Πόλεμος στην Ουκρανία: Ο Ζελένσκι μιλά για ενότητα απέναντι στην «Ρωσική απειλή» αλλά στην πραγματικότητα διασπά την Ευρώπη!

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να χορηγήσει δάνειο ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Ουκρανία αποκαλύπτει πολλά περισσότερα για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής πολιτικής διαχείρισης του πολέμου παρά για το ίδιο το χρηματοδοτικό ποσό.

Πόλεμος στην Ουκρανία: Ο Ζελένσκι μιλά για ενότητα απέναντι στην «Ρωσική απειλή» αλλά στην πραγματικότητα διασπά την Ευρώπη!

Το ποσό αυτό, βέβαια, είναι κρίσιμο για την άμεση επιβίωση της ουκρανικής οικονομίας, αλλά η ουσία της υπόθεσης βρίσκεται στον τρόπο λήψης της απόφασης και στα σημεία όπου η συμφωνία κατέρρευσε. Η εικόνα που παρουσιάζει η Ευρώπη είναι αυτή ενός διαχωρισμού: τρεις χώρες – Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία – επέλεξαν να μην συμμετάσχουν στο κοινό δάνειο, στέλνοντας μήνυμα διχογνωμίας στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Μετά από μια εξαντλητική Σύνοδο περίπου 16 ωρών στις Βρυξέλλες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν για τη χρήση των παγωμένων ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων, κυρίως αυτών που βρίσκονται στο Βέλγιο. Η αποτυχία αυτή συνιστά ξεκάθαρη πολιτική ήττα για τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς και την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, οι οποίοι πίστευαν ότι η Ρωσία θα έπρεπε να επωμιστεί άμεσα μέρος του κόστους της σύγκρουσης που η ίδια πυροδότησε.

Η αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, συνολικής αξίας άνω των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ σε ευρωπαϊκό έδαφος, είχε εξαρχής έντονη πολιτική και ηθική διάσταση. Θα επέτρεπε στην ΕΕ να στηρίξει την Ουκρανία χωρίς πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση των Ευρωπαίων φορολογουμένων και θα στέλνονταν ένα σαφές μήνυμα ότι η παραβίαση του διεθνούς δικαίου φέρει πραγματικό κόστος.

Όμως, η μετατροπή του «παγώματος» σε ουσιαστική χρήση ή ακόμη και κατάσχεση των κεφαλαίων προσέκρουσε σε σοβαρές νομικές και χρηματοπιστωτικές δυσκολίες. Το Βέλγιο, χώρα που φιλοξενεί τις βασικές υποδομές φύλαξης των κεφαλαίων, υπογράμμισε τον κίνδυνο δικαστικών αγωγών, αντίποινων και υπονόμευσης της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αξιοπιστίας. Οι απαιτήσεις του για πλήρη εγγύηση από τους εταίρους κρίθηκαν πολιτικά μη διαχειρίσιμες.

Ως λύση ανάγκης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατέφυγαν σε ένα έκτακτο σχέδιο: την άντληση 90 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού, εγγυημένου από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Το σχέδιο, που είχε προωθηθεί επιμόνως από τον Βέλγο πρωθυπουργό Μπαρτ ντε Βέβερ, θεωρούνταν μέχρι πρότινος απίθανο, καθώς αναβιώνει το ευαίσθητο ζήτημα του κοινού χρέους.

Η τελική υιοθέτηση αυτού του μέτρου αποκαλύπτει μια στρατηγική επιλογή της ΕΕ: υπό πίεση, επιλέγει την τεχνοκρατικά ασφαλέστερη λύση, έστω κι αν αυτή συνεπάγεται πολιτικό κόστος και μετακύλιση βαρών στο μέλλον. Πρόκειται για μια γρήγορη και λειτουργική απάντηση, όχι όμως για στρατηγικά οριστική. Παράλληλα, το κοινό χρέος μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτο βήμα προς μια βαθύτερα ομοσπονδιακή Ευρώπη.

Πόλεμος στην Ουκρανία: Ο Ζελένσκι μιλά για ενότητα απέναντι στην «Ρωσική απειλή» αλλά στην πραγματικότητα διασπά την Ευρώπη!

Η συμφωνία, όμως, δεν είναι πλήρης εικόνα ενότητας. Οι τρεις χώρες που απείχαν – Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία – ανέδειξαν ότι η ευρωπαϊκή συναίνεση γύρω από την Ουκρανία δεν είναι πλέον δεδομένη. Στην πράξη, η ΕΕ των 27 λειτούργησε ως ένωση των 24, ένα μοντέλο που πιθανώς θα εμφανιστεί και σε μελλοντικές αποφάσεις.

Ως παραχώρηση προς τη γερμανική πλευρά, η συμφωνία αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια για την αποπληρωμή του δανείου. Ωστόσο, το πότε και με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό παραμένει ασαφές – μια χαρακτηριστική «δημιουργική ασάφεια» της Ευρώπης που μεταθέτει προβλήματα αντί να τα επιλύει.

Ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ το έθεσε ξεκάθαρα: «Έχουμε μια απλή επιλογή: ή χρήματα σήμερα ή αίμα αύριο. Και δεν μιλώ μόνο για την Ουκρανία. Μιλάω για την Ευρώπη». Η δήλωσή του αντικατοπτρίζει την οπτική των ανατολικών κρατών-μελών, για τα οποία η Ουκρανία αποτελεί το πρώτο ανάχωμα της ευρωπαϊκής ασφάλειας: αν η Ρωσία δεν ανακοπεί εκεί, η σύγκρουση μπορεί να επεκταθεί στα ευρωπαϊκά σύνορα.

Πίσω από τη ρητορική περί ενότητας, το βασικό ερώτημα παραμένει αμείλικτο: Ποιος θα πληρώσει; Για μήνες, τα κράτη-μέλη διαπληκτίζονταν για την κατανομή του κόστους, και το ζήτημα παραμένει ανοιχτό.

Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του POLITICO σε 10.000 πολίτες σε πέντε δυτικές χώρες δείχνει τη μεταβολή της κοινής γνώμης: στη Γερμανία, το 45% τάσσεται υπέρ μείωσης της βοήθειας προς το Κίεβο, ενώ μόλις το 20% επιθυμεί αύξηση. Στη Γαλλία, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 37% και 24%. Οι πολίτες αυτών των χωρών εμφανίζονται, δηλαδή, λιγότερο πρόθυμοι να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας ακόμη και από τους Αμερικανούς.

Το ουκρανικό ζήτημα δεν αφορά πλέον μόνο την εξωτερική πολιτική. Αντιπροσωπεύει τα όρια της ευρωπαϊκής συνοχής, την αντοχή των κοινωνιών της και την ικανότητά της να μετατρέψει την οικονομική ισχύ σε συνεκτική στρατηγική. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο αν η Ευρώπη μπορεί να πληρώσει· είναι ένα ευρύτερα υπαρξιακό ζήτημα για το μέλλον της ίδιας της Ένωσης.

Exit mobile version