραγωδίας ήταν απόν, αφού όσοι κατέφυγαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν από τις φλόγες, σώθηκαν από ιδιωτικά σκάφη και ψαράδες.

Οργή

«Ντροπή σας, θα μείνετε στην Ιστορία για την απόφασή σας! Καταλάβατε τι υπόθεση δικάσατε;» ήταν τα πρώτα λόγια που ακούστηκαν στη δικαστική αίθουσα από τους συγγενείς των θυμάτων, αλλά και τους δεκάδες εγκαυματίες αμέσως μετά την εκφώνηση της απόφασης, με την οργή γρήγορα να κορυφώνεται και τους καταδικασθέντες σχεδόν να «φυγαδεύονται» από την πλαϊνή πόρτα του δικαστηρίου. Πολλοί ήταν εκείνοι που ξέσπασαν σε κλάματα, ενώ άλλοι αποδοκίμαζαν τους δικαστές και άλλοι κατευθύνονταν προς την πλευρά των κατηγορούμενων με έναν μάλιστα εξ αυτών να αρπάζει μια καρέκλα και να προσπαθεί να την πετάξει στον καταδικασθέντα Β. Ματθαιόπουλο. Οχι, η Μεγάλη Δευτέρα δεν ήταν μια καλή μέρα για τη Δικαιοσύνη και κυρίως για όσους έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στο Μάτι.

Η δίκη 

Με ποια ποινική νομοθεσία δικάστηκαν όμως οι κατηγορούμενοι για τη φονική πυρκαγιά και τι είχε προηγηθεί πριν οδηγηθούν στο εδώλιο; Η δίωξη σε βάρος των 21 κατηγορουμένων ασκήθηκε με βάση τον Ποινικό Κώδικα που ίσχυε προ του 2019, αφού τα αδικήματα που τους αποδόθηκαν τελέστηκαν το καλοκαίρι του 2018. Ομως, σε κάθε στάδιο της απόφασης τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν για τους ενόχους την ευμενέστερη ποινική νομοθεσία. Στη δίκη για το Μάτι εφαρμόστηκε η ευμενέστερη νομοθεσία όσον αφορά τις ποινές. Οι δικαστές εφάρμοσαν τις διατάξεις του 2019 όπως διαμορφώθηκαν με τις τροποποιήσεις που επέφερε στον Ποινικό Κώδικα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Συγκεκριμένα, το δικαστήριο για κάθε νεκρό (σημ.: η κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ήταν κατά συρροή, όπως επίσης και της πρόκλησης σωματικών βλαβών) όρισε με βάση τον Κώδικα του 2019 ως ποινή βάσης τα δύο έτη, ενώ ο εισαγγελέας της έδρας είχε ζητήσει τα τρία έτη. Να σημειωθεί εδώ ότι η μεγαλύτερη δυνατή ποινή που μπορούσε να επιβληθεί για κάθε ανθρωποκτονία από αμέλεια με τον Ποινικό Κώδικα που ίσχυε προ του 2019 ήταν 10 έτη, ενώ με τον κώδικα που τέθηκε σε ισχύ το καλοκαίρι του 2019 επί ΣΥΡΙΖΑ τα πέντε έτη. Κατά την πρώτη τροποποίηση που έκανε η σημερινή κυβέρνηση, η ανώτερη ποινή για τέτοια αδικήματα έφτασε τα 8 έτη και πλέον με τις αλλαγές που επέφερε η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης -και οι οποίες ισχύουν από 1ης Μαΐου- η ανώτερη επιβαλλόμενη ποινή ανήλθε στα δέκα έτη.

Ομως από τη στιγμή που το δικαστήριο αποφάσισε να επιβάλει ποινή δύο ετών για κάθε ανθρωποκτονία εξ αμελείας βασιζόμενο, ως όφειλε, στο ευμενέστερο ποινικό πλαίσιο του 2019, τότε υποχρεωτικά έπρεπε να μετατρέψει την ποινή σε εξαγοράσιμη. Και αυτό διότι ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει και πάλι την ευμενέστερη διάταξη, εν προκειμένω του Ποινικού Κώδικα που ίσχυε προ του 2019 και η οποία όριζε την υποχρεωτική μετατροπή της ποινής για πλημμελήματα σε εξαγοράσιμη (σημ.: η ποινική νομοθεσία μετά το καλοκαίρι του 2019 δεν έδινε τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής σε εξαγοράσιμη).

