Σε «αδιέξοδο» οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα: Στον «πάτο» της Ευρώπης οι υποδομές φροντίδας στη χώρα μας

Σοβαρές και χρόνιες ανεπάρκειες χαρακτηρίζουν τις δομές μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων και χρονίως πασχόντων στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται στα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το 2023.

Σε «αδιέξοδο» οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα: Στον «πάτο» της Ευρώπης οι υποδομές φροντίδας στη χώρα μας

Παρά τις έντονες δημογραφικές προκλήσεις και την ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού, η χώρα εξακολουθεί να στερείται ενός επαρκούς και ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής μέριμνας για τους ευάλωτους ηλικιωμένους πολίτες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόλις 20 κλίνες μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων ανά 100.000 κατοίκους – επίδοση που τη φέρνει στην προτελευταία θέση ανάμεσα στα 26 κράτη-μέλη με διαθέσιμα δεδομένα. Ακόμη και η Βουλγαρία εμφανίζει ελαφρώς χαμηλότερο αριθμό (26 κλίνες), ενώ η Πολωνία, η οποία κατατάσσεται αμέσως υψηλότερα, διαθέτει 222 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους, αναδεικνύοντας το χαοτικό χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Η σύγκριση με τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης είναι απογοητευτική. Η Ολλανδία καταγράφει 1.400 κλίνες μακροχρόνιας φροντίδας ανά 100.000 κατοίκους, ακολουθούμενη από τη Σουηδία (1.315) και το Βέλγιο (1.250). Πρόκειται για κράτη που έχουν αναπτύξει ολιστικές πολιτικές πρόνοιας, δίνοντας έμφαση στην ανεξάρτητη διαβίωση, την αποσυμφόρηση των νοσοκομείων και τη στήριξη της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων.

Η δραματική ανεπάρκεια δημοσίων δομών στην Ελλάδα – όπως γηροκομεία, μονάδες φροντίδας ασθενών με άνοια ή Αλτσχάιμερ και άλλες εξειδικευμένες υπηρεσίες – μεταθέτει σχεδόν ολοκληρωτικά την ευθύνη στις οικογένειες. Οι τελευταίες συχνά καλούνται να σηκώσουν ένα δυσβάσταχτο φορτίο, με σοβαρές σωματικές, ψυχολογικές και οικονομικές συνέπειες. Επιπλέον, η απουσία κατάλληλων υποδομών οδηγεί σε παράλογη και αναποτελεσματική νοσηλεία μη οξέων περιστατικών στα γενικά νοσοκομεία, επιβαρύνοντας το ΕΣΥ και στερώντας πολύτιμους πόρους από την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.

Αντιμέτωπη με οξύ δημογραφικό πρόβλημα

Η Ελλάδα βιώνει μια ταχεία και μη αναστρέψιμη γήρανση του πληθυσμού, γεγονός που εντείνει δραματικά τις πιέσεις σε ένα ήδη υποτυπώδες σύστημα κοινωνικής φροντίδας. Χιλιάδες ηλικιωμένοι που αδυνατούν να εξυπηρετηθούν στο οικογενειακό περιβάλλον, είτε λόγω έλλειψης υποστηρικτικού πλαισίου είτε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, αδυνατούν να εξασφαλίσουν θέση σε δημόσιες ή οικονομικά προσιτές ιδιωτικές δομές. Αυτό οδηγεί σε φαινόμενα κοινωνικής απομόνωσης, περιθωριοποίησης ή ακόμη και εγκατάλειψης.

Το πρόβλημα καθίσταται ακόμη πιο οξύ για ηλικιωμένους με άνοια, Αλτσχάιμερ ή πολλαπλά χρόνια νοσήματα. Ελλείψει κατάλληλων μονάδων, οι ασθενείς αυτοί συχνά καταλήγουν σε νοσοκομεία που δεν διαθέτουν τις υποδομές για μακροχρόνια φροντίδα, με συνέπεια να αποδιοργανώνεται η λειτουργία των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων.

Σε «αδιέξοδο» οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα: Στον «πάτο» της Ευρώπης οι υποδομές φροντίδας στη χώρα μας

Η ίδια η Eurostat επισημαίνει τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού για τους ηλικιωμένους και τις οικογένειές τους, υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό και ένταξη της φροντίδας αυτής της ιδιαίτερα ευάλωτης ομάδας στον κορμό της κοινωνικής πολιτικής.

Η εικόνα στις νοσοκομειακές κλίνες

Σε αντίθεση με την τραγική κατάσταση στις δομές μακροχρόνιας φροντίδας, η εικόνα των νοσοκομειακών κλινών στην Ελλάδα εμφανίζεται μεν μέτρια, αλλά σαφώς λιγότερο προβληματική. Σύμφωνα με την Eurostat για το 2023, ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 511 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους, καταγράφοντας μια σταδιακή μείωση από τις 557 κλίνες το 2013. Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως στην πρόοδο της ιατρικής τεχνολογίας και των θεραπευτικών πρακτικών που επιτρέπουν ταχύτερη ανάρρωση και περισσότερη εξωνοσοκομειακή φροντίδα.

Η Ελλάδα διαθέτει 424 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους, επίδοση που τη φέρνει περίπου στο μέσο της ευρωπαϊκής κατάταξης, χωρίς ακραίες αποκλίσεις. Αν και η διαθεσιμότητα δεν είναι υψηλή, η κατάσταση εμφανίζεται σχετικά καλύτερη σε σύγκριση με τις δομές μακροχρόνιας φροντίδας.

Στον αντίποδα, τις υψηλότερες επιδόσεις καταγράφουν η Βουλγαρία (864), η Γερμανία (766), η Ρουμανία (728), η Αυστρία (660) και η Ουγγαρία (651). Αντίθετα, οι χαμηλότεροι δείκτες συναντώνται σε σκανδιναβικές και δυτικοευρωπαϊκές χώρες όπως η Σουηδία (187), η Ολλανδία (231), η Δανία (233), η Φινλανδία (260), η Ισπανία (288), η Ιρλανδία (289) και η Κύπρος (298).

Επιτακτική ανάγκη εθνικής στρατηγικής

Η συνολική εικόνα που αναδύεται από τα στοιχεία της Eurostat είναι αδιαμφισβήτητη και ανησυχητική: η Ελλάδα δεν διαθέτει ένα σύγχρονο, ολοκληρωμένο και προσβάσιμο σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας για τους ηλικιωμένους της. Καθώς η δημογραφική κρίση οξύνεται και το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, η ανάγκη δημιουργίας δημόσιων και οικονομικά προσιτών δομών δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.

Η απουσία εθνικής στρατηγικής σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα εγκυμονεί σοβαρούς κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους, υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής χιλιάδων πολιτών και απειλεί την κοινωνική συνοχή. Η χάραξη μιας μακροπρόθεσμης, ρεαλιστικής και κοινωνικά δίκαιης πολιτικής για τη φροντίδα των ηλικιωμένων δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά απολύτως αναγκαία επένδυση στο μέλλον της κοινωνίας.

Exit mobile version