Η τουριστική περίοδος σε αριθμούς – Πληρότητες και τιμές σε ξενοδοχεία και βραχυχρόνιες μισθώσεις

Η πορεία της τουριστικής σεζόν αποτυπώνεται με σαφήνεια σε μια σειρά από βασικούς δείκτες, οι οποίοι σκιαγραφούν την κατάσταση της αποκαλούμενης «βαριάς βιομηχανίας» της ελληνικής οικονομίας.

Η τουριστική περίοδος σε αριθμούς – Πληρότητες και τιμές σε ξενοδοχεία και βραχυχρόνιες μισθώσεις

Στοιχεία για τη διακύμανση τιμών και πληροτήτων καταλυμάτων προσφέρουν μια πληρέστερη εικόνα των δυναμικών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο κλάδος.

Κατά τον Μάιο, μήνα που σηματοδοτεί την πλήρη έναρξη λειτουργίας της πλειονότητας των ξενοδοχειακών μονάδων στη χώρα, παρατηρήθηκε οριακή υποχώρηση της μέσης τιμής διάθεσης δίκλινου δωματίου σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 112 ευρώ, καταγράφοντας πτώση της τάξης του 0,8% σε σχέση με τα 113 ευρώ του Μαΐου 2024 – διαφορά που σε απόλυτους αριθμούς περιορίζεται μόλις στο 1 ευρώ.

Ωστόσο, σε μηνιαία βάση καταγράφηκε αύξηση περίπου 3%, καθώς η μέση τιμή τον Απρίλιο ανερχόταν σε 109 ευρώ. Η εποχικότητα, οι προκρατήσεις και οι τάσεις ζήτησης επιδρούν σημαντικά σε αυτές τις διαφοροποιήσεις.

Αξιοσημείωτο είναι πως οι πηγές δεδομένων εμφανίζουν αποκλίσεις: το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) καταγράφει τη μικρή ετήσια μείωση, ενώ η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) διαπιστώνει αύξηση 5,5% στις τιμές για ξενοδοχεία, μοτέλ και πανδοχεία. Η διάσταση αυτή αναδεικνύει την πολυπλοκότητα στη μέτρηση του κλάδου, λόγω διαφορετικών μεθοδολογιών και δειγματοληψίας.

Η πληρότητα παραμένει ένας κομβικός δείκτης απόδοσης για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, τον Μάιο η μέση πληρότητα διαμορφώθηκε στο 62%, εμφανίζοντας άνοδο κατά 1 ποσοστιαία μονάδα συγκριτικά με τον περσινό Μάιο, που μεταφράζεται σε ετήσια αύξηση της τάξης του 1,6%.

Πολύ σημαντική είναι η μηνιαία εξέλιξη: από το 49% του Απριλίου, η πληρότητα ανήλθε στο 62%, καταγράφοντας αύξηση 26,5%. Τα δεδομένα αυτά καταγράφονται στο πλαίσιο συνεχούς έρευνας του ΙΤΕΠ, το οποίο επιδιώκει την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο των βασικών δεικτών της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς.

Η αυξητική τάση στην πληρότητα μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα ενίσχυσης της ζήτησης στην εκκίνηση της θερινής περιόδου, αλλά και στοχευμένων εμπορικών πολιτικών από πλευράς ξενοδοχείων, όπως ειδικές προσφορές ή βελτίωση υπηρεσιών.

Σε αντίθεση με τα ξενοδοχεία, τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης τύπου Airbnb κατέγραψαν οριακή πτώση στην πληρότητα τον Μάιο. Σύμφωνα με την εξειδικευμένη εταιρεία AirDNA, η μείωση εκτιμάται περίπου στο 2% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024.

Παρά τη μικρή κάμψη στην πληρότητα, η μέση τιμή παραμένει σε υψηλά επίπεδα, επιβεβαιώνοντας τη θέση της Ελλάδας μεταξύ των ακριβότερων ευρωπαϊκών προορισμών για το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα, το μέσο κόστος διαμορφώνεται στα 150 ευρώ ανά διανυκτέρευση.

Η τουριστική περίοδος σε αριθμούς – Πληρότητες και τιμές σε ξενοδοχεία και βραχυχρόνιες μισθώσεις

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνολική δυναμική της αγοράς: η ζήτηση στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης ενισχύθηκε κατά 5% σε ετήσια βάση, ενώ ο αριθμός των διαθέσιμων καταλυμάτων αυξήθηκε άνω του 5%. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει έντονο ανταγωνισμό και τάσεις κορεσμού σε δημοφιλείς περιοχές.

Η αξιολόγηση της απόδοσης των ξενοδοχείων βασίζεται σε ένα σύνολο δεικτών, με πρωταγωνιστές την πληρότητα και τη μέση ημερήσια τιμή (ADR). Σύμφωνα με σχετική μελέτη για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στη λειτουργία ελληνικών ξενοδοχείων, το 71% των επιχειρηματιών παρακολουθεί συστηματικά το ποσοστό πληρότητας και το 59% τη μέση τιμή.

Άλλοι δείκτες απόδοσης περιλαμβάνουν τη μέση διάρκεια διαμονής (41,4%), το ποσοστό άμεσων κρατήσεων (38,5%) και τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPAR) με ποσοστό 36,8%. Παράλληλα, παρατηρείται αξιοσημείωτη χρήση μεγεθών όπως ο δείκτης ικανοποίησης πελατών (32,4%) και το συνολικό λειτουργικό ακαθάριστο κέρδος (32,0%).

Στον αντίποδα, δείκτες βιωσιμότητας και λειτουργικής αποδοτικότητας όπως το RevPAM (1,7%), η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (9,4%), το κόστος απόκτησης πελάτη (7,6%) και ο δείκτης διατήρησης προσωπικού (12,3%) καταγράφουν χαμηλότερη προτεραιότητα στη στρατηγική παρακολούθηση.

Η τάση αυτή φανερώνει μια επικέντρωση του κλάδου στους άμεσους οικονομικούς στόχους πληρότητας και εσόδων, ενώ δευτερεύουσα σημασία αποδίδεται σε δείκτες που σχετίζονται με το κόστος, την ικανοποίηση πελατών και τη βιωσιμότητα – παράγοντες οι οποίοι αναμένεται να αποκτούν αυξανόμενη σημασία στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης και της διαφοροποίησης του τουριστικού προϊόντος.

Exit mobile version