Η εξαγορά της ποινής

Αν όμως το δικαστήριο είχε επιβάλει ως ποινή βάσης για κάθε ανθρωποκτονία τα τρία έτη, όπως είχε τη δυνατότητα να κάνει, τότε σύμφωνα με νομικούς δεν θα μπορούσε να μετατρέψει την ποινή σε εξαγοράσιμη. Παράλληλα, με ποινή βάσης τα τρία έτη, το δικαστήριο δυνητικά θα μπορούσε να επιβάλει την έκτιση μέρους ή του συνόλου της τελικής ποινής, δηλαδή να οδηγήσει τους καταδικασθέντες στη φυλακή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η απόφασή του αυτή θα ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Η δυνατότητα αυτή υπήρχε για τους δικαστές που δίκασαν την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς με βάση τον Ποινικό Κώδικα του 2019, όμως δεν αξιοποιήθηκε, σύμφωνα με νομικούς που έχουν γνώση της δικογραφίας. Αντίθετα, αποφασίστηκε να επιβληθούν ως ποινή βάσης τα δύο έτη για κάθε ανθρωποκτονία, με αποτέλεσμα να είναι «μονόδρομος» και η μετατροπή της τελικής ποινής σε εξαγοράσιμη. Εν ολίγοις, το δικαστήριο εξάντλησε την επιείκειά του για τους κατηγορούμενους στην υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς και αυτό ήταν που προκάλεσε την οργή των συγγενών. «Πρέπει να σεβόμαστε τις αποφάσεις των δικαστηρίων και το συγκεκριμένο δικαστήριο αποφάσισε νόμιμα. Ομως είχε επιλογές.

Είχε δυνατότητα να επιλέξει μια μεγαλύτερη ποινή από τα δύο έτη για κάθε ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Επέλεξε όμως τα 2/5 της προβλεπομένης ποινής για κάθε αδίκημα και η επιλογή αυτή οδήγησε αναγκαστικά στη μετατροπή της ποινής σε χρηματική», επισημαίνει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Βασίλης Χειρδάρης, συνήγορος προς υποστήριξη της κατηγορίας στη δίκη για το Μάτι και προσθέτει: «Εάν το δικαστήριο επέλεγε ποινή άνω των δύο ετών για κάθε ανθρωποκτονία, κάτι που μπορούσε να κάνει ακόμη και με την αναγνώριση ελαφρυντικού, τότε θα είχε τη δυνατότητα να μη μετατρέψει την ποινή σε εξαγοράσιμη και με ειδική αιτιολογία να διατάξει την έκτισή της στις φυλακές. Οι επιβληθείσες ποινές ήταν εξαιρετικά επιεικείς και βρίσκονται σε αναντιστοιχία με το μέγεθος του αδικήματος».

Οπως και να ’χει, όμως, οι κατηγορούμενοι για το Μάτι δικάστηκαν για πλημμελήματα και το ερώτημα που πλανάται μέχρι σήμερα είναι αν θα μπορούσαν να δικαστούν για κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος, όπως άλλωστε είχε ζητήσει και ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης που είχε διενεργήσει την ανάκριση. Για το θέμα όμως αυτό η Δικαιοσύνη κυριολεκτικά «διχάστηκε». Ενώ ο κ. Μαρνέρης είχε ζητήσει στο στάδιο της ανάκρισης τρεις φορές την αναβάθμιση βασικής κατηγορίας για το Μάτι σε κακούργημα, επικαλούμενος στοιχεία από καταθέσεις για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η φονική πυρκαγιά, όπως επίσης και τη διεύρυνση του κύκλου των κατηγορουμένων, η Εισαγγελία είχε την άποψη ότι τα νέα δεδομένα που εισέφερε ο ανακριτής δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ενδεχόμενο δόλο των εμπλεκομένων, καθώς δεν προέκυπταν ιδιοτελείς σκοποί των υπαιτίων, δηλαδή προσπορισμός κέρδους, όπως έχει παγιωθεί με τη νομολογία σε περιπτώσεις όπως οι φωτιές στην Ηλεία, το ναυάγιο του «Σάμινα» κ.ά. Ετσι, οι 21 κατηγορούμενοι για το Μάτι παραπέμφθηκαν σε δίκη για πλημμελήματα, με τους συγγενείς των θυμάτων και τους επιζήσαντες να αναρωτιούνται -ειδικά μετά την ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου- για το «πώς μπορεί κάποιος να αποκαλεί το Μάτι τη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία εν καιρώ ειρήνης και να είναι αυτό το αποτέλεσμα της δίκης;».

Ο νόμος Φλωρίδη

Ποια θα ήταν σήμερα η ετυμηγορία της Δικαιοσύνης για ένα νέο Μάτι; Τι θα ισχύσει όμως αν υποτεθεί ότι η τραγωδία στο Μάτι το 2018 επαναληφθεί, κάτι που όλοι απεύχονται, στο μέλλον; Ποια θα είναι η ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων για αδικήματα ανθρωποκτονίας εξ αμελείας κατά συρροή και σωματικές βλάβες κατά συρροή;

Σύμφωνα με τις αλλαγές που επέφερε η νέα ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον Γ. Φλωρίδη και οι οποίες ισχύουν από την 1η Μαΐου, οι καταδικασθέντες με ποινή φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη θα οδηγούνταν στη φυλακή. Και αυτό γιατί με βάση τον νέο νόμο (5090/2024) το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει την πραγματική έκτιση της ποινής ή μέρους αυτής, αιτιολογώντας όμως με την απόφαση που θα εκδώσει τον λόγο για τον οποίο η έκτιση της ποινής είναι αρκετή για να αποτρέψει την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, παραμένει η δυνατότητα των δικαστών να χορηγήσουν, υπό προϋποθέσεις και κατά την κρίση τους, αναστολή στην εκτέλεση της ποινής μέχρι την έφεση, δηλαδή μέχρι τη δευτεροβάθμια δίκη. Η δυνατότητα αυτή τους παρέχεται και με τους τρεις Κώδικες, δηλαδή αυτόν που ίσχυε προ του 2019, αυτόν που τέθηκε σε ισχύ επί ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με τον Ν. 5090/2024 που ισχύει από την 1η Μαΐου.

