“Παράδεισος” για διεθνείς απατεώνες η Ελλάδα – Ακόμη και Σύριοι πρόσφυγες και μετανάστες έστηναν εταιρείες “φαντάσματα” και έκλεψαν από τον ΕΦΚΑ πάνω από 3.000.000 ευρώ – Κατά τα άλλα, η Κυβέρνηση κυνηγάει και τον πιο φτωχό Έλληνα πολίτη για λίγα “ψίχουλα” χρεών προς το Δημόσιο και τους Ασφαλιστικούς Φορείς

“Παράδεισος” έχει γίνει η Ελλάδα για χιλιάδες διεθνείς απατεώνες , οι οποίοι συρρέουν από διάφορες πλευρές του πλανήτη για να εγκαταστήσουν την έδρα των εγκληματικών τους πράξεων στη χώρα μας.

Το γιατί η Ελλάδα έχει αναδειχθεί σε προνομιακό χώρο για κάθε είδους εγκληματικό στοιχείο μπορείτε να το καταλάβετε μόνοι σας, από  τη στιγμή που η χώρα έχει μετατραπεί σε ξέφραγο αμπέλι και η λειτουργία όλων των κρατικών θεσμών, άρα και της Κυβέρνησης, έχει ως κεντρικό δόγμα το περιβόητο “πάμε και όπου βγει”!

Οι πληροφορίες που μας έρχονται από το αστυνομικό ρεπορτάζ είναι απολύτως σαφείς και ξεκάθαρες.

Δύο Σύριοι ήρθαν ως πρόσφυγες πολέμου στη χώρα μας και αφού πήραν όλα τα νόμιμα χαρτιά και εισέπραξαν όλες τις επιδοτήσεις περνώντας ζωή και κότα, έφτιαξαν ένα δίκτυο εταιρειών , που αποτελούσε έναν ιστό μεγάλης απάτης, κλέβοντας εκατομμύρια ευρώ από τον ΕΦΚΑ και ποιός ξέρει , από που αλλού;

Πιο συγκεκριμένα: Δύο αδέλφια συριακής καταγωγής, που είχαν φτάσει στην Ελλάδα ως πρόσφυγες αναζητώντας προστασία και μια καλύτερη ζωή, φέρονται – σύμφωνα με τη δικογραφία και τα πορίσματα της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος που αποκαλύπτει το ΘΕΜΑ – να βρίσκονται πίσω από ένα από τα πιο σύνθετα και πολυετή κυκλώματα οικονομικής απάτης στη χώρα. Οι Α.Η. και Χ.Ε.Η., όπως αναφέρονται στα εισαγγελικά έγγραφα, κατηγορούνται ότι ίδρυσαν και διηύθυναν επί πάνω από δέκα χρόνια ένα οργανωμένο δίκτυο το οποίο εξαπατούσε συστηματικά τον ΕΦΚΑ, τη φορολογική διοίκηση και τις ελεγκτικές αρχές του Δημοσίου.

Σύμφωνα με τις αρχές, οι δύο άνδρες έστησαν ένα περίπλοκο σχήμα από εταιρείες–βιτρίνα με αντικείμενο την παραγωγή ενδυμάτων. Πίσω όμως από τα ραφεία και τις αποθήκες υφασμάτων κρυβόταν ένας καλοστημένος μηχανισμός εξαπάτησης του κράτους. Εκμεταλλεύτηκαν κενά στη γραφειοκρατία, καθυστερήσεις και την έλλειψη άμεσης διασταύρωσης στοιχείων για να παρουσιάζουν τις εταιρείες τους ως νόμιμες, ενώ στην πραγματικότητα στόχευαν αποκλειστικά σε παράνομα κέρδη.

Από το 2014 ίδρυσαν τουλάχιστον εννέα εταιρείες, τις οποίες έκλειναν και αντικαθιστούσαν μόλις ξεκινούσαν έλεγχοι, αλλάζοντας ονόματα, νομικές μορφές και διαχειριστές. Οι διαχειριστές ήταν συχνά αλλοδαποί «αχυράνθρωποι» ή ανύπαρκτα πρόσωπα με πλαστά στοιχεία. Χρησιμοποιώντας πλαστά και αλλοιωμένα ταξιδιωτικά έγγραφα, άνοιγαν συνεχώς νέες εταιρείες με «καθαρό» μητρώο. Στις εικονικές επιχειρήσεις δηλώνονταν δεκάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι όμως δεν εργάζονταν ποτέ, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές δεν καταβάλλονταν.

Η ζημία για το ελληνικό Δημόσιο εκτιμάται σε τουλάχιστον 2,1 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος αφορά μη καταβληθείσες εισφορές στον ΕΦΚΑ και φόρους. Σημαντικό ρόλο στο κύκλωμα φέρεται να είχε και Έλληνας λογιστής, ο οποίος αναλάμβανε τις φορολογικές δηλώσεις και φρόντιζε να παρουσιάζεται προς τις αρχές μια «κανονική» εικόνα των εταιρειών.

Τα παράνομα έσοδα διοχετεύονταν σε αγορές ακινήτων στην Αθήνα και σε δίκτυο τραπεζικών λογαριασμών που χρησιμοποιούνταν για «ξέπλυμα» χρημάτων. Οι Αρχές εντόπισαν επίσης πολυτελή αυτοκίνητα, μετρητά, χρυσές λίρες και εταιρικές σφραγίδες, καθώς και στοιχεία που υποδεικνύουν πιθανή εμπλοκή τους σε παράνομη διακίνηση μεταναστών.

Παρότι είχαν έρθει ως πρόσφυγες, οι δύο άνδρες είχαν υιοθετήσει τρόπο ζωής ευκατάστατων επιχειρηματιών, με ακριβά αυτοκίνητα, δείπνα σε γνωστά εστιατόρια και πολυτελείς αγορές. Ο Α.Η. φέρεται να ήταν ο «εγκέφαλος» της οικονομικής διαχείρισης, ενώ ο Χ.Ε.Η. είχε τον επιχειρησιακό ρόλο.

Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν είναι βαρύτατες: σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, απάτη κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφία, ψευδείς δηλώσεις, ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή. Η υπόθεση φωτίζει όχι μόνο τον τρόπο λειτουργίας ενός καλά οργανωμένου κυκλώματος, αλλά και τις αδυναμίες του ελληνικού συστήματος ελέγχου, τις οποίες οι δράστες εκμεταλλεύτηκαν μεθοδικά για πάνω από μια δεκαετία.

Exit mobile version