Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Χριστόδουλος μας

Σαν σήμερα, στις 17 Ιανουαρίου του 1939, ανήμερα του Αγίου Αντωνίου,γεννήθηκε ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος- ο Αρχιεπίσκοπος της καρδιάς μας.

 

Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 17 Ιανουαρίου 1939 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου και της Βασιλικής Παρασκευαΐδη, προσφύγων.

Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 17 Ιανουαρίου 1939 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου και της Βασιλικής Παρασκευαΐδη, προσφύγων. Η οικογένειά του καταγόταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης και εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Σε ηλικία 2 ετών, μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1941, η οικογένειά του μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα[1], όπου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος έζησε μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο Κοραής και ακολούθως στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων με άριστη επίδοση.

Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, ήταν ψάλτης στην Αγία Ζώνη Κυψέλης και εκεί συναντά τον τότε διάκονο Καλλίνικο Καρούσο (μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς), ο οποίος λειτουργούσε στον ίδιο ναό. Εκείνος του γνώρισε τον Αθανάσιο Λενή (μετέπειτα Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιο). Το 1958 οι τρεις ίδρυσαν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι.

Το 1961 εγκαταστάθηκε μαζί με τους Καλλίνικο Καρούσο και Αθανάσιο Λενή στη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, της οποίας ορίσθηκε ηγούμενος ο Καλλίνικος.[2] Εκάρη μοναχός στις 16 Μαΐου 1961 στη Μονή Βαρλαάμ και στις 17 Μαΐου 1961 χειροτονήθηκε διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Τρικάλων. Μετά από παραμονή δύο ετών στη μονή, οι τρεις κληρικοί επέστρεψαν στην Αθήνα λόγω διαμάχης που ξέσπασε μεταξύ αυτών και του επιχώριου Μητροπολίτη, Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου[2].

Σπουδές και ιερατική πορεία

Το 1962 έλαβε το πτυχίο της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με άριστα, και το 1967 αποφοιτά από τη Θεολογική σχολή του ιδίου πανεπιστημίου επίσης με άριστα. Παράλληλα σπούδασε Βυζαντινή Μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι» και ονομάστηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου με βαθμό άριστα. Ήταν πτυχιούχος της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας, και γνώστης της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας. Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Διδάκτωρ των πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου το 2003 και Λατερανού το 2006.

Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1965, όταν τοποθετείται ως ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, όπου έμεινε για 9 χρόνια.

Πριν από την τοποθέτησή του στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, είχε τοποθετηθεί ως Αρχιμανδρίτης, για περίπου ένα έτος, στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Άγιο Δημήτριο (Μπραχάμι) αντικαθιστώντας τον πρεσβύτερο Παπα-Δημοσθένη.

Κατόπιν γραπτών εξετάσεων εισήχθη ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου Α΄ και ακολούθως του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Στις 18 Ιανουαρίου 1973 ιδρύεται στο Καπανδρίτι το Συνοδικό Μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής, το οποίο υπαγόταν απ’ ευθείας στην Ιερά Σύνοδο.

Μητροπολίτης Δημητριάδος

Το 1974 εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού σε ηλικία 35 ετών, ο νεότερος τότε στην Ιεραρχία. Η ενθρόνισή του έγινε στις 4 Αυγούστου 1974. Έλαβε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέγραψε πλήθος Θεολογικών και ηθικοπλαστικών κειμένων. Αρθρογράφησε στον εκκλησιαστικό τύπο και σε εφημερίδες.

Ίδρυσε το «Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού» για τους ηλικιωμένους, τη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και τον Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας. Καθιέρωσε για πρώτη φορά κληρικολαϊκές συνελεύσεις, δημιούργησε κατασκηνώσεις για παιδιά όλων των ηλικιών, στέκι για τη νεολαία, ραδιοφωνικό σταθμό Ορθόδοξη Μαρτυρία (τον πρώτο για Μητρόπολη εκτός Αθηνών) και ιδιωτικό σχολείο της Μητρόπολης. Χορήγησε υποτροφίες εκ μέρους της Ιεράς Μητρόπολης, και συνεισέφερε στην αποστολή αρρώστων στο εξωτερικό. Επί των ημερών του λειτούργησε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, συγκρότησε ενώσεις για την προστασία της ελληνικής γλώσσας σε συνεργασία με επιστήμονες της περιοχής. Θεμελίωσε ένα κτιριακό συγκρότημα σε μία έκταση περίπου 100 στρεμμάτων στην περιοχή Μελισσάτικα, έξω από τον Βόλο. Σήμερα, εκτός των γραφείων της Μητρόπολης στο συγκρότημα αυτό λειτουργεί συνεδριακό κέντρο. Έμφαση όμως έδινε και στο έμψυχο υλικό της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν πήγε για πρώτη φορά στον Βόλο υπήρχαν δώδεκα ιερείς θεολόγοι, ενώ όταν έφυγε άφησε πίσω του περίπου 80.[3]