Ακολούθως, αυστηρότερη ποινική μεταχείριση θα είχε και ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε για την πρόκληση της πυρκαγιάς στο Μάτι. Ο εμπρησμός από αμέλεια, δηλαδή η κατηγορία για την οποία επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών, εξαγοράσιμη στον Κων. Αγγελόπουλο, με βάση της νέες ποινικές διατάξεις που ισχύουν από 1η Μαΐου, τιμωρείται αυστηρότερα, καθώς η ποινή που προβλέπεται είναι από τρία έως πέντε έτη, ενώ με το προηγούμενο καθεστώς ήταν έως τρία έτη.

Μάλιστα, το αδίκημα του εμπρησμού στην κακουργηματική του μορφή μπορεί να επισύρει ακόμη και ισόβια όπως και δήμευση της περιουσίας του δράστη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 264 του νέου Ποινικού Κώδικα που τέθηκε σε ισχύ από τη Μεγάλη Τετάρτη αναφέρει: «Οποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη και χρηματική ποινή, αν στην περίπτωση των περ. α’ ή β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με ισόβια κάθειρξη, αν στην περίπτωση της περ. β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου».

Στο ίδιο άρθρο ορίζεται και η ποινική αντιμετώπιση κατηγορουμένων για εμπρησμό από αμέλεια. Συγκεκριμένα, αναφέρεται: «Οποιος προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη στις περ. α’ και β’ της παρ. 1 και με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή στις περ. γ’ και δ’ της ίδιας παραγράφου».

Tο Εφετείο

Πλέον με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα για την παραγραφή όλων των αδικημάτων για το Μάτι, αν μέσα σε δύο χρόνια από σήμερα οι ποινές δεν καταστούν αμετάκλητες, οι δικαστικές αρχές δίνουν αγώνα δρόμου για να προσδιορίσουν γρήγορα τη δίκη σε δεύτερο βαθμό. Ηδη, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη ζήτησε από την Εισαγγελία Εφετών να εξετάσει το ενδεχόμενο άσκησης έφεσης για τους 15 ομόφωνα αθωωθέντες στην υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς, ενώ και η πρόεδρος του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα ζήτησε να καθαρογραφεί τάχιστα η απόφαση για το Μάτι (σκοπός είναι μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο), ώστε να μπορέσει να προσδιοριστεί στη συνέχεια και η δίκη σε δεύτερο βαθμό. Εξάλλου, αίτηση για άσκηση έφεσης στην πρωτόδικη απόφαση κατέθεσαν και οι συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας. Συγκεκριμένα, με την αίτησή τους ζητούν να ασκηθεί έφεση «επί της δικαστικής απόφασης τόσο για την αθωωτική της διάταξη για όλους τους κατηγορούμενους που αθωώθηκαν όσο και κατά τα σκέλη των κατηγοριών που δεν υιοθετήθηκαν».

Οι συγγενείς κάνουν λόγο για «ανεπαρκή δικανική κρίση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών» και περιγράφουν αναλυτικά για κάθε έναν από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (αθωωθέντες και καταδικασθέντες) μία σειρά «από πράξεις και παραλείψεις» κατά την άσκηση των καθηκόντων τους που επέφεραν το τραγικό αποτέλεσμα. Τι μπορεί όμως να αλλάξει στο Εφετείο σε σχέση με την ποινική μεταχείριση των εμπλεκόμενων προσώπων; Μπορεί να κριθούν ένοχα περισσότερα από έξι πρόσωπα ή μπορεί ακόμη και να αλλάξει το ύψος των ποινών που επέβαλλε το πρωτόδικο δικαστήριο σε όσους καταδίκασε. Η δίκη στο Εφετείο για το Μάτι θα διεξαχθεί ξανά από την αρχή, με τους δικαστές όμως να δικάζουν και σε αυτή την περίπτωση με βάση το πλέγμα των ποινικών διατάξεων που ίσχυαν προ της 1ης Μαΐου του 2024. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, το Εφετείο να αυξήσει την ποινή βάσης για κάθε ανθρωποκτονία από αμέλεια από τα δύο στα τρία έτη και να έχει έτσι τη δυνατότητα να οδηγήσει κάποιους από τους καταδικασθέντες στη φυλακή με αιτιολογημένη όμως απόφασή του.

Exit mobile version