Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο Αλτσχάιμερ σε σχέση με τους άνδρες, και πλέον οι επιστήμονες κατανοούν καλύτερα το γιατί. Νέα έρευνα δείχνει ότι οι γυναίκες με συσσώρευση της τοξικής πρωτεΐνης αμυλοειδούς στον εγκέφαλο εμφανίζουν επίσης πιο ταχεία αύξηση της πρωτεΐνης ταυ, γεγονός που μπορεί να επιταχύνει την εμφάνιση της νόσου.
Το Αλτσχάιμερ προκαλείται από τη συσσώρευση δύο βασικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο: του αμυλοειδούς, που σχηματίζει πλάκες μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων, και της ταυ, που δημιουργεί συμπλέγματα στο εσωτερικό τους. Μέχρι σήμερα, η επικρατούσα θεωρία ήταν ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες στη νόσο επειδή έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής – καθώς η ηλικία αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα κινδύνου.
Όμως, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ διαπίστωσαν ότι η διαφορά δεν οφείλεται μόνο στη μακροζωία. Οι γυναίκες που έχουν ήδη υψηλά επίπεδα αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, συσσωρεύουν την πρωτεΐνη ταυ πιο γρήγορα σε σχέση με τους άνδρες, ιδιαίτερα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη μνήμη και την επεξεργασία εικόνων.
Τι αποκαλύπτουν τα ερευνητικά δεδομένα
Η ανάλυση έξι μελετών, στις οποίες συμμετείχαν 1.376 άτομα με Αλτσχάιμερ (μέση ηλικία 72 ετών), αποκάλυψε ότι οι γυναίκες που είχαν υψηλά επίπεδα αμυλοειδούς συσσώρευαν την πρωτεΐνη ταυ με ταχύτερο ρυθμό στις κρίσιμες περιοχές του εγκεφάλου, όπως ο κατώτερος κροταφικός φλοιός και οι πλευρικές περιοχές του ινιακού λοβού.
Οι επιστήμονες υποψιάζονται ότι οι ορμονικές αλλαγές κατά την εμμηνόπαυση παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή. Παρόλο που η θεωρία αυτή υποστηρίζεται από προηγούμενες έρευνες, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιωθεί πλήρως η σχέση μεταξύ των ορμονών και της συσσώρευσης της ταυ πρωτεΐνης.
Πώς επηρεάζονται οι θεραπείες
Η κατανόηση των διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εξέλιξη του Αλτσχάιμερ θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται και δοκιμάζονται νέες θεραπείες. Για παράδειγμα, το μονοκλωνικό αντίσωμα λεκανεμάμπη, το οποίο έχει αποδειχθεί ότι επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου κατά 27%, φαίνεται να είναι λιγότερο αποτελεσματικό στις γυναίκες.
Αυτά τα νέα δεδομένα υπογραμμίζουν την ανάγκη για πιο στοχευμένες θεραπείες, λαμβάνοντας υπόψη τις βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων. Οι επιστήμονες συνεχίζουν τις έρευνες για να κατανοήσουν καλύτερα τους μηχανισμούς που συμβάλλουν στη νόσο και να αναπτύξουν πιο αποτελεσματικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για όλους τους ασθενείς.