Παρά τη στατιστική μείωση της ανεργίας, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να γεφυρώσει το χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη σε ό,τι αφορά τα ποσοστά απασχόλησης. Ενώ κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 75,8% των ατόμων παραγωγικής ηλικίας (20-64 ετών) εργάζονται, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 69,3% – το δεύτερο χαμηλότερο μετά τη Ρουμανία.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα έχει τους περισσότερους υπερπροσοντούχους εργαζόμενους στην Ευρώπη, μετά την Ισπανία, με έναν στους τρεις εργαζόμενους να απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν κατώτερη εξειδίκευση από αυτή που έχουν.
Ο συνδυασμός των δύο ευρημάτων μας δείχνει ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να προσφέρει κυρίως θέσεις χαμηλής ειδίκευσης και υψηλής έντασης εργασίας, αντί για θέσεις έντασης γνώσης, που αξιοποιούν τα ταλέντα των εργαζομένων και τις δυνατότητες της τεχνολογίας για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, και τους μισθούς.
Εξάλλου η Ελλάδα έχει τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και γνώσης – μόλις 3,2% επί του συνόλου των απασχολούμενων. Το 2023 ήμασταν προτελευταίοι, με 3,4%, μπροστά από τη Ρουμανία που πλέον μας έχει ξεπεράσει.
Μεγάλοι χαμένοι οι νέοι
Το παραπάνω γεγονός «φρενάρει» την περεταίρω αύξηση της απασχόλησης, ιδίως στους νέους με υψηλά προσόντα, που είτε πρέπει να δουλέψουν σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, κατώτερες των προσόντων τους και των αναγκών τους, είτε να μεταναστεύσουν.
Ένα σημαντικό ποσοστό παύει να αναζητά εργασία, απογοητευμένο από την κατάσταση που επικρατεί ή υποαπασχολείται. Γι’ αυτό πιθανόν και τα ποσοστά ανεργίας στους νέους εξακολουθούν να είναι τα δεύτερα υψηλότερα στην ΕΕ (21%). Αντίστοιχα τα ποσοστά απασχόλησης στην ηλικιακή κατηγορία 15-29 ετών είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, στο 36,1% – έναντι 50,1% στην Ευρωζώνη και 49,6% στην ΕΕ των 27. Η Ελλάδα επίσης έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης στους νέους πτυχιούχους, με μόλις το το 66,2% να απορροφάται από την αγορά εργασίας, σε διάστημα ως και τρία χρονια μετά την αποφοίτηση, έναντι 85,2% στην ΕΕ.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα έχουν σημειώνουν διαρκή άνοδο την τελευταία δεκαετία, έχοντας αυξηθεί κατά 14,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2015, όταν είχαν βυθιστεί στο 54,8%. Όμως αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, λόγω γήρανσης και μείωσης του πληθυσμού.
Τα ποσοστά απασχόλησης στην ΕΕ
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η Εurostat, τα ποσοστά απασχόλησης του 75,8% που καταγράφηκαν το 2024 στην ΕΕ αντιστοιχούν σε 197,6 εκατομμύρια εργαζόμενους 20 ως 64 ετών. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της χρονολογικής σειράς των στατιστικών. Έχει αυξηθεί κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2023 και κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2022.
Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης καταγράφηκαν στις Κάτω Χώρες (83,5%), τη Μάλτα (83,0%) και την Τσεχία (82,3%). Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ιταλία (67,1%), την Ελλάδα (69,3%) και τη Ρουμανία (69,5%).
Περισσότερες οι «υπερπροσοντούχες» γυναίκες εργαζόμενες
Το 2024, το ποσοστό υπερειδίκευσης (overqualification) στην ΕΕ ήταν 21,3%, με 20,5% για τους άνδρες και 22,0% για τις γυναίκες. Σύμφωνα με τον ορισμό της Εurostat υπερειδίκευση έχουμε όταν άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση απασχολούνται σε επαγγέλματα που δεν απαιτούν τόσο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Η υπερειδίκευση, με βάση το «γλωσσάρι» του ευρωπαϊκού κέντρου CEDEFOP, σχετίζεται επίσης με όρους όπως «υπερεκπαίδευση» και «υπερικανότητα», καθώς και με τα επιπλέον επαγγελματικά προσόντα.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το ποσοστό υπερειδίκευσης ή αλλιώς υπερπροσοντούχων εργαζομένων ήταν υψηλότερο στην Ισπανία (35,0%), ακολουθούμενο από την Ελλάδα (33,0%) και την Κύπρο (28,2%).
Εν τω μεταξύ, το Λουξεμβούργο (4,7%), η Κροατία (12,6%) και η Τσεχία (12,8%) κατέγραψαν τα χαμηλότερα ποσοστά.
Σε 21 από τις 27 χώρες της ΕΕ – ανάμεσά τους και στην Ελλάδα οι γυναίκες είχαν υψηλότερα ποσοστά υπερειδίκευσης από τους άντρες. Οι μεγαλύτερες διαφορές καταγράφονται στην Ιταλία (7,7 ποσοστιαίες μονάδες), τη Σλοβακία (6,4 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Μάλτα (5,3 ποσοστιαίες μονάδες). Στην Ελλάδα οι γυναίκες που απασχολούνται σε δουλειές κατώτερες των προσόντων τους αγγίζουν το 33,6%, έναντι 32,3% των ανδρών.
Πρωταθλητές και στο έμφυλο χάσμα
H Eλλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στα ποσοστά απασχόλησης – που φτάνει τις 18,8 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι 10 π.μ. στην ΕΕ.
Αυτό σημαίνει ότι στη χώρα μας τα ποσοστά απασχόλησης του γυναικείου πληθυσμού 20-64 ετών είναι μόλις 59,9%, έναντι 78,7% στους άντρες. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ είναι 80,8% και 70,8% για τους άντρες και τις γυναίκες αντίστοιχα.
Η μόνη χώρα που μας ξεπερνάει ως προς το έμφυλο χάσμα στα ποσοστά απασχόλησης είναι η Ιταλία, με 19,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Η κατάσταση είναι πολύ πιο ισορροπημένη στις χώρες της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία), με το χάσμα στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων να είναι 3 ποσοστιαίες μονάδες ή λιγότερο. Η δε Φινλανδία οδεύει στην πλήρη ισότητα των φύλων, ως προς τα ποσοστά απασχόλησης, με το έμφυλο χάσμα να είναι σχεδόν αμελητέο (μόλις 0,7 ποσοστιαίες μονάδες).