Παράλληλα αρθρογραφούσε σε πολλά έντυπα.[4] Εξαιτίας ενός άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο, το δημοτικό συμβούλιο του Βόλου, με ψήφισμά του στις 28 Ιουνίου 1984 τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» για την πόλη, καθώς θεωρήθηκε ότι με το άρθρο του αυτό είχε «ξεφύγει από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ’ αυτών ακόμη των Δημοκρατικών Θεσμών».[5]

Το 1987 ανέλαβε να τεκμηριώσει και να εκπροσωπήσει την άποψη της Εκκλησίας στα ζητήματα περί Εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε θέσει ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης, και ήταν εκ των ομιλητών στο συλλαλητήριο την 1η Απριλίου 1987. Η Ιερά Σύνοδος τον όρισε εκπρόσωπό της στην Επιτροπή Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας το 1988, καθώς επίσης και στο Εθνικό Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων και στο Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών

Στις 28 Απριλίου 1998 εξελέγη από την ιεραρχία με μεγάλη πλειοψηφία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του Σεραφείμ Τίκα που είχε αποβιώσει στις 10 Απριλίου 1998. Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου έγινε στις 9 Μαΐου του ίδιου έτος στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εκφώνησε και τον επιβατήριο λόγο του.[6]

Στον λόγο που εκφώνησε ανέφερε ότι υπάρχει ανάγκη να προασπιστεί η εθνική πολιτισμική «ελληνορθόδοξη ταυτότητα». Όπως ανέφερε, «για την Ελλάδα, χθες και σήμερα, η Ορθοδοξία είναι όρος επιβίωσης και κεντρικός άξονας πολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα, πού ο λαός μας συνειδητά αποδέχεται»[7] . Η “προάσπιση” της “εθνικής ταυτότητας” απέναντι σε όσους “επιβουλεύονται” την “εθνική-πολιτισμική” παράδοση που “εγγυάται” η Ορθόδοξη Εκκλησία προς το “έθνος” επιβεβαιώθηκε και αργότερα μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά (αντίσταση της εκκλησιαστικής ηγεσίας στη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, πρωτοβουλίες Μητροπολιτών για ίδρυση κόμματος, πρόταση για Δημοψήφισμα κλπ.). Μέσα από αυτό το πλαίσιο πολιτικών απόψεων και διεκδικήσεων, η εκκλησιαστική ηγεσία εκείνη την περίοδο επιβεβαίωσε την εθνοκεντρική αντίληψη και τον ιστορικό μετεωρισμό της από τον θεολογικό στον πολιτικό λόγο[8].

Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έλαβε τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:

Επίσης επί των ημερών του έγινε διοργάνωση πλήθους συνεδρίων και ημερίδων, είτε με τη συμμετοχή του, είτε υπό την αιγίδα του, για σειρά σύγχρονων θεμάτων της Θεολογίας, όπως οι αιρέσεις, οι ιερατικές κλίσεις και η κατήχηση. Αναβαθμίστηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελλαδικής Εκκλησίας, εκσυγχρονίστηκαν τα έντυπα «Εφημέριος» και «Εκκλησία» και εκδόθηκε το περιοδικό «Τόλμη». Στις 19 Δεκεμβρίου 1999 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας χειροτόνησε τον πρώτο ιερέα στην Ελλάδα, προερχόμενο από την Αφρική, Θεότιμο Κασόμπο Τσάλαν.[18]

Το 2007 συγκέντρωσε αρνητική κριτική καθώς σε επίσκεψη στην Κύπρο κατέθεσε στεφάνι στον τάφο του Γεώργιου Γρίβα που ήταν συνεργάτης των Ναζί και αργότερα της Χούντας.[19][20][21]

Επίσκεψη Πάπα

Κατά τη θητεία του Χριστόδουλου ως Αρχιεπισκόπου έλαβε χώρα η επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄ στην Αθήνα το 2001, που έγινε κατόπιν αποδοχής πρόσκλησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Κατά την επίσκεψη αυτή, που ήταν και η πρώτη φορά που επισκέφθηκε Πάπας την Ελλάδα, ο Ποντίφικας αφού προσευχήθηκε στον βράχο του Αρείου Πάγου όπου δίδαξε ο Απόστολος Παύλος, ζήτησε στη συνέχεια δημόσια «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό, στην ελληνική γλώσσα, για τα εγκλήματα των Καθολικών απέναντι στους Ορθοδόξους, αναφερόμενος στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Ο καθηγητής Κώστας Ζουράρις σε άρθρο του με τίτλο «…διδακτόν η ανδρεία…»[22] επαίνεσε την προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου προς τον Πάπα[23] και την επακολουθήσασα «συγγνώμη» του Πάπα, χαρακτηρίζοντάς το γεγονός ως την «μεγαλύτερη νίκη του Ελληνισμού μετά το 480 π.Χ.».

Exit mobile version